το εξώφυλλο του βιβλίου
το εξώφυλλο του βιβλίου

Η παρουσίαση του βιβλίου: “Τα άσπρα καλικαντζαράκια” έγινε στο Εκθεσιακό κέντρο Γουρνών το Σάββατο 20 Δεκεμβρίου από την φιλόλογο του Καλλιτεχνικού Γυμνασίου Βασιλική Αλεξάκη.

Έγινε αναφορά στην καθημερινότητα των παιδιών πριν από σαράντα χρόνια και στην ενεργή συμμετοχή τους στη ζωή της οικογένειας.

Η νονά της Γεωργίας, παραμονές Πρωτοχρονιάς, ξεφυλλίζει ένα παλιό ημερολόγιο και θυμάται περασμένες εποχές. Όταν κουραστεί, το εναποθέτει πάνω στο τζάκι στο σημείο ακριβώς που αντίκρισε, για πρώτη φορά, κάποια μικρά και υπέροχα άσπρα καλικαντζαράκια.
Είναι ένα βιβλίο με γλυκές αναμνήσεις και εκπλήξεις που φιλοδοξεί να ενώσει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον.
Αγροτικές εργασίες, έθιμα, καθημερινότητα, σχολική ζωή, συμμετοχή των παιδιών στην παραγωγική διαδικασία περιγράφονται με συναισθηματική επεξεργασία στο πρόσωπο της Γεωργίας.
Από κοντά, δρουν κι άλλοι χαρακτήρες που συνθέτουν την κοινωνία, τα πρότυπα και τις αξίες άλλων εποχών. Λένε παλιά ξεχασμένα δημοτικά τραγούδια, συμβουλεύουν, παραδειγματίζουν, δημιουργούν πολιτισμό.

Περιέχει εικονογράφηση που δίνει την δυνατότητα στους αναγνώστες να βάλουν τις πινελιές ώστε να στήσουν ένα δικό τους παραμύθι.
Περιλαμβάνει γλωσσάρι με λέξεις που χρησιμοποιούσαμε σε περασμένες εποχές.
Συνοδεύεται από c. d. με χριστουγεννιάτικα και χειμωνιάτικα τραγούδια.
Κείμενο: Καλλιόπη Λασηθιωτάκη
Εικόνες: Ασπασία Μηλιαράκη,

ΤΑ ΑΣΠΡΑ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΑΚΙΑ

Η εκπαιδευτικός και καλή μας φίλη, Πόπη Λασηθιωτάκη, με το νέο της βιβλίο «Τα άσπρα καλικαντζαράκια» των εκδόσεων ΙΤΑΝΟΣ,(η έκδοση περιλαμβάνει και cd με δικά της τραγούδια) έρχεται να κερδίσει το ενδιαφέρον και την αγάπη του αναγνωστικού κοινού, ανεξαρτήτως ηλικίας, ζωντανεύοντας εικόνες μιας ξεχασμένης θαλπωρής που ξεκινώντας σιγανά όπως η σπίθα στο τζάκι που πάει να ανάψει σκορπίζοντας στην αρχή μια ιδέα ζεστασιάς, στη συνέχεια θεριεύει και γίνεται φλόγα δυνατή καλώντας σε να σταθείς πλάϊ και να ακούσεις την ιστορία της.

Μια ιστορία αναπόλησης από τον παράδεισο των παιδικών χρόνων κάποιων που είχαν την ευτυχία να ζήσουν στα μικρά χωριουδάκια της Κρήτης, τότε που ακόμη οι άνθρωποι ήταν πλούσιοι όχι γιατί είχαν στην κατοχή τους πολλά αγαθά, αλλά γιατί δεν είχαν ανάγκη από πολλά. Αυτή η εποχή της αυτάρκειας που προσδιόριζε ανθρώπους ελεύθερους από την τυραννία της υπεραφθονίας που στιγμάτισε νεότερες γενιές ψεύτικης καταναλωτικής ευμάρειας με όλα τα γνωστά επακόλουθα.

Εδώ θα πρέπει να ορίσουμε το χρονικό πλαίσιο που διαδραματίζονται τα συμβάντα.Στο βιβλίο της Πόπης Λασηθιωτάκη καλύπτονται ιστορικά τρεις γενιές: η γενιά της κατοχής, η μετακατοχική γενιά και η γενιά της επταετίας.

