29ο τεύχος, εξώφυλο

Κρητικό Πανόραμα

Ήδη βρίσκεται στα περίπτερα το 29ο τεύχος του περιοδικού Κρητικό Πανόραμα, δημιουργώντας μας και άλλα ερωτηματικά για την άγνοια μας γύρω από το νησί στο οποίο γεννηθήκαμε, μεγαλώσαμε και ζούμε. Μια προσπάθεια, όαση, μέσα στην έρημο της αμορφωσιάς μας, που όρια δεν έχει. Σ’ αυτό το τεύχος, μπορούμε να διαβάσουμε και να μάθουμε για:
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ
Η μινωίτισσα θεά του οπίου
Στην Κρήτη, η παπαρούνα του οπίου συνδέθηκε από πολύ νωρίς με τη θρησκευτική πίστη και τα τελετουργικά δρώμενα. Η «θεά της μήκωνος» αποτελεί το αρχαιολογικό τεκμήριο της γνώσης των ναρκωτικών ιδιοτήτων τού οπίου στον αρχαίο κόσμο και της τελετουργικής του χρήσης στην Κρήτη ήδη από τη Μινωική Εποχή. Πρόκειται για αγαλματίδιο γυναικείας θεότητας, το κεφάλι της οποίας κοσμούν κωδίες (κάψες) παπαρούνας του είδους της «παπαρούνας του οπίου».

Στην Κρήτη, ωστόσο, η αρχαιολογική σκαπάνη έδειξε ότι η παπαρούνα του οπίου είχε συμβολική σημασία ήδη από τα τέλη της Εποχής του Χαλκού, το δε σημαντικότερο αποδεικτικό στοιχείο φιλοξενείται στο μουσείο του Ηρακλείου. Πρόκειται για πήλινο αγαλματίδιο ύψους 77,5εκ. που βρέθηκε στα ερείπια μικρού μινωικού ιερού στο Γάζι, 6χλμ. δυτικά του Ηρακλείου του 12ου αιώνα π.Χ. και το οποίο έφερε στο φως ο καθηγητής Σπ. Μαρινάτος το 1936.
Το αγαλματίδιο αναπαριστά όρθια γυναικεία μορφή με τα χέρια υψωμένα σε στάση δέησης. Όπως και άλλες γυναικείες θεότητες της Μινωικής Κρήτης, η «θεά της μήκωνος» είναι γυμνόστηθη, σύμβολο γονιμότητας για τους Μινωίτες. Αυτό όμως που ξεχωρίζει στην εμφάνιση της μορφής είναι το κυκλικό διάδημα στο κεφάλι της, πιθανόν μετάλλινο, διακοσμημένο με τρεις ένθετες περόνες (καρφίτσες) τα κεφάλια των οποίων απολήγουν σε κωδίες παπαρούνας του είδους της υπνοφόρου και φέρουν ίχνη ερυθρού χρώματος. Εξαιτίας αυτού του διαδήματος ο Μαρινάτος ονόμασε το αγαλματίδιο «θεά της μήκωνος, επώνυμος των ιαμάτων».

 
ΛΑΙΚΕΣ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΕΣ
Το ιερό δέντρο του Αχλαδέ
 

