Σχολείο Αεί Διδασκομένων Πολιτών - Βασίλης Φθενάκης
Σχολείο Αεί Διδασκομένων Πολιτών – Βασίλης Φθενάκης

Δεν είναι πολλά χρόνια που έχουν περάσει από τότε που η γνώση παρέμενε σχεδόν αμετάβλητη στη διάρκεια της ζωής ενός ανθρώπου. Σήμερα όμως, στο διαρκώς μεταβαλλόμενο από κάθε άποψη περιβάλλον στο οποίο ζούμε, η γνώση κάθε άλλο παρά στατική παραμένει.

Ο 20ος αιώνας, που μόλις πέρασε, υπήρξε καταλυτικός για αυτή την αλλαγή μέσα από τη μεγάλη επιστημονική και τεχνολογική επανάσταση που συντελέστηκε, κυρίως μέσω της κβαντομηχανικής.

Το ότι σήμερα μπορούμε και επικοινωνούμε με κινητά τηλέφωνα, το ότι χρησιμοποιούμε ηλεκτρονικούς υπολογιστές και γενικά ηλεκτρονικές συσκευές, το ότι μπορούμε να χρησιμοποιούμε το διαδίκτυο, αλλά και πολλά άλλα, οφείλεται εν πολλοίς σε αυτή την επανάσταση. Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας που ο άνθρωπος βλέπει τεχνολογικά επιτεύγματα αιχμής να ξεπερνιούνται πολλές φορές στη διάρκεια της ζωή του, με χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και τα κινητά τηλέφωνα.

Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας που μια επιστημονική επανάσταση έχει επηρεάσει τόσο πολύ το σύνολο της ανθρώπινης δραστηριότητας και έχει δημιουργήσει αυτή την έκρηξη της πληροφορίας και της γνώσης, σε τέτοιο βαθμό, που να καθίσταται δύσκολη η αφομοίωσή της.

Σ’ αυτό το διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον της διαρκώς μεταβαλλόμενης γνώσης, όποιος δεν παρακολουθεί αυτές τις αλλαγές τίθεται αυτομάτως εκτός εποχής. Αν ο πολίτης θέλει να έχει τη σύγχρονη γνώση, που εκτός των άλλων θα του εξασφαλίσει ορθή κρίση, οφείλει πλέον να είναι “αεί διδασκόμενος”. Αυτή την ανάγκη, αλλά και γενικότερα την ανάγκη για γνώση, προσπαθεί να καλύψει το “Σχολείο Αεί Διδασκομένων Πολιτών”, που διοργανώνει ο Πολιτιστικός Αθλητικός Οργανισμός Δήμου Αγίου Νικολάου. Στο πλαίσιό του θα πραγματοποιούνται εκλαϊκευμένες επιστημονικές διαλέξεις με ελεύθερη είσοδο κάθε δεύτερη Τετάρτη στις 19:00 στο κινηματοθέατρο REX στον Άγιο Νικόλαο από πανεπιστημιακούς καθηγητές και ερευνητές, πολλοί εκ των οποίων κατάγονται από τον τόπο μας ή δραστηριοποιούνται σ’ αυτόν.

Μέσα από το σχολείο αυτό δίνεται σε μας η ευκαιρία να γνωρίσουμε τους επιστήμονες και να μάθουμε τα ενδιαφέροντα και την έρευνά τους, αλλά και στην κοινωνία και το Δήμο μας να αποδώσει την αναγνώριση και την τιμή  στο επιστημονικό τους έργο.

Ο πρώτος κύκλος διαλέξεων θα ξεκινήσει την Τετάρτη 30 Μαρτίου 2016 με την ομιλία του διεθνούς φήμης καθηγητή πανεπιστημίου κ. Βασίλη Φθενάκη, που κατάγεται από το Βραχάσι. Το επίκαιρο και ενδιαφέρον θέμα που θα αναπτύξει έχει τίτλο “Πώς οι σύγχρονες τεχνολογίες και οι μεταλλαγές του κοινωνικού γίγνεσθαι δημιουργούν την ανάγκη για μια νέα εκπαιδευτική μεταρρύθμιση”.