Η παλιότερη γενιά που έζησε το δράμα της γερμανικής κατοχής καθώς ξεριζώθηκε από τον τόπο της, αφού οι καταχτητές επίταξαν το σπίτι τους με όλα τα αποθηκευμένα αγαθά και αναγκάστηκαν όπως και άλλοι συγκαιρινοί τους να στριμωχτούν σε ένα υποδεέστερο κατάλυμα, παλεύοντας καθημερινά για την επιβίωσή τους.

Η μετακατοχική γενιά που έζησε την επαναφορά στην εστία της με νωπές τις μνήμες των αδικοχαμένων εκτελεσθέντων απο τη θηριωδία των ναζί.

Ζει μέσα σε πάρα πολλές στερήσεις και κακουχίες, η αγροτική ζωή δεν είχε ακόμη εκβιομηχανιστεί έτσι ο βολόσυρος ,ο χειρόμυλος το ζύμωμα του ψωμιού ήταν στην καθημερινότητα του χωριού. Παράλληλα οι κοινωνίες έμπαιναν στους ρυθμούς της εκβιομηχάνισης με την προσπάθεια ηλεκτροδότησης (εξαφάνιση του λύχνου από τις εστίες)και την γενικευμένη αστικοποίηση.

Η γενιά της εφταετίας ζει ένα καθεστώς ανελευθερίας με τις συνθήκες δουλειάς να απαιτούν την πλήρη υποταγή στο καθεστώς αυτό. Χαρακτηριστική η φυσιογνωμία του αυστηρού διευθυντή που έκανε συνεχώς παρατηρήσεις στη δασκάλα εκθέτοντάς τη μπροστά σε όλους και υπενθυμίζοντας την απαγόρευση των συναθροίσεων όταν το έκρινε αυτός.

Ερχόμαστε τώρα στο παιδί τη Γεωργία, (επωνομαζόμενο καλικαντζαράκι, για λόγους που θα τους εντοπίσετε στο βιβλίο),μαζί με άλλα δυο καλικαντζαράκια, χαίρονται σε ανθρώπινα πλαίσια τη συντροφικότητα, γνωρίζοντας να παίρνουν και να δίνουν πλουσιοπάροχα ατόφιο συναίσθημα μέσα απο την απλή καθημερινότητα, συνθέτοντας έτσι τη μελωδία της ευτυχίας.

Μεσα από τη μνήμη των παιδικών χρόνων ξεδιπλώνονταιι αξέχαστες εικόνες- ζωγραφιές όπως οι παρακάτω:

«Οι νοικοκυρές έφτιαξαν κυδώνι γλυκό και κυδωνόπαστο, η γιαγιά έκοψε αρκετά ρόδια, τα έκανε κρεμανταλιές και τα κρέμασε στο ξύλινο ταβάνι της κουζίνας.Πάνω στον τοίχο είχε κρεμασμένες και πλεχτές με σκόρδα και κρεμμύδια.»

και αλλού: «Όταν έφτασαν στο σπίτι, η Γεωργία πήρε το ψαλιδάκι της κι άρχισε να κόβει τα πανάκια σε στενές κοντές λουρίδες.Τις περνούσε με τη φουρκέτα στη λινάτσα τη μια πλάι στην άλλη, για να τελειώσει και με το καινούριο χαλί. Θα το έστρωνε τα Χριστούγεννα, δίπλα στο μεγάλο κρεβάτι, από τη μεριά που κοιμόταν ο πατέρας, για να του το κάνει δώρο στη γιορτή του!»

Χαρακτηριστικός είναι ο προβληματισμός της μικρής Γεωργίας σχετικά με την επαγγελματική της αποκατάσταση όταν την πίεζαν οι γονείς της καθώς γύριζαν κατάκοποι από το λιομάζεμα προτρέποντάς τη να σπουδάσει να βρει μια σίγουρη δουλειά να ξεφύγει απο αυτή τη ζωή, να γίνει δασκάλα, όμως αυτή σκεφτόταν:

«Τι πάει να πει σίγουρη δουλειά; Αυτό που κάναμε σήμερα,(εννοούσε το λιομάζεμα) δεν είναι σίγουρη δουλειά; Τα κουνέλια, τα κλωσόπουλα, τα αυγά, το περιβόλι, τα σταφύλια δεν είναι σίγουρες δουλειές; Ο θείος ο δάσκαλος είπε πως για να έχει τόσα προϊόντα δεν φτάνει όλος ο μισθός!Το σπίτι ήταν γεμάτο από όλα τα αγαθά: όσπρια, καρύδια, αμύγδαλα, γλυκά, μυζήθρες, σταφίδες και τόσα άλλα. Οι υπάλληλοι πεινούν όλα τα αγοράζουνε, έλεγε συχνά ο πατέρας. Εμείς έχουμε ένα μανάβικο κι ένα μπακάλικο κάθε μέρα στο σπίτι μας.»

