Κρητικό Πανόραμα 34ο τεύχος, οι πιτσιρικάδες και τα "σπαθιά" τουςΈφτασε στα χέρια μας και στα περίπτερα το 34ο τεύχος του περιοδικού Κρητικό Πανόραμα, ενός περιοδικού που φροντίζει συχνά να μας θυμίζει της ομορφιές του τόπου μας, της Κρήτης μας, τις οποίες εμείς μάλλον ηθελημένα αγνοούμε.

Σ’ αυτό το τεύχος:

//ΚΡΗΤΗ ΕΚΑΤΟΜΠΟΛΙΣ//

Κατάλογος των 166 πόλεων των ιστορικών χρόνων

Αγνείον. Άηρος. Αίνα. Αίπεια. Άλβη. Αλλαρία. Άλυγγος. Αλχανία. Αμνισός. Άμπελος. Αμύκλαιον. Αμφιμάλιον. Ανώπολις. Αξός. Απολλωνία. Απολλωνία. Απολλωνιάς. Άπτερα. Αραδήν. Άρβις. Αριαίοι. Άριον. Αρκαδία. Αρσινόη. Αρτεμίτες. Άσος. Αστάλη. Αστερουσία. Άτρικος. Αυλών. Αχαΐα. Αχάρνα. Βήνη. Βιάννος. Βίεννος. Βιώννος. Βοιαί. Βοίβη. Γλήνος. Γόρτυς. Γράμμιον. Δαίδαλα. Δάτταλα. Διαττόνιον. Δίκτυννα. Δίον. Δουλόπολις. Δραγμός. Δρήρος. Ελαία. Ελεύθερνα. Έλτυνα. Έλυρος. Ερώνος. Ηράκλειον. Θεναί. Θεράπναι. Θήβη. Ιεράπολις. Ιεράπυτνα. Ιλλατία. Ίνατος. Ιναχώριον. Ιπποκορώνιον. Ιστοί. Ιστρών. Ίτανος. Καινώ. Καλαμύδη. Καλοί Λιμένες. Καμάρα. Κάντανος. Κάτρη. Καύδος. Κεραία. Κίσσαμος. Κίσσαμος. Κνωσός. Κόριον. Κουρτωλία. Κυδωνία. Κύταιον. Κώριον. Κώρυκος. Λάμων. Λάππα. Λάρισα. Λασαία. Λασός. Λατώ. Λεβήν. Λεύκη. Λιπάρα. Λισσήν. Λισσός. Λύκαστος. Λύττος. Μάλλα. Μάταλλον. Μαρθούσα. Μαρώνεια. Μίλατος. Μινώα. Μινώα. Μίτοι. Μυκήναι. Μύρινα. Μωδαία. Νάξος. Οιός. Ολόπυξος. Ολούς. Οσμίδα. Παν(;). Πάνονα. Πάνορμος. Παντομάτριον. Πέλκιν. Πέργαμος. Πέτρα. Ποικιλάσιον. Πολίχνη. Πολυρρήνια. Πραισός. Πρεσπίδαι. Πριανσός. Πρώνος. Πυλωρός. Πύρανθος. Πύργος. Ραμνούς. Ραύκος. Ριζηνία. Ρίθυμνα. Ρύτιον. Σηταία. Σίσαι. Σιπιλήν. Σουλία. Στάλαι. Στρήνος. Σύβριτος. Συΐα. Σύρινθος. Τάνος. Τάρρα. Τεγέα. Τεμικός. Τρίτα. Τύλισος. Υδραμία. Υρταίοι. Υρτακίνα. Φαιστός. Φάλαικος. Φάλανα. Φαλαναία. Φαραί. Φαλάσαρνα. Φοίνιξ. Φοίνιξ. Χαλκητόριον. Χερσόνησος. Χερσόνησος. Ψύχιον. Ώλερος.