Σ’ ένα χώρο με διάσπαρτες μνήμες από άλλες εποχές, στα ερείπια μιας πόλης, που φαίνεται να υπήρχε από τα προϊστορικά χρόνια, ένα λιτό περίφραγμα περικλείει τη σύνοψη της ιερής τοποθεσίας: το ιερό δέντρο, τον τρυπημένο βράχο, το εικονοστάσι στο οποίο άναβε σχεδόν πάντα το καντήλι του Αγίου Φανουρίου. Μορφές αρχέγονης λατρείας στον Μυλοπόταμο. Οικισμός Αχλαδέ, θέση Γρίβιλα, ναός Αγίου Φανουρίου…
Σήμερα η πιο συνηθισμένη (και σε πολλές περιπτώσεις μοναδική) εθιμική τελετουργική πράξη που τελείται στο χώρο είναι αναμφισβήτητα το πέρασμα από την τρύπα του βράχου (τρυποπέρασμα), σε συνδυασμό με την εναπόθεση ενδυμάτων, το θύμιασμα και την προσκύνηση της εικόνας.
Η τρεμιθιά του Αγίου Φανουρίου καθαγιάζεται από τη σύνδεσή της με τον άγιο. Η ιερότητα του δέντρου δεν οφείλεται σε κάποια ιδιότητά του, δεν είναι ιερό από μόνο του, αλλά καθαγιάζεται από τη σχέση του με τον άγιο από τον οποίο αντλεί ιερότητα. Η ανάρτηση ρακών και ενδυμάτων επιτελούν συγκεκριμένη όσο και γνωστή λειτουργία: αφήνοντας ο ασθενής προσωπικά αντικείμενά του στο δέντρο μεταβιβάζει σ’ αυτό και εκείνα που τον βάραιναν μέχρι εκείνη την ώρα, κυρίως ασθένειες. Από τα κλαδιά του δέντρου κρέμονται υφάσματα, μερικά από τα οποία έχουν λιώσει λόγω της πολυετούς έκθεσης στη βροχή και στον ήλιο. Τα περισσότερα είναι ενδύματα. Υπερτερούν, όμως, τα εσώρουχα, ανδρικά και γυναικεία. Λίγοι γυναικείοι στηθόδεσμοι είναι αναρτημένοι ανάμεσα σε φανελάκια και μεγάλα κομμάτια υφάσματος. Ακόμη και υποδήματα βρίσκονται αναρτημένα ή τοποθετημένα στον κορμό του δέντρου, συνήθως παιδικά.
Εκτός από τα ενδύματα, παρατηρούμε πλήθος προσωπικών αντικειμένων και μικροαντικειμένων: κομπολόγια, πιαστράκια, ρολόγια, κοσμήματα (συνήθως μικρής αξίας), αναπτήρες και παιδικά παιγνίδια.

 
ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ
Ο Πολιτισμός του βασιλικού

Τρία είναι τα στοιχεία που πρέπει να έχει ένας βασιλικός για να χαρακτηριστεί «καλός»: Να είναι μεγάλος, τόσο, που να μην μπορεί «ένας καλός άντρας να τον αμπασκαλιάσει». Να είναι σγουρός, δηλαδή να έχει μικρά και πυκνά φύλλα. Να είναι στρογγυλός, δηλαδή να μην προεξέχει κανένα κλαδί του αλλά να είναι σφιχτά δεμένα μεταξύ τους. Το χειρότερο για έναν βασιλικό είναι να βγει «ξεκλασάρης».
Όσοι, τύχει και βρεθούν στο χωριό, Αύγουστο μήνα, που οι βασιλικοί είναι στη φούρια τους και γεμίζουν ασφυκτικά τις αυλές εκτοπίζοντας κάθε άλλο φυτό και λουλούδι δεν μπορούν παρά να τους αποθαυμάσουν.
Έχουν γίνει πολλές υποθέσεις, για να δικαιολογηθεί η έντονη ανάπτυξη των Καπετανιανών βασιλικών. Άλλοι, λένε, πως οφείλεται στο κλίμα που επηρεάζεται από το μεγάλο υψόμετρο και ταυτόχρονα τη νότια θέση του χωριού. Άλλοι στο κατάλληλο νερό, άλλοι στην καλή κοπριά και άλλοι στον ειδικό σπόρο, αφού από τους ίδιους βασιλικούς γίνεται κάθε χρόνο η πρασιά με τρόπο σχεδόν τελετουργικό. Ίσως πράγματι να πρόκειται για ξεχωριστή ποικιλία ή να είναι συνδυασμός όλων των παραπάνω. Εκείνο όμως που τους ευνοεί περισσότερο απ’ όλα είναι η πολλή φροντίδα και η μεγάλη αγάπη που δέχονται…

 
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟ ΜΝΗΜΕΙΟ
Τα Ξερά Ξύλα

Η Μονή Αγίου Γεωργίου Ξερών Ξύλων είναι ένα από τα πολυάριθμα μοναστήρια που ιδρύθηκαν την ύστερη Βενετοκρατία στην περιοχή του Μεραμπέλου. Η αρχαιότερη αναφορά του απαντάται σε έγγραφο του 1635.
Το 1912, όπως αναφέρει επιγραφή στο ανώφλι του κτίστηκε ο τρουλαίος ναός του Αγίου Γεωργίου, στο σχήμα του ελεύθερου σταυρού που απουσίαζε από τη μοναστηριακή αρχιτεκτονική τής περιοχής και διαφοροποιεί αισθητά και αισθητικά το συγκρότημα των Ξερών Ξύλων από τα υπόλοιπα. Ο παλαιότερος ναός, που ήταν  μικρός και μονόχωρος, είχε κτιστεί τον 17ο αιώνα (ύστερη Βενετοκρατία) από τον Ιωάννη Φούσκη.

