Έφη Μάμου πανηγυρική ομιλία για το σπήλαιο της Μιλάτου

Έφη Μάμου πανηγυρική ομιλία για το σπήλαιο της Μιλάτου
Έφη Μάμου πανηγυρική ομιλία για το σπήλαιο της Μιλάτου
Έφη Μάμου η πανηγυρική ομιλία για το σπήλαιο της Μιλάτου

Η άλωση του σπηλαίου της Μιλάτου από τον Τούρκο κατακτητή πριν από 194 χρόνια μάς φέρνει μπροστά σε μνήμες ιερές σπουδαίων και μεγάλων γεγονότων που σημάδεψαν όχι μόνο την κρητική, αλλά και την ελληνική ιστορία, γενικότερα. Και πίσω από αυτά τα γεγονότα βρίσκονταν άνθρωποι γενναίοι, δυνατοί, με εσωτερική ελευθερία μέσα στην εξωτερική σκλαβιά. Φοβάμαι ότι ο λόγος μου είναι φτωχός και δεν μπορεί να σταθεί αντάξιος στις ηρωικές πράξεις αυτών των ανθρώπων… Όμως, μια σύντομη αναφορά στην ιστορία αυτού του πολύπαθου σπηλαίου τούτη εδώ τη λαμπρή μέρα της επετείου κρίνεται απαραίτητο να γίνει!

     Η περίοδος της Τουρκοκρατίας (1669 – 1898) είναι οδυνηρή κι αιματηρή για την κρητική ιστορία. Το δουλεμπόριο, οι φόνοι, οι καταπιέσεις, οι εξισλαμισμοί, η στυγνή απομύζηση από τους Τούρκους αγάδες ήταν το τίμημα που πλήρωναν οι χριστιανοί της Κρήτης. Η κήρυξη της επανάστασης στην Κρήτη έγινε στις αρχές Απριλίου του 1821, μόλις μαθεύτηκε η επανάσταση της ηπειρωτικής Ελλάδας. Αν και απουσίαζε η στρατιωτική οργάνωση, ο κρητικός λαός εξεγέρθηκε με την ηρωική κραυγή «Ελευθερία ή Θάνατος»!

     Ο Σουλτάνος Μαχμούτ ο Β΄ ζήτησε τη βοήθεια του Πασά της Αιγύπτου Μωχάμετ Άλη, για να καταπνίξει την επανάσταση. Στις τελευταίες μέρες του Μάη του 1822 οι χριστιανοί της Κρήτης έβλεπαν με τρόμο το πέρασμα των καραβιών του Χασάν πασά από τη Σητεία μέχρι τη Σούδα, όπου αποβιβάστηκαν, προερχόμενα από την Κάρπαθο, που είχαν παραδώσει στο αίμα και τη φωτιά. Η αρμάδα αυτή του Χασάν Πασά περιλάμβανε 10 με 12 χιλιάδες διαλεκτά παλικάρια, απ’ τους οποίους οι περισσότεροι ήταν Αλβανοί. Σκοπός τους ήταν να πνίξουν στο αίμα την ανταρσία της Κρήτης και να την κάνουν ορμητήριό τους για την επανάσταση της υπόλοιπης Ελλάδας.

     Ο Χασάν Πασάς κατόρθωσε παρά την αντίσταση των Κρητικών να τους βγάλει στη στεριά για να αρχίσει αργότερα μια πορεία ολέθρου, θανάτου και φωτιάς. Μία ήταν η διαταγή του Χασάν Πασά: «Να κάμετε την Κρήτη Αλώνι». Κι αφού δεν μπόρεσε να καταστείλει την επανάσταση στα δυτικά, έσπευσε στα ανατολικά. Έτσι,  ο τουρκικός στρατός εισέβαλε στο οροπέδιο και μετά από αποτυχημένες επιθέσεις στράφηκε στην επαρχία της Βιάνου, όπου και πάλι αποκρούστηκε και αναγκάστηκε να επιστρέψει στη Χερσόνησο.