Ο χαρακτηρισμός της Κρήτης ως «Εκατόμπολις» από τον Όμηρο οδήγησε πολλούς ν’ αναζητήσουν τις εκατό πόλεις της και να συντάξουν καταλόγους τους. O αριθμός εκατό εξακολουθεί να παραμένει υπερβολικός και ασαφής, αφού η έννοια της πόλης ταυτίζεται μ’ αυτήν του κράτους. O αριθμός των πόλεων δεν παραμένει σταθερός αλλά μεταβάλλεται καθ’ όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας με αποτέλεσμα να είναι αδύνατον να συνταχθεί ένας συγκεκριμένος κατάλογος.

Oι θέσεις των Ελληνικών – Ρωμαϊκών χρόνων που έχουν ανασκαφεί ή απλώς επισημανθεί, υπερβαίνουν τις εκατό. Άλλων θέσεων γνωρίζουμε το αρχαίο όνομα, άλλων το υποθέτουμε και άλλων το αγνοούμε εντελώς. Παράλληλα, υπάρχουν πολλά γνωστά ονόματα, που όμως δεν μπορούν να ταυτιστούν με καμιά από τις γνωστές θέσεις. Με βάση, τα αρχαία κείμενα, από τον Όμηρο μέχρι και τις Πράξεις των Αποστόλων, από τα νομίσματα και τις επιγραφές που έχουν ανακαλυφθεί μέχρι σήμερα μπορούμε να συντάξουμε έναν κατάλογο που θα συμπεριλαμβάνει, όλα τα ονόματα, πόλεων, επινείων, οικισμών, ανεξάρτητα αν είχαν, έχασαν ή ανέκτησαν την αυτονομία τους. Δεν γνωρίζουμε τον ακριβή αριθμό ούτε των πόλεων ούτε των ονομάτων.  Η «Εκατόμπολις Κρήτη», πάντως, δεν στερείται ιστορικής βάσης και ο παρακάτω αλφαβητικός κατάλογος μπορεί να το επιβεβαιώσει.

 

//ΣΠΑΘΟΡΑΒΔΙ//

Το σπαθί των φτωχών. Ένα άγνωστο Κρητικό όπλο

Το σπαθοράβδι (ή σπαθόβεργα) είναι αυτό που λέει η λέξη, δηλαδή ένα ραβδί σε σχήμα σπαθιού, ένα ξύλινο σπαθί. Δεν πρόκειται όμως για αναιμικό ομοίωμα ή ξύλινο παιχνίδι, αλλά για στιβαρή κατασκευή από χοντρό και σκληρό ξύλο.

Το σπαθοράβδι είχε το σχήμα και τις διαστάσεις που επέλεγε ο κάτοχός του. Παρότι ξύλινη, η «κόψη» του ήταν ιδιαίτερα αιχμηρή και μπορούσε να τραυματίσει σοβαρά τον αντίπαλο, σπάζοντάς του τα κόκκαλα ή και το κεφάλι. Η λαβή είχε εγκοπές, ώστε να εφαρμόζει απόλυτα στο χέρι του χρήστη.

Το ξεχασμένο σήμερα ξύλινο αυτό κρητικό όπλο, είχε μεγάλη διάδοση σε όλο το νησί. Ήταν αντικείμενο συχνής χρήσης και σε ορεινά σημεία του νησιού οι κάτοικοι το κρατούσαν μαζί τους στα καφενεία  μέχρι και τη δεκαετία του 1960.

Πότε, όμως, άρχισαν να κατασκευάζονται και να χρησιμοποιούνται τα σπαθοράβδια;

Σίγουρα πρόκειται για παμπάλαια όπλα, καθώς όλα όσα έχουν διασωθεί έχουν πολλές ομοιότητες. Σαν να ακολουθούν ένα πολύ παλιό πρότυπο με κοινά μορφολογικά χαρακτηριστικά. Η παλαιότερη αναφορά που διαθέτουμε, μας μεταφέρει οκτώ ολόκληρους αιώνες πίσω. Στο βυζαντινό έπος του Διγενή Ακρίτα του 1200 μ.Χ. το σπαθοράβδι αναφέρεται αρκετές φορές…