Τελευταίος επιστάτης της μονής Επανωσήφη, στα Ξερά Ξύλα ήταν ο ιερομόναχος Νεόφυτος Λυκάκης, που παρέμεινε μέχρι το τέλος του 1976. Έκτοτε το ιστορικό μετόχι ερημώνει. Τη διαχείριση της περιουσίας του αναλαμβάνει ο Οργανισμός Διαχείρισης Μοναστηριακής Περιουσίας, που την ενοικιάζει έναντι ευτελούς χρηματικού ποσού σε κτηνοτρόφους.

 
 

Οι κτηνοτρόφοι που έχουν ενοικιάσει νόμιμα τα Ξερά Ξύλα από τον κρατικό και εκκλησιαστικό οργανισμό (ΟΔΕΠ) εγκαθίστανται σ’ αυτά με τα κοπάδια τους.

Οι ίδιοι μένουν στο ηγουμενείο, ενώ όλοι οι υπόλοιποι χώροι, κήποι, δέντρα, αμπέλια, κτίσματα, αφήνονται στη διάθεση των αιγοπροβάτων.

Οι ζημιές που προκλήθηκαν είναι ανυπολόγιστες τόσο στο φυσικό όσο και στο κτιριακό κομμάτι…

 
ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ
Γαύδος… επί σκηνής

Η Γαύδος είναι επιστροφή και ταξίδι, είναι αύρα του νεότερου και του αρχαίου, είναι το παρελθόν μιας Κρήτης που είδα και ένοιωσα νομίζοντας αφελώς ότι θα είναι έτσι για πάντα. Με θλίβει και με μελαγχολεί, με παρηγορεί που υπάρχει, με ανησυχεί αν θα προλάβουν τα κοριτσάκια μου να έρθουν και να καταλάβουν πώς υπήρξε ο τόπος μας, να ωριμάσουν και να ξενυχτήσουν στις πανσέληνους, να ερωτευτούν και να συλλέξουν ελπίζω προσεκτικά αναμνήσεις πολύτιμες για το απειλητικό μέλλον…

 
ΓΡΑΜΜΑ ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΠΕΤΑΝΙΑΝΑ
Ο Σενούντας

Κιανείς χωριανός δε την ήθελε τη Λουλούδα. Όχι, επειδή ήτονε άσκημη, αλλά επειδή ήτονε κακή. Και δεν ήτονε άσκημη, επειδή ήτονε κακή, αλλά ήτονε κακή, επειδή ήτονε άσκημη.

Από την εποχή που τσ’ ήτυχε ο κάζος και ’πόδωσε μια σιχασά, ήκανε ξερό καερέτι, και δεν εσυνορίζουντονε κιανενούς. Ό,τι και να τση λέγανε, ό,τι και να τση κάνανε, εξεροκατάπινε και τρύπωνε στο σπίτι.

Στόμα είχε και μιλιά δεν είχε!

Ετσά, ενεθράφηκε, εσπούδαξε, εξεσκόλισε, εβυζοκατάστεσε κι εγέρασε –γιατί ’τονε μπλιο γριά- μέσα στη καταφρόνια και τσι χτυπομούρησες.

Σύρμα τσ’ αρμήνευε η μάνα τση, να ’ναι τροπικιά, τίμια, λιγομίλητη και χαμηλοβλεπούσα, γιατί με το μαύρο χάλι που ’χε, μόνο αν ήβγανε καλό νάμι, εκατίντιζε να κυβερνηθεί.

Κι αυτή τση φρουκούντονε και προπάτουνε σιγανά, με τη κεφαλή κλιτή και τα μάθια χαμηλωμένα. Ούτε σε πανηγύρι, γλέντι γή ξεφάντωση επρόβαλε ποτέ τση, ούτε από σπερνό, αρνυπνιά γή λειτουργία επόμενε. Και το σοκάκι απόξω από το σπίτι τως το ’χε καμωμένο αυγό. Ντις τη μέρα το παράσερνε.

Όμως κιανείς δεν εβρέθηκε, όχι να την εκυβερνήσει, αλλά ούτε να την εγλεντίσει κι απόεις να την επετάξει σα τη στημένη λεμονόκουπα, που δε θα την επείραζε κιόλας.

Γιατί κι αυτοί οι άντρες, άλλα λένε κι άλλα θένε. Λένε πως θένε τη γυναίκα σιγανή, τίμια, νοικοκερά και θρήσκα κι απόεις πάνε και παντρεύουντε μιαν όμορφη και πομένουνε οι άσκημες χασκούμενες.