     Στις αρχές Ιανουαρίου του 1823 ο τουρκικός στρατός ξεκίνησε για την Ιεράπετρα με ενισχυμένο στρατό «σφάζων, λεηλατῶν και καταστρέφων». Μετά από δωδεκαήμερη παραμονή ξεκίνησε για την επαρχία του Μεραμπέλου. Οι αρχηγοί των επαναστατών οχυρώθηκαν στην Κριτσά με 3000 επαναστάτες. Η μάχη της Κριτσάς – μια από τις σπουδαιότερες μάχες – κράτησε 2 μέρες. Οι επαναστάτες πέτυχαν περίλαμπρη νίκη, αλλά εγκατέλειψαν την Κριτσά λόγω έλλειψης πολεμοφοδίων. Τότε ο Χασάν Πασάς πυρπόλησε το χωριό. Μέσω του Καθαρού ανέβηκε ξανά στο Οροπέδιο, αιχμαλωτίζοντας τους κατοίκους και καίοντας τα χωριά. Ο Χασάν μετά το ξεθεμελίωμα της Κριτσάς, το πάτημα του Λασιθίου, τη λύση της πολιορκίας στη Σπίνα – Λόγκα, κατέστρεψε την Ελούντα, έκαψε τις Δωριές, τις Λίμνες, τη χριστιανική συνοικία του Χουμεριάκου, τις Βρύσες και προχώρησε στο Καινούριο Χωριό.

     Στο μεταξύ, φόβος και τρόμος είχε καταλάβει τον πληθυσμό μπροστά στον επερχόμενο κίνδυνο. Στις αρχές του Φεβρουαρίου οι πιο σεβάσμιοι άνθρωποι με τους καπεταναίους αποφάσισαν να κλειστούν τα γυναικόπαιδα του Καινούριου χωριού, της Βουλισμένης, της Λατσίδας, της Μιλάτου και άλλων γειτονικών χωριών στο μεγάλο σπήλαιο, το Σπήλαιο της Μιλάτου. Εκεί συγκεντρώθηκαν χιλιάδες γυναικόπαιδα και 150 οπλοφόροι που κούρνιασαν για να σωθούν σα σπουργίτια κυνηγημένα από άγριο γεράκι. Όλοι τους ήλπιζαν στη σωτηρία τους λόγω του απόμερου και απόκρημνου τόπου και εξαιτίας της πίστης ότι ο Χασάν πασάς θα περνούσε γρήγορα προς το Ηράκλειο.

     «Εβγήκανε, λοιπόν, οι Τούρκοι κι εκοκκινήσανε οι κάμποι του Μεραμπέλλου από τα φέσα». Βρήκαν, όμως, άδεια κι έρημα τα χωριά. Πείσμωσαν και ήθελαν να ανακαλύψουν την κρυψώνα. Σύμφωνα με τη μιλαθιώτικη παράδοση στη θέση Καμάρι της Λατσίδας συνάντησαν τον προδότη Δερέ της Λατσίδας (κατά την ιστορία του Διαλλινά φέρεται να έχει το όνομα Τερζαλής εκ Βουλισμένης, να είναι Ενετός στην καταγωγή και να χαρακτηρίζεται ως «αιμοβόρον και απάνθρωπον τέρας»), ο οποίος μαρτύρησε την κρυψώνα και τους οδήγησε ακριβώς απέναντι από το σπήλαιο.

     Τότε, ο Χασάν πασάς στέλνει τον Χουσεΐν Βέη με 5000 στρατό με τη διαταγή να πολιορκηθεί το σπήλαιο. Ο Διαλλινάς στα Άπαντά του γράφει: «Μ’ ασκέρια μόνο τακτικά τριάντα δυο χιλιάδες, με χώρις τους Γενίτσαρους και τους εντόπιους Τούρκους … Τραβά κανόνια εκατό και άμετρους τσεπανέδες». Οι 2500 επαναστάτες που ήρθαν από το Λασίθι και τη Δυτική Κρήτη για να βοηθήσουν δεν μπόρεσαν να κάνουν κάτι, γιατί ο αγώνας ήταν άνισος. Ο Πασάς είχε πολυάριθμο στρατό, κανόνια, πολεμοφόδια και τρόφιμα, ενώ οι πιο πολλοί οπλοφόροι του Σπηλαίου έφυγαν εν μια νυκτί για να ενωθούν με τους άλλους επαναστάτες. Έμειναν μόνο όσοι είχαν μέσα γυναίκες, παιδιά, γονιούς.

     Ο Γιάννης Μουρέλος γράφει χαρακτηριστικά: «Μα όσο πήγαινε τα τρόφιμα τα λιγοστά που είχαν μαζί τους τελείωναν και το νερό που είχε στο βάθος το Σπήλαιο δεν έφτανε για 500 κι αυτοί ήταν 4000. Πεινούσαν και διψούσαν. Φριχτό πόλεμο μπρος στην αδύνατη πηγή για ένα τάσι νερό και το νερό χυνότανε χάμω. Βούρκα, λάσπες, μήτε το μισό δεν έπιναν, τ’ άλλο χυνότανε από την ορμή των διψασμένων. Μάταια προσπαθούσαν οι γεροντότεροι  να τους βάλουν σε μια σειρά και τάξη. Για λίγο πειθαρχούσαν μα σε λίγο η δίψα τους ξεχνούσε την ανάγκη της πειθαρχίας. Όποιος προλάβει».