 

//ΘΑΛΑΣΣΟΚΡΙΝΟΣ//

Ο κρίνος της άμμου

Το Pancratium maritimum ή Κρίνος της άμμου ή θαλασσόκρινος φυτρώνει σε αμμώδεις παραλίες και σε αμμόλοφους, όχι σε μεγάλη απόσταση από τη θάλασσα. Ανθίζει ανάμεσα στον Αύγουστο και τον Οκτώβρη. Άνθος και φύλλα εμφανίζονται μέσα από την καυτή άμμο Τα άνθη του μισανοίγουν πριν δύσει ο ήλιος για να φτάσουν στο ζενίθ του ανοίγματος όσο προχωράει η νύχτα. Τα φύλλα τους, όταν το φυτό βρίσκεται στο ζενίθ της άνθησής του, ξεραίνονται και αφήνουν τα ίχνη τους γύρω από το φυτό. Μ’ αυτό τον τρόπο εξοικονομείται ενέργεια για την ανθοφορία του φυτού.

Ο Κρίνος της θάλασσας είναι γνωστός από αρχαίες εικονογραφήσεις και πιο συγκεκριμένα από τις τοιχογραφίες της μινωικής Κρήτης αλλά και από τον προϊστορικό οικισμό του Ακρωτηρίου της Θήρας.

//ΓΙΩΡΓΗΣ ΒΡΕΝΤΖΟΣ//

Ο εκδικητής – θρύλος των Ανωγείων

Η πρώτη και μοναδική συνέντευξη που έδωσε ο θρυλικός εκδικητής  Γιώργης Βρέντζος, που εκδικήθηκε το χαμό του αδελφού του εκτελώντας τον προδότη Μαγιάση μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου. Ο Νίκος Ψιλάκης ρίχνει φως σε μια συγκλονιστική ιστορία ηρωισμού και εκδίκησης:

«Ο λόγος του ήταν σταθερός, το βλέμμα του διαπεραστικό· νόμιζα πως το παρελθόν και το παρόν συμπλέκονταν στη σκέψη του, δημιουργώντας ένα αδιάσπαστο σύνολο. Δεν έμοιαζε τόσο με αφήγηση ο λόγος του, όσο με ζωντανή περιγραφή γεγονότος που γινόταν εκείνη την ώρα.

Παρακολουθούσαμε συγκλονισμένοι τα λόγια του. Αν υπήρχε κάποιος Σοφοκλής στον Ψηλορείτη, ίσως να έγραφε μια καινούργια Αντιγόνη. Θα καταλάβαινε ότι οι αξίες του πολιτισμού μας δεν ξεχνιούνται και δεν χάνονται. Ο Γιώργης ο Βρέντζος μου μιλούσε για το χρέος απέναντι στο νεκρό. Οι Ναζί είχαν σκοτώσει τον αδελφό του. Δηλαδή, ποιοι Γερμανοί, ο Μαγιάσης τον είχε σκοτώσει και τον είχε παρατήσει άταφο στον Ψηλορείτη. Για μια βδομάδα οι αέρηδες της Νίδας έδερναν το άψυχο σώμα του. Τα όρνια καραδοκούσαν. Σαν το έμαθε ο Γιώργης έψαχνε να βρει τρόπο να τον θάψει, να αποδώσει τις πρέπουσες τιμές. Όπως γίνεται σε κάθε νεκρό.

