Satleo, Φραγκιαδάκης και φωτογράφος ο ΡάδοβιτςΜετά από 9 ώρες δύσκολης πορείας, περνώντας μέσα από πυκνά δάση έλατου και οξυάς και ανεβαίνοντας τα ατέλειωτα ανηφορικά μονοπάτια, διασχίσαμε το οροπέδιο των Μουσών και όταν φτάσαμε τελικά στο πρώτο καταφύγιο του ΣΕΟ, Γιόσος-Αποστολίδης, είχε ήδη νυχτώσει.

Βράδυ Σαββάτου, 13 Αυγούστου 2005.
Το τζάκι και οι σόμπες αναμμένες. Θερμοκρασία κάτω από 7 βαθμούς. Εδώ θα διανυκτερεύσουμε και θα πάρουμε δυνάμεις για την επόμενη μεγάλη μέρα.

Το ξημέρωμα μας βρίσκει κάτω από το θρόνο του Δία να σχεδιάζουμε και να χαράζουμε πάνω στο χάρτη τη διαδρομή που θα ακολουθήσουμε για να ανέβουμε στην υψηλότερη βουνοκορφή της Ελλάδας. Στην κορυφή του Ολύμπου, το Μύτικα. Ξεκινήσαμε ακολουθώντας τα Ζωνάρια, το μονοπάτι που μας οδηγεί στο Ε4 και ανηφορίζοντας επί τρεις ώρες φτάσαμε στη θέση Σκάλα που οι ορειβάτες της περιοχής αποκαλούν Κακόσκαλα.
Αναρριχηθήκαμε πάνω στο βράχο και σε 45 περίπου λεπτά αντικρύσαμε την ελληνική σημαία και το κολωνάκι της κορυφής.
Ήταν απόγευμ Κυριακής 14 Αυγούστου 2005 όταν πατήσαμε στην κορυφή του Ολύμπου, το Μύτικα, ύψους 2.918μ.
Το όνειρο είχε γίνει πραγματικότητα.
Σταθήκαμε εκεί συγκινημένοι και οι τρεις, αγκαλιασμένοι, σιωπηλοί. Δίπλα στην ελληνική σημαία, ξέροντας πω αυτή η μοναδική στιγμή θα μας επηρέαζε καθοριστικά. Η ζωή μας είχε αλλάξει σελίδα.
Η θέα από εδώ πάνω είναι μοναδική. Φαίνεται σχεδόν όλη η Ελλάδα από εδώ και τα νησιά μας. Ασύλληπτο, δεν περιγράφεται με λόγια αν δε το δεις, αν δε το ζήσεις ο ίδιος.
Μετά από λίγο, στρέψαμε συγκινημένοι τα νώτα μας προς την κορυφή και αρχίσαμε σιγά σιγά την κάθοδό μας προς την Κακόσκαλα με τα χέρια και τα πόδια μας να πονάνε από την προσπάθεια.
Και τότε ξαφνικά ο καιρός άλλαξε. Πυκνά σύννεφα αναδύονταν από τη θέση Καζάνια προς την κορυφή που σε λίγα λεπτά είχαν καλύψει τα πάντα.
Ο Δίας μας είχε αφήσει να κατέβουμε με ασφάλεια.
Νύχτωνε και καθώς συνεχίζαμε την κάθοδό μας σιωπηλοί άπό το Ε4 προς το δεύτερο καταφύγιο Ζωλότας, είαι σίγουρος πως και οι τρεις τα ίδια πράγματα είχαμε στο μυαλό μας.
Επιλέξαμε τη δυσκολότερη πρόσβαση προς την κορυφή και τα καταφέραμε.
Το βράδυ μας βρήκε στο προαύλιο του καταφύγιου να καθόμαστε κάτω από το φως του φεγγαριού με συντροφίά τα πανύψηλα ρόμπολα.
Η νύχτα ήταν ήσυχη, που και που μόνο την τάραζαν οι κραυγές καποιων άγριων ζώων. Ξημέρωσε. Και ενώ δέναμε σφιχτά τις μπότες μας, αναρωτιώμασταν αν και σήμερα ο καιρός θα ήταν μαζί μας.
Ξεκινήσαμε.
Παρά τη χαμηλή νέφωση, ακολουθήσαμε το Ε4 που οδηγεί στις Μούσες και στις άλλες χαμηλότερες κορυφές.
Περιπλανηθήκαμε θαυμάζοντας τα χιλιάδες αγριολούλουδα που ανθίζουν αυτή την περίοδο στην περιοχή.
Υπάρχουν 20 τουλάχιστον είδη ενδημικών φυτών στον Όλυμπο. Χιλιάδες έντομα και πουλιά. Η πανίδα και χλωρίδα του Ολύμπου είμαι μοναδική. Για μια στιγμή έσκυψα γονατίζοντας, προσπαθόντας να φωτογραφίσω ένα σπάνιο πολύχρωμο έντομο πάνω σε μια κίτρινη μαργαρίτα.
Και τότε πάγωσα. Με την άκρη του ματιού μου, απέναντι μας, μερικές δεκάδες μέτρα πιο εκεί, μια μικρή αγέλη λύκων έπαιζε ανέμελα πάνω στο χιόνι. Έστρεψα τη μηχανή μου προς το μέρος τους, αλλά σταμάτησα. Θα τους τρόμαζα και έτσι τους αφήσαμε να παίζουν, έτσι καθώς τους ταίριαζε πάνω στο χιόνι.
Νύχτωνε και έπρεπε να επιστρέψουμε στο καταφύγιο. Το άλλο πρωί θα ξεκινούσαμε την κάθοδό μας προς τα Πριόνια και στην συνέχεια θα επιχειρούσαμε το πέρασμα του Ενιπέα.
Ξεκινήσαμε χαράματα.
Φτάσαμε στ θέση Πριόνια και από εκεί πιάσαμε δεξιά το ξυλόσκαλο που οδηγεί στο φαράγγι του Ενιπέα. Το φαράγγι είναι καταπληκτικό, επιβλητικό.
Περπατόντας στα μοναδικά μονοπάτια του, μέσα στο πυκνό δάσος πεύκου-‘ελατου και οξυάς, αποτυπώνονται στο μυαλό σου όλς οι οι αποχρώσεις του πράσινου. Ξεδιψάς με τα νερά του. Κάνεις μπάνιο κάτω από τους καταράχτες του και περνώντας τα ξ’υλινα γεφύρια του θαυμάζεις το μεγαλείο της φύσης.
Γύρω σου επικρατεί ησυχία που μόνο ο θόρυβος των νερών τη ταράζουν. Ο Ενιπέας είναι φανταστικός αλλά και δύσκολος. Το μονοπάτι σε ανεβάζει από την κοίτη του ποταμού 300μ ψηλά και σε ξανακατεβάζει στο νερό. Και αυτό επαναλαμβάνεται πολλές φορές. Σε γυρίζει πίσω, σε πάει ανάποδα με το ποτάμι, σε παιδεύει, σε δοκιμάζει. Αλλά το αντέχεις. Έξαλλου δεν έχεις και άλη επιλογή παρά να το περάσεις.
Κι έτσι μετά απο 7 ώρες δύσκολης πορείας, περνώντας από τη σπηλιά που έζησε ο ¶γιος Διονύσιος και από το βυζαντινό μοναστήρι, φτάσαμε επιτέλους στην έξοδο του φαραγγιού. Είμασταν κουρασμένοι, καταπονημένοι από την προσπθεια. Εξαντλημένοι, αλλά και ευχαριστημένοι γιατι βαθιά μέσα μας πιστέψαμε από την αρχή ότι θα τα καταφέρναμε.
Και έτσι φτανοντας στο Λιτόχωρο και περπατώντας στα πλακόστρωτα στενά δρομάκια του, είμαι σίγουρος πως και οι τρεις πολλές εικόνες είχαμε στο μυαλό μας.
 
