¶γιος Βασίλης, έρχεται από τα νέα μέρη, που ελευθέρωσ΄ η Ελλάς, με του Θεού το χέρι.
Μ΄αντί εικόνα και χαρτί, που βαστά τσ΄ άλλους χρόνους, τώρα βαστά της Λευτεριάς, χρυσούς ανθούς και κλώνους.
Και στο δεξί χέρι βαστά, ελληνική σημαία,
– ¶γιε Βασίλη κάθησε, να μας επείς τα νέα.
 – Στα μέρη όπου γύρισα και όπου και αν πήγα είδα, η λευτεριά είχε την σκλαβιά, δεμένη μ΄ αλυσίδα κι αδελφοί μας, που ήσανε, αιώνες σκλαβωμένοι, τώρα λευτερωθήκανε και ζουν ευτυχισμένοι.
 Όμως εκεί που γύριζα, σε δρόμους και λαγκάδια, σκαμμένα χώματα, έβλεπα και με μικρά πετράδια.
Μαύρους και φτωχικούς σταυρούς, είχανε στηλωμένα Και ονόματα παληκαριών, επάνω είχαν γραμμένα.
Κι άκουσα μέσα από τη γη:- Χρυσέ ¶γιε Βασίλη, Αν ερωτήσεις ποιοι είμεθα, χριστιανοί και φίλοι.
 Μα επέσαμε στον πόλεμο, μας έχουν εδώ θαμμένα, Και σώσαμε τα αδέλφια μας, που ήσανε σκλαβωμένα.
Μα δεν παραπονούμεθα, σ΄εκείνους που ζούνε,
Μόνο τα ορφανά που αφήσαμε, πες τους, μην λησμονούμε. Λοιπόν και σεις οι χριστιανοί, κατά την δύναμη σας,
Συνδράμετε τα ορφανά και θα το βρει η ψυχή σας
Είναι αμαρτία κι άδικο, τέτοιες άγιες ηέρες, για να πεινούνε τα παιδιά, οι χήρες και οι μητέρες.
Εκείνων όπου σβήσανε, σαν φωτεινή λαμπάδα και δόξασαν και κάνανε, μεγάλη την Ελλάδα.
 
(από το βιβλίο του Μιχάλη Μιχαηλίδη «Λαϊκή Παράδοση, η Κρητικιά Δέκατη Μούσα», Ανάληψη – Πευκών Σητείας)

Print Friendly, PDF & Email

Από manos