Οι σκέψεις αυτές έθλιβαν τη μικρή Γεωργία γιατί ενώ η ίδια έκλινε προς την ενασχόληση με την αγροτική παραγωγή, μια και η επαφή της με τη φύση ήταν μια αναντικατάστατη μαγεία, οι γονείς της ήθελαν να γίνει άνθρωπος των γραμμάτων με τη σίγουρη δουλειά της δασκάλας.

Αξέχαστα επίσης παραμένουν τα αισθήματα αλληλεγγύης που εκφράζονται μέσα από τα λόγια της δασκάλας και που βρίσκουν τελικά αποδέκτη την ίδια τη δασκάλα που δεν είχε λάδι για το φαγητό της κι ας ήταν νέα κι εργαζόμενη αλλά και τη χήρα γριούλα την πάμφτωχη Αννίκα που δε δεχόταν ελεημοσύνη από αξιοπρέπεια.

«Τούτες τις μέρες (τις γιορτινές έλεγε η δασκάλα), χρειάζεται να σκεφτόμαστε όλοι , ακόμη περισσότερο ,τους ανθρώπους που έχουν ανάγκη τη βοήθειά μας…Υπάρχουν κάποια παιδιά που δεν έχουν καινούρια παιχνίδια, ούτε ρούχα για να ζεσταθούν. Δεν έχουν βιβλία για να διαβάσουν . Είναι πολύ φτωχά.!”

Θα σταθούμε λίγο στη φυσιογνωμία της χήρας γιαγιάς Αννίκας που αν και φτωχή δε δεχόταν ελεημοσύνη αλλά λειτουργούσε αξιοπρεπέστατα στην καθημερινότητά της με ένα είδος ανταλλακτικής οικονομίας( κάτι που εφαρμόζονταν και από άλλους κατοίκους του χωριού, αλλά που εφαρμόζεται και σήμερα), πρόσφερε τις υπηρεσίες της στους συγχωριανούς της και δεχόταν είδη διατροφής. Επίσης αν και δεν είχε παιδιά τα αγαπούσε και δεχόταν πρόθυμα να τους απαγγείλει δημοτικά τραγούδια δίνοντάς τους πρότυπα ζωής και προτρέποντάς τα να συμφιλιώνονται όποτε δημιουργούνταν εντάσεις στα παιχνίδια τους. Η ζωή της ήταν μια καλοπροαίρετη στάση προς όλους, με σχετικό χιούμορ προσθέτοντας το απαραίτητο αλατοπίπερο που νοστίμευε αξέχαστα την καθημερινή βιωτική.

Αξέχαστη όμως είναι και η ζεστασιά των γιορτινών εκδηλώσεων, που δεν ήταν απλώς μια ιδιωτική υπόθεση, αλλά υπόθεση ολόκληρου του χωριού που μαζεύονταν, όπως στην περίπτωση της γιορτής της πρωτοχρονιάς, στην πλατεία του χωριού με τους τραγουδιστές, τους οργανοπαίχτες και τους μαντιναδολόγους και έκαναν το πιο πετυχημένο ρεβεγιόν ανταλλάσσοντας μαντινάδες που μιλούσαν για «νοικοκυροσύνη, εργατικότητα, λεβεντιά…»

Κλέίνοντας θα πρέπει να πούμε ότι με το βιβλίο της αυτό η συγγραφέας τονίζει με διασκεδαστικό τρόπο, το πόσο μοναδικό προνόμιο παραμένει για όλους μας να αισθανόμαστε όπως τα παιδιά, αφού έτσι εκτιμάμε τι αξίζει αληθινά στη ζωή και πως μπορούμε να στεκόμαστε υπεύθυνα απέναντί της.

Αλεξάκη-Χρονάκη Κική

Print Friendly, PDF & Email

Από giorgos