-Όχι, δεν ήθελα να κάμω βεντέτα, δεν είχα εγώ οικογενειακά, ήθελα να τον σκοτώσω γιατί δεν είχε δικαίωμα να ζει, όχι μόνο γιατί είχε σκοτώσει τον αδελφό μου. Ξέρεις πόσους λάκκους είχε ανοίξει ο Μαγιάσης; Πόσα κοπέλια είχε αφήσει ορφανά, πόσες γυναίκες χήρες; Τρακόσους εξήντα δυο μετρημένους είχε σκοτώσει στην Κρήτη, τρακόσους εξήντα δυο…

 

//ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ//

Κρητικά Παράδοξα

Πώς είναι δυνατόν ο ιδιοκτήτης μοντέρνας καφετέριας με φώτα νέον και ασημί καρέκλες να διδάσκει παραδοσιακούς χορούς διεκδικώντας απροβλημάτιστα ότι είναι «παραδοσιακός» και πώς γίνεται ο ιδιοκτήτης τσιμεντένιας βίλας στο μπαζωμένο ρέμα να φορά κεφαλομάντηλο σε βαφτίσια και να μιλά για τη μοναδική παράδοση του τόπου του; Γιατί κάποιος που δηλώνει ότι αγαπά τον τόπο και είναι περήφανος για την παράδοσή του, τσακίζει υλικά τα απομεινάρια του παλιού κόσμου; Τέτοιου είδους ερωτήματα προκύπτουν παρατηρώντας την Κρήτη με μία εξωτερική ματιά και τα οποία ακούει κανείς μιλώντας κυρίως με παρατηρητές της Κρήτης, συχνά αστικής καταγωγής που θα επιθυμούσαν ίσως οι Κρήτες και ιδίως οι Κρήτες της υπαίθρου, να βρίσκονται σε κατάσταση διαρκούς και συνεχούς εξαίρεσης από το μοντέρνο πλαίσιο. Η διαπίστωση ότι υπάρχει κάτι αντιφατικό από τη συνύπαρξη και επιδίωξη πρακτικών που ταυτίζονται με τις σφαίρες της παράδοσης και του μοντέρνου, είναι αυτή που σπρώχνει και πολλούς Αθηναίους επισκέπτες, που έρχονται για πρώτη φορά σε περιοχές της Κρήτης που είναι κατεξοχήν μυθοποιημένες για την παράδοσή τους, να ρωτούν απογοητευμένοι ξανά και ξανά, αν όντως είναι αυτή η περιοχή ελπίζοντας σχεδόν ότι έκαναν λάθος και ότι η περιοχή για την οποία άκουγαν βρίσκεται στην ιδεατή της μορφή κάπου αλλού.

 

//ΓΡΑΜΜΑ ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΠΕΤΑΝΙΑΝΑ//

Η Πιπίνα και το υπερωκεάνιο

«Όντεν ήρθετε στο χωριό και με ’νεμαζώξετε στο ρημάδι σας, μου τάξετε πως θα με παντρέψετε. Γι’ αυτό ήρθα και ξεροκαταπίνω τόσανα χρόνια. Ούτε τ’ απογδύσα σας θέλω, ούτε τα φαγιά σας. Καλά που το θωρείτε, δε τρώω πράμα. Έναν άντρα, όμως, τον εθέλω. Γι’ αυτό ξεσουβιάσετε να μου βρείτε ένα ψηλό, στιμονερό, θρήσκο, μερακλή, κοζαλή, πλούσιο σα και μένα, από καλό σπίτι και αρσενικόσογο, με μαύρα μάθια, πολλά μαλλιά και μεγάλη μύτη. Να μας εστεφανώσετε ντελόγο, και χωρίς να κάμετε ίκι μπίρι. Να στέσω το νοικοκεράτο μου και να ξεμαγαρίσω από το βρωμόσπιτο σας».

Πού όμως να τση τον εβρούνε. Ούτε αρσενικό κάτη δεν εσιβάζανε. Και να πεις πώς δεν ήκανε σκόντο; Όλα τα ’κοψε στο τέλος. Εντάκαρε από τα μαύρα μάθια, το κοζαλίκι και τη καλή οικογένεια και κατάληξε να κόψει μέχρι και τη μύτη.

«Άντρας να ’ναι κύριε Βουρλιδάκη», ήλεγε τ’ αφεντικού τση, «κι όπως να ’ναι. Ας είναι και σαν εσένα. Εγώ κι εσένα με τσ’ άντρες σε λογαριάζω και ας μην έχεις ούτε ωζό στο σκοινί!»

