Πολιτική: Σχεδιασμός και Πράξη. Η εμπειρία της περιόδου 2000-2004

Νίκου Σηφουνάκη: «Πολιτική: Σχεδιασμός και Πράξη. Η εμπειρία της περιόδου 2000-2004».

Βιβλιοκριτική του Κωστή Ε. Μαυρικάκη

Ο Νίκος Σηφουνάκης, πέρα από την ευδόκιμη πολιτική του διαδρομή σε όλα τα πόστα που υπηρέτησε στις προηγούμενες κυβερνήσεις, αποτελεί μια εφεδρεία με μια γόνιμη συγγραφική δραστηριότητα. Μια δραστηριότητα που κινείται κυρίως στο χώρο και στο χρόνο του Αιγαίου. Οι εγκύκλιες σπουδές του στην Αρχιτεκτονική, του έδωσαν τη δυνατότητα να συγγράψει αρκετά βιβλία με ανάλογο περιεχόμενο για τα νησιά του αρχιπελάγους, αφού το δομημένο περιβάλλον των οικισμών του, συγκαταλέγεται ανάμεσα στα πιο υψηλά δείγματα του νεότερου ελληνικού πολιτισμού.
Ο τίτλος του τελευταίου έργου του συγγραφέα, που παρουσιάστηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις Καστανιώτη, είναι «Πολιτική: Σχεδιασμός και Πράξη. Η εμπειρία της περιόδου 2000-2004».
Το βιβλίο σε τίποτα δεν προδίδει, τουλάχιστον από τον τίτλο, τον ανυποψίαστο αναγνώστη, για την πραγματεία ενός δεσπόζοντος και σοβαρότατου προβλήματος που έχει προκύψει τις τελευταίες δεκαετίες στο φυσικό και ανθρωπογενές περιβαλλοντικό απόθεμα των νησιών μας. Τα οικιστικά συμπλέγματα του Αιγαίου με το μοναδικό φυσικό περιβάλλον που τα περιβάλει, αποτελούν μιαν αναλλοίωτη και αειθαλή εθνική ταυτότητα που αμέτρητες φορές υμνήθηκαν από έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Αυτός «ο Κόσμος ο μικρός ο Μέγας» (1) του Αιγαίου, αποτελεί μια γονιδιακή ταυτότητα του Ελληνισμού στο διάβα των αιώνων…
Ο γκρίζος ήλιος του Στρασβούργου και των Βρυξελλών, δεν στέρησε στο παρα-μικρό από το συγγραφέα, την έμπνευση του άπλετου φωτός του αρχιπελάγους που υπη-ρέτησε ως υπουργός του, αφού άλλωστε εκεί «βίωσε και την πολιτική του ενηλικίωση» (σ. 12). Την ενηλικίωση μιας πολιτικής διαδρομής με «σύνθεση ρεαλισμού και φαντασίας, στρατηγικής και αυτοσχεδιασμού, υπομονής και αντοχής» συστατικά στοιχεία άλλωστε και συνυφασμένα με αυτό που αποκαλούμε «πολιτική» ή «τέχνη και επιστήμη της διακυβέρνησης», όπως και ο ίδιος σημειώνει (σ. 9).
Το βιβλίο περιλαμβάνει στο πρώτο και μεγαλύτερο τμήμα του, κείμενα που συ-νοψίζουν την πολιτική του Υπουργείου Αιγαίου σε κρίσιμους τομείς, κατά τη διάρκεια των τεσσάρων χρόνων που είχε την πολιτική του ευθύνη. Αναφέρεται σε μέτρα που είτε εφαρμόστηκαν σε μεγάλο μέρος τους, είτε έφτασαν στο τελευταίο στάδιο του σχεδιασμού τους. Η αναφορά τους είναι αναγκαία αφού συγκλίνουν στο ζητούμενο στόχο που δεν είναι άλλος από την εξασφάλιση της βιώσιμης ανάπτυξης του αρχιπελάγους, και εξασφαλίζουν κατά τον καλύτερο τρόπο την ιστορική συνέχεια «των νησιών με τα πόσιμα γαλάζια ηφαίστεια, των νησιών με τους έρημους ταρσανάδες». (2)
Στ δεύτερο μέρος του βιβλίου παρατίθενται μια σειρά κειμένων, που όλα έχουν σαν κοινό παρανομαστή την ιστορική μνήμη και την αδήριτη ανάγκη για τη διατήρησή της. Τα περισσότερα, σχετίζονται με δράσεις του Υπουργείου Αιγαίου που εκείνη την περίοδο ακολούθησε μια σωστική πολιτική για τούς χώρους που σχετίζονται με τη νεώτερη ιστορία μας, όπως η Γυάρος και η Μακρόνησος.
Το τρίτο μέρος, είναι αφιερωμένο στις σχέσεις κράτους με την Εκκλησία. Ένα μεγάλο θέμα που απασχόλησε ζωηρά το συγγραφέα κατά το παρελθόν, αλλά απασχολεί και συνεχώς την πολιτική σκηνή. Το μέρος αυτό, εκπορεύεται από την ακλόνητη πεποίθηση και τη σταθερή πολιτική του θέση ότι «ο σημαντικότατος πνευματικός και ποιμαντικός ρόλος της εκκλησίας δεν πρέπει να συγχέεται με την πολιτική και την άσκηση κοσμικής εξουσίας».