Αλλά η άποψή μας γι’αυτό το θεικό βουνό ήταν μια:
Ο Όλυμπος δεν είναι απλά ένα βουνό. Είναι ένας μύθος αλλά και μια πραγματικότητα. Είναι ένα σύμπλεγμα ορεινών όγκων που η θέα τους σε καθηλώνει και σε κάνει να αισθάνεσαι ελάχιστος. Σε γοητεύει αλλά και σε προκαλεί. Σε προκαλεί να διασχίσεις τα δάση του, να περάσεις τα ποτάμια του, να περπατήσεις τα ατελείωτα ανηφορικά μονοπάτια του και να ανέβεις στις κορυφές του.
Στον Όλυμπο αισθάνεσαι μόνος. Είσαι μόνος εσύ και το βουνό. Αυτό το θεικό βουνό που γλυκά γλυκά σε παρασύρει στα επικίνδυνα περάσματά του και είναι σα να θέλει να σε κρατήσει για πάντα κοντά του.
 
Θέλω να ευχαριστήσω από βάθος καρδιάς τους δυο καλούς μου φίλους και συμπορευτές σε αυτή την ατέλειωτη διαδρομή:
Τον Λεωνίδα τον Κλώντζα και τον Γιώργο τον Ράδοβιτς γιατί χωρις αυτους δε θα τα είχα καταφέρει.
 
Ο αρχηγός της αποστολής Νίκος Φραγκιαδάκης
Print Friendly, PDF & Email

Από manos