Κώστας ΜόντηςΓεννήθηκε στην Αμμόχωστο το 1914 κι ένοιωθε ως μεγάλη απώλεια σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, τη βίαιη απομάκρυνση από την πόλη του, που είχε φως και μύριζε λεμονανθούς. Αυτός ίσως είναι και ο λόγος που μετά επέλεξε να διαμένει μέχρι το τέλος(2004) στον Άγιο Δομέτιο, δίπλα στην κατεχόμενη γη. Τον χαρακτήριζε η βαθιά αγάπη για τους ανθρώπους, τα υψηλά ιδανικά, η αξιοπρέπεια και η ταπεινότητα

 

Σε όλες τις εκδοχές της δημιουργίας του( ποίηση, πεζογραφία, αρθρογραφία) υπήρξε ελληνοκεντρικός και αγωνιστής.  Γράφει: Η Ελλάδα τελευταίος θάμνος στον γκρεμό, να τον αρπάξει η λευτεριά να κρατιέται.

 

Ο Μόντης πιστεύοντας στην ελευθερία του ανθρώπου και του Έθνους με την ποίησή του, μια ποίηση προφητική και αληθινή, μίλησε για τις ανθρώπινες στιγμές αλλά και την Κύπρο, την αγωνία των Κυπρίων αλλά και των δεινοπαθούντων όλης της γης που βιώνουν την αβεβαιότητα, τον πόνο, την αδιαφορία, την εκμετάλλευση.

 

Το χειρότερο δεν είναι
που μ’ έκλεισαν σ’ αυτή τη φυλακή
και πήραν τα κλειδιά κι έφυγαν,
μα που δεν ξέρω ως πού φτάνει η φυλακή μου,
που δεν ξέρω το περίγραμμά της,
για να κάνω επιτέλους
σαν άνθρωπος κι εγώ
μιαν απόπειρα αποδράσεως.

 

Αποτύπωσε τα γεγονότα του 1955-1959, του 1963 και  του 1974, όχι με κλαυθμούς, αλλά με λιτότητα και γενναιότητα.

 

Προς Τούρκους εισβολείς

 

Κι αυτή η σελήνη η ματωμένη
και μισή,
που μας την κουβαλήσατε!
Αλήθεια, πες τε μου μετρήσατε,
πόσοι άλλοι πέρασαν από το νησί
πριν από σας
πανίσχυροι κι επιφανείς
και ούτε για δείγμα καν,
δεν έμεινε κανείς;

 

Την ιδιαίτερη πτυχή της τραγωδίας του 1974,τους αγνοούμενους,  που σημάδεψε καταλυτικά την ποίηση του Μόντη, ο δρ Φιλοσοφίας Νίκος Ορφανίδης την αποκαλεί «εικονογραφική και συγχρόνως “φωτογραφική” πρόσληψη των γεγονότων, που ο ποιητής τα απογυμνώνει, αποκαλύπτοντας τον πυρήνα τους. Είναι η απομόνωση της στιγμής, του στιγμιαίου και όμως διαχρονικού, κατά τρόπο φωτογραφικό. Είναι η εικόνα μέσα στην εικόνα…».
«Τουρκική εισβολή – Για τις φωτογραφίες των αγνοουμένων»
Αυτές οι φωτογραφιούλες ήταν απλώς
για να βγει το διαβατήριό τους
τότε που θα ΄φευγαν για σπουδές.
Πού να φανταζόντουσαν πως θα παρέμεναν
να τις σφίγγουν έτσι νυχτοήμερα
τα χέρια της μάνας τους,
πού να φανταζόντουσαν πως θα παρέμεναν
να τις σφίγγουν έτσι νυχτοήμερα
τα χέρια της αρραβωνιαστικιάς τους,

τα χέρια της γυναίκας τους,
ναν’ στις σχολικές τσάντες των παιδιών τους;

 

Όπως σημειώνει ο Δρ Ορφανίδης  «πέραν όλων των άλλων που χαρακτηρίζουν τον ποιητικό του τρόπο και που η κριτική προ πολλού έχει υποδείξει ή σημειώσει ως βασικά συστατικά ή ουσιώδη γνωρίσματα της ποίησής του, όπως για παράδειγμα η επιγραμματικότητα, o ακαριαίος λόγος, η ανάδειξη των “μικρών πραγμάτων” και της “ταπεινής ζωής”,  η συνάντηση με την ιστορία, υπήρξε και ποιητής του άστεως ή ποιητής του “προαστείου“. Είναι μια ιδιάζουσα πρόσληψη του άστεως από την οπτική ή την προοπτική του προαστείου. Δηλαδή, της περιφέρειας. Του έξω τόπου. Είναι o ποιητής που πολιορκεί την πόλη, τελώντας σχεδόν πάντοτε, εκτός των τειχών

 

. «Σπαταλήσαμε τη ζωή μας
στ’ αχρηστευμένα προάστεια της Λευκωσίας,
στο κυκλικό περιθώριο των τειχών,
αναμένοντας την ώριμη στιγμή
για την είσοδό μας στην πόλη,
σαν νάταν οι δρόμοι αυτοί για βάγια,
σα να ετίθετο καν ζήτημα εισόδου.
Εισόδου πού; Κι από ποιό; Κύριε, ελέησον!»

 

Σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς του φόβου, της ανασφάλειας, της πενίας,  είναι αναγκαίο να καταφεύγουμε στον αυθεντικό λόγο του Μόντη, γιατί παραμένει επίκαιρος, ενσαρκώνει τον ελεύθερα σκεπτόμενο άνθρωπο, εκείνον που προβληματίζεται και είναι κριτικός και αυτοκριτικός.

 

 

«Δεν είχες τίποτα να πεις, κύριε.
Γιατί ηνώχλησες τις λέξεις,
γιατί τις ηνώχλησες;»

 

 

«Σκέψου πως δε μας έμεινε άλλο όνειρο
παρά να βγούμε από μια πόρτα»

 

 

 

ΜΑΡΙΑ ΚΩΣΤΑΚΗ

 

ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ

Print Friendly, PDF & Email

Από manos