Αυτό όμως που μεγιστοποιεί την αξία του νέου βιβλίου του Ν. Σηφουνάκη, είναι το πρώτο μέρος του, όπου πέρα από την παράθεση γεγονότων στη νησιώτικη πολιτική εκείνης της περιόδου, τίθενται εξαιρετικά σοβαροί προβληματισμοί για το μέλλον των νησιών μας και τη διατήρηση της ταυτότητάς τους, όπως άλλωστε περιγράφεται και με τον ευφυή τίτλο ενός κεφαλαίου «για να μη γίνουν τα νησιά μας οικόπεδα»…
Ο συγγραφέας, ξεκινά από το «χρονικό μιας καταστροφής» όπου αναζητά και τεκμηριώνει τις κοινωνικοπολιτικές αιτίες της δημιουργίας αστικοποίησης και αστυφι-λίας, για να φτάσει στην «άναρχη δόμηση και χωροαξική αποδόμηση» του αιγιακού χώρου τις τελευταίες δεκαετίες. Όλα εκείνα που «ανέτρεψαν τη θαυμαστή ισορροπία ανάμεσα στο φυσικό και το δομημένο περιβάλλον που με σοφία είχε δημιουργήσει η παρά-δοση αιώνων και σταδιακά οδήγησαν σε φαινόμενα περιβαλλοντικής υποβάθμισης. Σε αρκετές περιπτώσεις επικράτησε μια ομοιόμορφη αρχιτεκτονική αντίληψη (το «ψευδομοντέρνο» όπως ορθώς ονομάστηκε) που κατέστρεψε λειτουργικά και αισθητικά αιωνόβιους οικισμούς και εξοβέλισε αντιπροσωπευτικές αρχιτεκτονικές παραδόσεις, αφού ούτε καν το πολύτιμο δυναμικό των ντόπιων μαστόρων των νησιών δεν χρησιμοποίησε.» (σ. 47). Μήπως όμως αυτή η ζοφερή παρατήρηση δεν αφορά και στην Κρήτη; Μήπως αυτή η φρενίτιδα που επικράτησε (και επικρατεί) για τουριστική εκμετάλλευση, δεν συνοδεύεται από μια εκτεταμένη και άναρχη οικοπεδοποίηση των πάντων και στον τόπ μας; Στην τριακονταετία που πέρασε στη συντριπτική πλειονότητά τους οι ακτές των νησιών μας, και της Κρήτης, οικοδομήθηκαν (και συνεχίζουν με φρενήρη ρυθμό) κατά κανόνα ά-ναρχα «κατά παρέκκλιση», με τη χρήση δηλαδή μιας «επαίσχυντης νομικής εφεύρεσης με πολιτική νομιμοποίηση» (. 49).
Μέσα από το βιβλίο, μπορούμε να διακρίνουμε την τραγική σημερινή εικόνα των νησιών μας «αφού η χωρίς φραγμό ανάπτυξη έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην αλλοίωση της φυσιογνωμίας του Ελληνικού τοπίου». Οι φαραωνικές και ασύμβατες με το παραθαλάσσιο νησιώτικο περιβάλλον τουριστικές εγκαταστάσεις, «οδήγησαν σε αστικοποίηση μεγάλες παράκτιες ζώνες, εξοβελίζοντας την τοπική δόμηση που είχε ως μέτρο την ανθρώπινη κλίμακα». (σ. 49).