«Δε μπορώ, Πιπίνα, να σου βρω», τσ’  ήλεγε ο κ. Βουρλιδάκης. «Σε όσους σ’ έχω προτείνει αρνούνται, διότι λέει δεν είσαι, ας το πούμε,  χαρούμενη».

«Και πώς θες να ’μαι  χαρούμενη», αρπούντονε αυτή, «με τα βάσανα που μου ’χει ο Θεός πεμπάτα.  Μα κατέχω ήντα γίνεται. Δε θέτε να με παντρέψετε για να σας σε κάνω σύρμα τη φαμέγια. Με βρίσκετε παντιδερή και καλοπόταγη γι’ αυτό μ’ εκμεταλλεύεστε. Από το Θεό να το βρείτε. Να γενούνε τα δάκρυα μου πικροπονέματα στα σκώθια σας και οι αναστεναγμοί μου καρκίνα στο κορμί σας».

Όμως δεν ήτονε ετσά τα πράματα. Εγυρεύανε να την επαντρέψουνε, μα δε τα καταφέρνανε. Και το κάνανε πια πολύ για να την εξεφορτωθούνε. Δεν εμπορούσανε μπλιο να θωρούνε μέρα νύχτα μια πονεμένη κι αναστεναγμένη. Δεν ήτονε αυτή ζωή. Τάξε πως είχανε σαφί κηδεία στο σπίτι τως. Όμως δεν εμπορούσανε  να τση βρούνε κιανένα. Δεν εβοήθουνε κι αυτή, γιατί δεν ήπαιρνε από αρμηνιές. Τση λέγανε ήντα να κάνει μα δεν εγροίκα…

 

//ΣΤΟ ΚΑΖΑΝΙ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΝΙΚΟΛΑ//

Θαυματουργή μουρνόρακη

Η ζωή του Μάρκου Καντυλάκη (Μαρκονικόλα) είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις μουρνιές (μουριές). Μουρνιές λένε το χωριό του, μουρνιές είναι το βασικό περιουσιακό του στοιχείο, το απόσταγμα μούρνων (μούρων) είναι μια από τις κύριες εποχικές ασχολίες του τα τελευταία 58 χρόνια. Ο Μαρκονικόλας είναι ένας από τους τελευταίους παραγωγούς μουρνόρακης στην περιοχή του και σε ολόκληρο το νησί. Το ιδιαίτερο αυτό είδος τσικουδιάς που κάποτε ήταν περιζήτητο στο νησί, γιατί του είχαν αποδοθεί θεραπευτικές ιδιότητες, τείνει πλέον να εξαφανιστεί. Επειδή η διαδικασία παρασκευής της είναι ιδιαίτερα επίπονη, αλλά και επειδή έχει χάσει την αίγλη της, η μουρνόρακη έχει πάψει να παράγεται.

«Εγώ αρχινώ να μαζώνω μούρα από τσι 10 του Ιούλη κι ύστερα. Μέχρι το πρώτο δεκαήμερο τ’ Αυγούστου τα έχω μαζώξει όλα συνήθως. Συγκεντρώνω τα μούρα και τα φυλάσσω σε πλαστικά. Αυτά εκεί μέσα ζυμώνονται, βράζουν. Και άμα περάσουν 15-20 μέρες αρχινούν ύστερα και ξεβράζουνε.

Όταν πάρουμε την άδεια από το κράτος βάζομε τα μούρνα μέσα στο καζάνι και κάνομε την απόσταξη. Το καζάνι μου εμένα είναι μικρό και βγάζει 3 με 3,5 κιλά μουρνόρακη την κάθε καζανέ…»

 

//ΚΑΡΑΝΟΥ//

Κρητικές γεύσεις

Κουνέλι γεμιστό με μυζήθρα.

Συκωτάκια μαγειρευτά με κρασί.

Μανιτάρια (κουμαρίτες) στιφάδο.

Χταπόδι με αβρονιές.

Print Friendly, PDF & Email

Από manos