“Πώς οι σύγχρονες τεχνολογίες και οι μεταλλαγές του κοινωνικού γίγνεσθαι δημιουργούν την ανάγκη για μια νέα εκπαιδευτική μεταρρύθμιση”

Βασίλης Φθενάκης

Στις αρχές του 21ου αιώνα τα εκπαιδευτικά συστήματα έχουν να αντιμετωπίσουν τις μεγαλύτερες προκλήσεις στην ιστορία τους. Τον περασμένο  αιώνα η κοινωνική αποδοχή και η προθυμία επενδύσεων στο εκπαιδευτικό σύστημα στηριζόταν στην ανάγκη της  μετάδοσης γνώσης και στη στήριξη του ατόμου, προκειμένου να αναπτύξει δεξιότητες που θα του επέτρεπαν, αργότερα, να γίνει ένα δημιουργικό μέλος της κοινωνίας. Η κωδικοποίηση της γνώσης σε αναλυτικά προγράμματα και η θεσμοθέτησή της στα εκπαιδευτικά συστήματα ήταν απαραίτητη, προκειμένου να διασφαλισθεί, σε κάθε μαθητή, η δυνατότητα απόκτησης γνώσεων, η οποία θα εκπληρούσε την αρχή μιας ίσης μεταχείρισης όλων των παιδιών και θα οδηγούσε στη δημιουργία ίσων ευκαιριών,  απαραίτητη προϋπόθεση για την εφαρμογή της αρχής της κοινωνικής δικαιοσύνης. Το εκπαιδευτικό αυτό σύστημα μετέβαλε συγχρόνως το παιδί σε αντικείμενο μαθησιακής διαδικασίας, με προοπτική τη διασφάλιση του επαγγελματικού του μέλλοντος, κυρίως όμως της λειτουργίας και συνοχής του Εθνικού Κράτους και της καλύτερης αποδοτικότητας της οικονομίας. Ειδικά η θεμελίωση του εκπαιδευτικού συστήματος, με βάση τις προσδοκίες του Εθνικού Κράτους, είχε ως συνέπεια από τη μία πλευρά τον υπερτονισμό της σημασίας της μητρικής γλώσσας, σε βάρος ενδεχόμενης γλωσσικής πολυπλοκότητας και  από την άλλη την ενίσχυση της εθνικής ταυτότητας, μια πολιτική, που αναπόφευκτα οδήγησε στην περιθωριοποίηση εθνικών μειονοτήτων και πολιτισμικών ομάδων, όπως συνέβη σε πολλά ευρωπαϊκά κράτη.

Τα εκπαιδευτικά συστήματα υιοθέτησαν μια κοσμοθεωρία που στηρίχτηκε στις αρχές του νεωτερισμού. Μια τέτοια θεώρηση αποδέχεται τη γραμμική ανάπτυξη κοινωνικών συστημάτων, θεωρεί την απόκτηση γνώσης ως κλειδί για την περαιτέρω εξέλιξη τόσο της κοινωνίας όσο και της ανάπτυξης  του ατόμου. Η πρόγνωση της πορείας του κοινωνικού συστήματος είναι δυνατή με τη  βοήθεια των θετικών επιστημών. Ένα εκπαιδευτικό σύστημα, που υιοθετεί τις απόψεις αυτές, αρνείται ή τουλάχιστον παραβλέπει, την πολιτισμική και κοινωνική πολυπλοκότητα και γενικά την ετερότητα. Τα προσδοκώμενα στάνταρντ  ορίζονται, κατά κανόνα, εξω-θεσμικά, κυρίως  εξω-ατομικά και αποτελούν σημεία αναφοράς και σύγκρισης  των μαθητών.  Ένα τέτοιο εκπαιδευτικό σύστημα εφαρμόζει μία σειρά μηχανισμών κρίσης και διαλογής των μαθητών, προκειμένου να διασφαλισθούν οι κοινωνικές και οικονομικές απαιτήσεις. Είναι προφανές  ότι εκπαιδευτικά συστήματα της μορφής αυτής υπακούουν στη λογική βιομηχανικών κοινωνιών και επηρεάζονται άμεσα από αυτήν τόσο στη διαμόρφωση της δομής τους όσο και στον  προσδιορισμό και την κωδικοποίηση της διδακτέας ύλης.