H σαρωτική επικράτηση των «rooms to let» για αρκετό διάστημα έδωσε τη δυνατότητα σε πολλούς νησιώτες να επιβιώσουν και σε κάποιους να αποταμιεύσουν προς επένδυση πόρους. Όμως αυτού του είδους η τουριστική ανάπτυξη ήταν βέβαιο ότι μόνο μεσοπρόθεσμα μπορούσε να τους αποφέρει σταθερό συμπληρωματικό εισόδημα. Από την άλλη μεριά η βιομηχανία του τουρισμού, με μονάδες ασύμβατες με τη μικρή κλίμακα των νησιών, βεαίως κάλυψε μέρος των αναγκών του ανθρώπινου δυναμικού με την απασχόλη-ση που προσέφερε, όμως είχε ως αρνητικό αποτέλεσμα οι νησιώτες να οδηγηθούν στη μο-νοαπασχόληση και την υπαλληλοποίηση εγκαταλείποντας τη γεωργία και την κτηνοτροφία.
Μέσα σ’ αυτά τα ανησυχητικά δεδομένα για τα νησιά, την περίοδο εκείνη, υλοποιήθηκε ένα σημαντικό έργο σύνταξης θεσμικού πλαισίου προστασίας τους, δια μέσου κήρυξής τους ως ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους, επιβάλλοντας μορφολογικούς όρους αλλά και περιορισμούς δόμησης. Εκδόθηκαν Διατάγματα προς αυτή την κατεύθυνση για 27 νησιά μικρού και μεσαίου μεγέθους, ενώ στο ίδιο διάστημα εκδόθηκαν ξεχωριστά Προεδρικά Διατάγματα και Υπουργικές Αποφάσεις για περισσότερες από 50 οικιστικές ενότητες και άλλα τόσα για μικρούς ή μεγάλους ΟΤΑ και θεσμοθετήθηκαν μορφολογικοί όροι αλλά και περιορισμοί δόμησης, νώ σε 185 νησίδες ή βραχονησίδες απαγορεύ-θηκε οποιαδήποτε οικοδομική δραστηριότητα.
Σε μια εποχή επέλασης των πλαστικών αξιών, του παγανισμού και του εφήμερου δεν γνωρίζω κατά πόσο η Σισύφεια αγωνία και οι προβληματισμοί του Ν. Σηφουνάκη θα ανακόψουν την προδιαγεγραμμένη παρκμιακή πορεία του νησιώτικου περιβάλλοντος, μιας «κτιστής κληρονομιάς μεγάλης αισθητικής πληρότητας», κάτω από τις αδυσώπητες ερπύστριες της οικουμενικότητας ενός παγκόσμιου χωριού, που κακοποιεί και ενταφιάζει κάθε τι το τοπικό. Ίσως να μην φτάνει, την ευθύνη για την προστασα του φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος που κατά το Σύνταγμα ανήκει στη συντεταγμένη Πολιτεία, να την αναλάβει μια «πραγματικά ανεξάρτητη και αδέσμευτη Αρχή». Ίσως η ενόραση του ποιητή να τον καθιστούσε σίγουρο, ότι κάποτε, «ένα δειλινό στο Αιγαίο να περιλαμβάνει τη χαρά και τη λύπη σε τόσο ίσες δόσεις που δε μένει στο τέλος παρά η Αλήθεια» (3). Ή ίσως, ακόμη πρωτύτερα, ένας άλλος να γνώριζε περισσότερα, όταν έγραφε ότι «όπου κι να ταξιδέψω, η Ελλάδα με πληγώνει» (4) …

(1) (2) Οδ. Ελύτη, «Το ¶ξιον Εστί»
(3) Οδ. Ελύτη, «Ο Μικρός Ναυτίλος»
(4) Γ. Σεφέρης

ΚΩΣΤΗΣ Ε. ΜΑΥΡΙΚΑΚΗΣ
Πολιτικός Μηχανικός ΕΜΠ.
komavr@otenet.gr

Print Friendly, PDF & Email

Από manos