     Η πολιορκία συνεχιζόταν …  Ο θρήνος μέσα στο σπήλαιο μεγάλωνε … Ο έσχατος στεναγμός των γερόντων ενωνόταν με τον πρώτο κλαυθμό των βρεφών. Λέγεται ότι τις μέρες αυτές γεννήθηκαν 40 παιδιά. Από τον ήχο των κανονιών η αγωνία των πολιορκημένων μεγάλωνε. Οι οπλοφόροι υπερασπιστές του σπηλαίου έδωσαν όλο το μεγαλείο της κρητικής ψυχής τους. Οι Τούρκοι απελπισμένοι πια τους παρακινούσαν να παραδοθούν. Ορκίζονταν ότι δε θα τους πειράξουν. Οι πολιορκούμενοι, όμως, πήραν την απόφαση να πεθάνουν τιμημένοι.

     Το δράμα της πολιορκίας του σπηλαίου Μιλάτου, που διήρκησε 20 τραγικές μέρες κορυφώθηκε όταν οι πολιορκητές σκέφτηκαν να βάλουν φωτιά στον πόρο του σπηλαίου και να αναγκάσουν με αυτόν τον τρόπο τα θύματά τους να βγουν. Μάζεψαν δροσερές φασκομηλιές και αγκαραθιές και τις άναψαν στην είσοδο του σπηλαίου. Το σπήλαιο γέμισε καπνούς. Οι άνθρωποι πνίγονταν μέσα, τα μικρά ασφυκτιούσαν, άλλοι για να γλιτώσουν προχωρούσαν στα βάθη του σπηλαίου και δεν ξαναγύριζαν, ενώ άλλοι αγκαλιάζονταν με τα’ αγαπημένα τους πρόσωπα και πέθαιναν έτσι αγκαλιασμένοι.

     Μπροστά στην απελπιστική αυτή κατάσταση οι πολιορκημένοι αποφάσισαν τη νύκτα στις 23 Φεβρουαρίου ηρωική έξοδο, αφού πρώτα κοινώνησαν των Αχράντων Μυστηρίων. Ο Χουσεΐν Βέης διέταξε «Μαχαίρι των γκιαούρηδων» και τα 30 παλικάρια, αφού πρώτα παραδόθηκαν, σφάχτηκαν μπροστά στα μάτια των γυναικόπαιδων. Μπήκαν οι Τούρκοι μέσα στο σπήλαιο κι όσους ζούσαν ακόμη τους έβγαζαν μισοπεθαμένους και τους έσφαζαν οι άλλοι που ήταν έξω από το σπήλαιο. Ύστερα, τους πετούσαν στον γκρεμό και κατρακυλούσαν κυλισμένοι στο αίμα. Ένας ανώνυμος λαϊκός ποιητής έδωσε παραστατικότατα το μέγεθος της συμφοράς:

«Γίνονται στοίβες τα κορμιά, τα αίματα ποτάμια,

Σφάζουν τους γέρους και τις γριές κι όλα τα παλικάρια».

     Τα γυναικόπαιδα τα έφεραν στο Καινούριο Χωριό, στη σημερινή Νεάπολη. Κατά τη μαρτυρική πορεία των γυναικόπαιδων από το σπήλαιο στο Καινούριο χωριό, πολλές γυναίκες προτίμησαν τον θάνατο παρά την ατίμωση. Ο Μιλαθιώτης Χαρίλαος Τερζάκης περιγράφει με τους στίχους του ως εξής την πορεία προς τον θάνατο:

«Θρήνος, κλαυθμός και οδυρμός, λαγκάδια αντιλαλούσαν,

Ως και οι πέτρες δάκρυζαν, απ’ όπου κι αν περνούσαν.

Σκεφτείτε δα τα χάλια ντος, τσι πείνες οπού είχαν

Τσ’ Αγόρους όταν φτάσανε, γυναίκες επνιγήκαν».