Η γνωσιοθεωρητική θεμελίωση του εκπαιδευτικού συστήματος στηρίχτηκε τον περασμένο αιώνα στις αρχές του κλασσικού δομισμού, όπως συγκεκριμενοποιείται στις απόψεις και στις βασικές αρχές της μεταπολεμικής Αναπτυξιακής Ψυχολογίας, όσον αφορά την ανάπτυξη και μάθηση του ατόμου. Ως κατ εξοχήν, εκπρόσωπος της κατεύθυνσης αυτής, όχι όμως δογματικός, υπήρξε ο Ελβετός ψυχολόγος Jean Piaget (1896-1980), ο οποίος θεωρεί το παιδί προικισμένο από τη φύση του με κίνητρα μάθησης που το οδηγούν στην ανάπτυξη  αυτενέργειας, προϋπόθεση, για να γνωρίσει το παιδί τον περίγυρο και να αναπτύξει ενδιαφέροντα για μάθηση με σκοπό την κατανόηση της λειτουργίας του κόσμου. Η απόκτηση γνώσης είναι αποτέλεσμα παιδικής πρωτοβουλίας και ευθύνης που εξαρτάται άμεσα από την ποιότητα των ερεθισμάτων,  τον εμπλουτισμό που του προσφέρει ο περίγυρος  και από την εκάστοτε βαθμίδα της νοητικής ανάπτυξής  του.

Από το τέλος της δεκαετίας του 80 διαπιστώνεται μια εμπειρικά θεμελιωμένη αδυναμία των εκπαιδευτικών συστημάτων, που στηρίχθηκαν στις αρχές αυτές, την αδυναμία να  ανταποκριθούν  στις ανάγκες μιας συνεχώς μεταβαλλόμενης κοινωνίας. Συγχρόνως παρατηρείται ότι το άτομο δεν είναι πρόθυμο να θυσιάζει στο βωμό κοινωνικών απαιτήσεων και προσδοκιών την προσωπική του ελευθερία. Επιθυμεί να ορίζει αυτόνομα και αυτόβουλα την έκβαση της βιογραφίας του και τη διαμόρφωση των συνθηκών διαβίωσής του. Η  κοινωνία αλλάζει με ένα, μέχρι σήμερα πρωτόγνωρα, επιταχυνόμενο ρυθμό. Διαμορφώνεται σε μια πολυπολιτισμική, κοινωνικά πολυσύνθετη και, κατά κανόνα, απρόβλεπτη στην εξέλιξη της κοινωνία. Οι μέχρι σήμερα κανόνες που διέπουν και ρυθμίζουν τη διαβίωση των μελών της ολοένα και χάνουν σε σημασία. Χωροχρονικές αξίες αναδύονται, υιοθετούνται και συμβάλλουν στη σημαντική πολυπλοκότητα και λειτουργία του σημερινού κοινωνικού συστήματος. Η λογική λειτουργίας των συστημάτων  αυτών είναι εντελώς διαφορετική από εκείνη των νεωτεριστικών κοινωνιών.

Τέτοιες συνθήκες απαιτούν  από το άτομο ευελιξία και ο χρόνος παίζει ένα διαφορετικό, κεντρικό, ρόλο στη σχέση μεταξύ κοινωνικοοικονομικών απαιτήσεων και ατομικών αναγκών.

Πολιτικές εξελίξεις, όπως αυτές διαμορφώθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες στην Ευρώπη, επιτρέπουν στο άτομο να επιλέξει ελεύθερα ανάμεσα σε πρώην 27 εθνικά κράτη τον τόπο διαμονής και εργασίας του και η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, κυρίως της επικοινωνίας, αποτελούν λίγες από τις πολυποίκιλες αλλά σημαντικές  πτυχές ριζικών κοινωνικών αλλαγών που οδηγούν στην αναθεώρηση τόσο στους σκοπούς της  αγωγής,  όσο και στη διαμόρφωση και λειτουργία εκπαιδευτικών συστημάτων. Η σύντομη και φυσικά μη διεξοδική αναφορά στις κοινωνικές αυτές αλλαγές αποτελεί ένα από τα επιχειρήματα όλων εκείνων που ζητούν τη μεταρρύθμιση και τον εκσυγχρονισμό του εκπαιδευτικού συστήματος.