Ετσά το ’παθε κι η Λουλούδα. Μόνο που αυτή το πήρε πια στραβά από τσ’ άλλες…

 
 
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ
Οι τεκέδες των Μπεκτατσήδων δερβίσηδων

Οι τεκέδες αποτελούν χώρους διαμονής και τέλεσης λατρείας των μουσουλμάνων «μοναχών», των δερβίσηδων, πρόκειται δηλαδή για κάτι ανάλογο με τα χριστιανικά μοναστήρια. Οι μεγαλύτεροι τεκέδες αποτελούνται από μια μεγάλη αίθουσα για τις τελετουργίες του τάγματος, την «μεϊντανέβι», το μαυσωλείο του ιδρυτή της μονής, τον turbe, την κατοικία του σεΐχη, του επικεφαλής δηλαδή της μονής και συνήθως ένα τζαμί. Επίσης, διέθεταν χώρους φιλοξενίας και μεγάλη κουζίνα για τους δερβίσηδες αλλά και τους πολυάριθμους επισκέπτες τους, αφού η φιλοξενία επισκεπτών ήταν επιβεβλημένη και είχε χωριστό τυπικό.

Ένα από τα δώδεκα αρχικά μοναχικά τάγματα των δερβίσηδων, που ανήκαν στην κίνηση των Σιιτών, ήταν αυτό των Μπεκτασήδων. Το τάγμα τους, που επικράτησε στο οθωμανικό κράτος τον 15ο και εξαπλώθηκε από τον 16ο αι. και εκτός Μικράς Ασίας, έχει αρκετές ομοιότητες με τον Χριστιανισμό και είχε ιδιαίτερα μεγάλη εξάπλωση σε σχέση με τα άλλα τάγματα που είχαν εγκατασταθεί στο νησί…

 
ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΗ ΜΑΓΕΙΑ
Τα κολχικά της Ανώπολης

Ένα από τα πιο συνηθισμένα φθινοπωρινά λουλούδια της Κρήτης είναι το μακρύφυλλο κολχικό ή σπασόχορτο (Colchicum macrophyllum). Τα εντυπωσιακά λουλούδια του έχουν αποχρώσεις ανάμεσα στο ροζ και το μοβ.

Στο οροπέδιο της Ανώπολης, στην καρδιά των Σφακίων, συναντάμε ένα από τα σημαντικότερα ενδιαιτήματα του φυτού στην Κρήτη. Οι νότιες πλαγιές του χωριού κατακλύζονται από τα πανέμορφα αυτά κολχικά τους φθινοπωρινούς μήνες.

Τα κολχικά της Ανώπολης έχουν τα μεγαλύτερα λουλούδια που συναντάμε σε ολόκληρο το νησί και όλες τις αποχρώσεις ανάμεσα στο μοβ και το λευκό…

 
 
ΚΑΜΙΝΙΑ
Η παραγωγή ασβέστη

Τα ασβεστοκάμινα που για αιώνες υπήρξαν άρρηκτα συνδεδεμένα με την οικονομική και κοινωνική ζωή του τόπου, άρχισαν να χάνονται μέσα στην τεχνολογική καταιγίδα που ξεκίνησε στη χώρα μας μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και εξαφανίστηκαν εντελώς με την εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση του 1960 και 1970.

Η τοπική εμπειρία για τα κτίσματα αυτά που κάλυπταν την ανθρώπινη ανάγκη τής στέγασης χάνεται με το πέρασμα του χρόνου κάνοντας έτσι επιτακτική την ανάγκη να μελετηθούν από διάφορα γνωστικά πεδία όπως της γεωλογίας, συγκρίνοντας τις πέτρες που χρησιμοποιούνταν ανά περιοχή, της λαογραφίας, διασώζοντας έθιμα που σχετίζονται μ’ αυτήν, αλλά και της οικολογίας, εξετάζοντας τις συγκεκριμένες συνθήκες που έπρεπε να πληρούνται για το κτίσιμο ενός ασβεστοκάμινου, την επιλογή θέσης, την ήπια διαχείριση του φυσικού περιβάλλοντος.

ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΓΕΥΣΕΙΣ

Χταπόδι με κοφτό μακαρονάκι. Αστακομακαρονάδα. Σουπιές (με το μελάνι τους) με ψιλό κριθαράκι.

Print Friendly, PDF & Email

Από manos