     Η πομπή πέρασε μπρος από τον Πασά που στεκόταν στην πλατεία για να χαρεί το θέαμα! Ο Χουσεΐν του χάρισε την πιο όμορφη σκλάβα, τη Σμαράγδα, την Καινουριοχωρίτισσα. Αυτός του έδωσε «μπαξίσι» 120 φλουριά και τον έκανε υποστράτηγο για το «κατόρθωμά» του.

     Έπειτα, χώρισαν τους γέροντες από τις γριές. Τους έφεραν στη θέση Γραμπέλες. Ο Χουσεΐν διέταξε το ιππικό να τους ποδοπατήσει. Το ποδοπάτημα κράτησε 1 ώρα. Δεν έμεινε κανείς ζωντανός. Έκοψαν τα κεφάλια τους και τα έκαναν πυραμίδα θριάμβου σ’ ένα αλώνι και γύρω έβαλε τους αιχμαλώτους συγγενείς τους κι έπιασαν χορό. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους ήταν και 18 παπάδες. Τους ξεχώρισε και αυτούς και διέταξε να τους κόψουν τα 3 πρώτα δάχτυλα του δεξιού χεριού τους. Στη συνέχεια, έκαψαν ζωντανούς τους 12 παπάδες, τους άλλους 6 τους σκότωσαν στο Καστέλλι της Φουρνής. Τα βρέφη αφού τα έσφαξαν για να μη δίνουν βάρος στην πώληση των μανάδων τα πούλησαν κι έκαναν 3 μερίδια. Ένα για τον Χασάν Πασά, ένα για τους αξιωματικούς και το τρίτο για το ασκέρι. Τις πιο όμορφες κοπέλες τις πήρε ο Χασάν με τους ανώτερους αξιωματικούς. Σκηνές σπαρακτικές διαδραματίστηκαν όταν ξεχώριζαν τις μανάδες από τα παιδιά τους και ο θρήνος ανατάραζε όλο το χωριό.

     Αυτό ήταν το τέλος του δράματος του σπηλαίου της Μιλάτου. Βέβαια, τα εγκλήματα που διέπραξε ο Χασάν πασάς στους έγκλειστους του σπηλαίου τα πλήρωσε μετά από μερικές μέρες. Φεύγοντας από τη Μίλατο στρατοπέδευσε στον κάμπο του Καστελίου Πεδιάδος, σχεδιάζοντας να προχωρήσει για τη Μεσσαρά. Βγήκε για σεργιάνι στον κάμπο, όμως το άλογό του αφήνιασε και τον έριξε κάτω. Δεν πρόφτασε να πει ούτε λέξη. Έτσι, η «μέχρι τοῦδε μαινόμενη θύελλα» εκόπασε και οι χριστιανοί ανέπνευσαν για λίγο …

     Σήμερα, λοιπόν, έχουμε την τιμή να βρισκόμαστε σε τούτο εδώ το ιερό όπου έχουν στήσει με το αίμα και τις θυσίες τους τα ηρωικά παιδιά της λεβεντογέννας Κρήτης. Οι άνθρωποι αυτοί θυσίασαν τη ζωή τους για το υπέρτατο αγαθό που είναι η ελευθερία, για την αρετή και για την αξιοπρέπεια, αξίες που και σήμερα διατηρούν την επικαιρότητά τους. Και δυστυχώς, ακόμη και σήμερα στον κόσμο εξακολουθεί να χύνεται αθώο αίμα κυρίως άμαχου πληθυσμού στον βωμό του κέρδους, για να θυμηθούμε τους στίχους από την Ερωφίλη του Χορτάτση:

«Του πλούτου αχορταγιά, τση δόξης πείνα.

Του χρυσαφιού ακριβειά καταραμένη,

πόσα για σας κορμιά νεκρά απομείνα,

Πόσοι άδικοι πόλεμοι σηκωμένοι,

Πόσες συχνές μαλιές συναφορμά σας,

Γρικούνται και ολημερνίς στην οικουμένη …!!!

(Γ΄ Χορικό, Του Πλούτου)

     Ας ελπίσουμε, λοιπόν, ότι θα σταματήσουν οι αιματηροί πόλεμοι, όλες αυτές οι ανθρωποθυσίες των λαών ανά τους αιώνες και ότι επιτέλους θα κυριαρχήσει στις καρδιές των ανθρώπων η ειρήνη, το αίσθημα της αδελφικής αλληλεγγύης και η δικαιοσύνη!!!

Ας είναι αγέραστη κι αθάνατη η μνήμη τους!!!

Μάμου Έφη, φιλόλογος

Print Friendly, PDF & Email