Εμπειρικές έρευνες και συγκριτικές αναλύσεις της ποιότητας και της απόδοσης των εκπαιδευτικών συστημάτων, όπως η ΤΙMS, η γνωστή  PISA (Programme for International Student Assessment, 2001, 2002, 2006), die Internationale Grundschul-Lese-Untersuchung (Bos et al., 2001, 2003, 2005, 2006, 2007),  οι μελέτες και εκθέσεις του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (OECD Starting Strong I & II,OECD 2001, 2006), Education at a Glance (OECD 2004, 2005, 2006, 2007, 2008, 2015), αλλά και έρευνες που διεξήχθησαν σε διάφορα ευρωπαϊκά Κράτη, όπως στη Γερμανία με τις μελέτες του Lenzen et al. (2003, 2007, 2008) διαπιστώνουν ότι τα εκπαιδευτικά συστήματα δεν παράγουν υψηλή ποιότητα έργου, αδυνατούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες της σύγχρονης κοινωνίας, δεν προσφέρουν ίσες ευκαιρίες σε όλα τα παιδιά, αδικούν συστηματικά ομάδες παιδιών, όπως παιδιά μεταναστών, κυρίως  αγόρια, (όχι  κορίτσια) και  παιδιά από κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Το εκπαιδευτικό σύστημα είναι δομημένο με τέτοιον τρόπο, ώστε οι διαφορετικές σχολικές βαθμίδες δεν επικοινωνούν μεταξύ τους και δε συνεργάζονται, με συνέπεια να έχομε μεγάλη  απώλεια μαθησιακών επιτευγμάτων της προηγούμενης βαθμίδας, όπως συμβαίνει π. χ. στη μετάβαση από το νηπιαγωγείο στο Δημοτικό Σχολείο. Είναι συστήματα που δεν εντάσσουν στο πρόγραμμά τους τυπικούς ή άτυπους εξωθεσμικούς, εξωσχολικούς μαθησιακούς χώρους (άτυπα περιβάλλοντα μάθησης) και δεν συνεργάζονται επαρκώς μαζί τους και συνεπώς δεν είναι συμπεριληπτικά συστήματα.  Δεν παρέχουν επαρκείς δυνατότητες στο μαθητή να αναλάβει ευθύνη για την μάθησή του, στο πλαίσιο μιας συν-οικοδόμησης στην παραγωγή γνώσης και στη δημιουργία εννοιών και κατανόησης. Πρόκειται για συστήματα με ανεπαρκή και συνεπώς ακατάλληλη ρύθμιση, που  υπακούουν κυρίως σε μηχανισμούς κεντρικής ρύθμισης και δε διαθέτουν ως εκ τούτου, σε επαρκή βαθμό, την απαραίτητη ελευθερία για την ανάπτυξη πρωτοβουλιών που θα απέφεραν παιδαγωγικό έργο υψηλότερης ποιότητας. Τα εκπαιδευτικά συστήματα αποδεικνύονται ανίκανα να μεταβάλλουν την εμπειρικά τεκμηριωμένη συνειρμική σχέση μεταξύ κοινωνικής προέλευσης του παιδιού και σχολικής επιτυχίας.

Βασικοί παράγοντες σχολικής επιτυχίας  παραμένουν ακόμη και σήμερα η οικονομική κατάσταση και η μόρφωση των γονέων, μια ενδεχόμενη μεταναστευτική εμπειρία και το φύλο το παιδιού. Συστήματα τέτοιου είδους συντελούν σε  ένα υψηλό κόστος ατομικής και κοινωνικής αδικίας.

Η δομή και ο σχεδιασμός των εκπαιδευτικών συστημάτων χαρακτηρίζεται  από μια εμφανή ασυνέχεια. Όλα είναι σχεδιασμένα σαν ένα πολυόροφο κτίριο στην κατασκευή  του οποίου, ανά όροφο, εργάστηκαν διαφορετικοί αρχιτέκτονες. Ο εκάστοτε αρχιτέκτονας πραγματοποίησε το δικό του σχέδιο αλλά όλοι μαζί λησμόνησαν τις κλίμακες που θα έπρεπε να ενώνουν τους ορόφους μεταξύ τους. Οι εκπαιδευτικές βαθμίδες δεν επικοινωνούν και δεν συνεργάζονται επαρκώς μεταξύ τους. Όπως ήδη επεσήμανα,  40 χρόνια προσπαθειών βελτίωσης της συνεργασίας μεταξύ νηπιαγωγείου και δημοτικού σχολείου δεν απέφεραν το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Εκπαιδευτικά συστήματα αυτού του είδους όχι μόνον δεν παράγουν έργο υψηλής ποιότητας αλλά και δημιουργούν πρόσθετα προβλήματα σε μια ομάδα παιδιών που αδυνατούν να αντιμετωπίσουν επιτυχώς τη μετάβαση από τη μια βαθμίδα στην άλλη. Το μέγεθος της ομάδας αυτής κυμαίνεται μεταξύ 20 και 48%.

Ευρήματα ερευνών από διάφορες  επιστήμες και γνωστικά πεδία, ιδιαίτερα τα τελευταία 20 χρόνια, θέτουν το θέμα της μεταρρύθμισης του εκπαιδευτικού συστήματος ολοένα και πιο  έντονα. Οι Επιστήμες της Αγωγής του ανθρώπου, η Αναπτυξιακή Ψυχολογία, οι Νευρο-επιστήμες και τα πορίσματα κοινωνιολογικών ερευνών και οικονομετρικών μελετών, ενισχύουν την ανάγκη άμεσου εκσυγχρονισμού της εκπαίδευσης. Οι Επιστήμες της Αγωγής επιδιώκουν σήμερα μια αλλαγή στους στόχους αγωγής και εκπαίδευσης του παιδιού που δεν θα πρέπει να είναι μόνο η μετάδοση γνώσεων, αλλά κυρίως η ενίσχυση της ανάπτυξης της προσωπικότητάς του, εστιάζοντας τις προσπάθειες στην ενίσχυση των βασικών ικανοτήτων του. Ένα σύστημα το οποίο αποσκοπεί μόνο στη μετάδοση γνώσεων δεν ικανοποιεί. Το παιδί χρειάζεται στήριξη, έτσι, ώστε να μάθει να ερευνά τα γνωστικά πεδία, να αναζητεί την κατάλληλη γνώση, να την χρησιμοποιεί επιτυχώς, προκειμένου να αντιμετωπίσει ένα πρόβλημα και να διαχειρίζεται τις εμπειρίες-τη γνώση του με κοινωνική ευθύνη. Η βασική αρχή συν-οικοδόμησης της μαθησιακής διεργασίας θα πρέπει να είναι ο στόχος, προκειμένου να αναλάβει το παιδί έναν ενεργό ρόλο στη μάθησή του και να επιτύχει το βέλτιστον στην ανάπτυξη των βασικών ικανοτήτων του.

Οι νέες τεχνολογίες διευρύνουν τον μαθησιακό χώρο, οδηγούν από την ατομική στην συνεργατική μάθηση, και αλλάζουν όχι μόνο κοινωνικές δομές αλλά και τον τρόπο μάθησης των παιδιών και των νέων. Η ψηφιακή επανάσταση στην Εκπαίδευση είναι ήδη πραγματικότητα. Οδηγεί σε μια ριζική μεταλλαγή στη μάθηση και πως μπορούμε να την διαμορφώσουμε. Συγχρόνως αλλάζουν οι κανόνες του παιγνιδιού. Εξατομίκευση της μαθησιακής διαδικασίας και δικαιοσύνη σε εκπαιδευτικά συστήματα δεν είναι δυνατά χωρίς τις νέες τεχνολογίες. Το Σχολείο του μέλλοντος αποτελεί, συνεπώς, αντικείμενο διεθνών, πολλές φορές αντιφατικών, συζητήσεων.

Στην ομιλία μου θα παρουσιάσω πτυχές του διαλόγου αυτού, προοπτικές για ένα εκσυγχρονισμό του Ελληνικού Εκπαιδευτικού Συστήματος και θα αναφερθώ στο ρόλο που διαδραματίζουν οι νέες τεχνολογίες στην σημερινή εκπαίδευση.

Print Friendly, PDF & Email

Από giorgos