κοτόπουλα και περιστέρια ...
έκθεση ζωγραφικών πινάκων του Νώντα Ρεντζή o οποίος ξαναζωντανεύει μπροστά μας ασχολίες

Βρισκόμαστε στις παρυφές της πόλης.
-Αυτές οι πολυκατοικίες, λέει κάποιος, μοιάζουν με περιστερώνες.

-Λάθος, αντιτείνει κάποιος.  Mοιάζουν με ορνιθοτροφεία. Γιατί τα περιστέρια κάνουν ελεύθερη ζωή. Ενώ οι άνθρωποι είναι σαν τα βιομηχανικά κοτόπουλα. Σε σημείο ώστε κάποιοι να μην ξέρουν ούτε από πού γίνεται το ψωμί, που τρώνε.

-Μήπως θυμάστε, είπε ένας τρίτος, εκείνο το θαυμάσιο ποίημα του αξέχαστου σε μας τους παλιότερους Κώστα Κρυστάλλη, το αφιερωμένο στην ξενιτειά, που έλεγε: «Θα πάρω έναν ανήφορο να βγω σε κορφοβούνι. Να βρω κλαράκι φουντωτό και ριζιμιό λιθάρι να βρω και μια κρυόβρυση να ξαπλωθώ στον ίσκιο»;

-Όλο και κάτι θυμόμαστε, είπαν κάποιοι.

-Ε, λοιπόν, να το ξεχάσετε. Γιατί ένα τέτοιο ανέβασμα αποσκοπούσε στο ν’ απολαύσει κάποιος μια όσο γίνεται καθαρότερη ατμόσφαιρα κι αντίστοιχα πεντακάθαρο νεράκι. Που σήμερα πάνε να εξαφανιστούν. Γιατί οι νατοϊκοί «σύμμαχοί» μας με τους καθημερινούς αεροψεκασμούς, αποταμιεύουν άφθονα δηλητήρια ακόμη και στα κορφοβούνια. Επειδή σκοπός τους, λένε, είναι να ελαττώσουν δραματικά τον πληθυσμό, ολάκερης της γης. Έτσι ώστε να κυριαρχήσουν οι περιούσιοι λαοί. Όσο κι αν κάποιοι τηλεοπτικοί μπούφοι και όρνιθες πολυτελείας αγωνίζονται να μας πείσουν ότι όλα αυτά τα περίεργα είναι φαντασιοπληξίες και συνωμοσιολογίες. Ανεξαρτήτως όμως του τι μας σερβίρουν τα μίσθαρνα όργανα του νεοταξικού μπλοκ το αποτέλεσμα, σύμφωνα με τους ειδικούς επί του προκειμένου επιστήμονες, είναι ότι το νερό κι ο αέρας ακόμη και στα κορφοβούνια έχουν επιφορτιστεί με βαρύτατη μόλυνση.

Μόνο το νερό κι ο αέρας, είπε ένας τέταρτος, έχουν μολυνθεί; Μήπως δεν μοσχοβολούσαν κάποτε τα φρούτα, που τώρα είναι άοσμα και άγευστα; Ή μήπως δεν μοσχομύριζε ολάκερη η γειτονιά απ’ το φρεσκοψημένο ψωμί, που τώρα δεν ξέρεις «από πού κρατάει η σκούφια του». Ή οι ντομάτες δεν ήταν πεντανόστιμες; Που τις τρώγαμε, κολατσιό, μεσημέρι, βράδυ κι ήμασταν μια χαρά! Ενώ τώρα αγοράζεις ντομάτες, που είναι κατακόκινες απέξω, κι από μέσα είναι σαν τα ποταμίσια λιθάρια!

-Ναι, αλλά ξεχνάς, είπε ένας άλλος, και τη μεγάλη φτώχεια, που είχαμε «τω καιρώ εκείνω». Και πρώτα-πρώτα την ξυπολησιά. Που περπατούσαμε ξυπόλητοι το χειμώνα πάνω στον πάγο και το καλοκαίρι πάνω στο καυτό χώμα και τις ανυπόφορες κολτσίδες. Κι όταν κάποια φορά ο πατέρας μας έφκιασε-θυμάμαι- γουρουνοτσάρουχα, για να πάμε στο σχολείο τ’ άλλα παιδιά μας κορόιδευαν. Ή όταν του ζητούσα κανένα φράγκο ν’ αγοράσω οτιδήποτε έπαιρνα τη στερεότυπη απάντηση: «Από πού παιδί μ’»; Κι όταν στην εβδόμη γυμνασίου αξιώθηκα να φορέσω μακρύ παντελόνι και καμάρωνα, προτού περάσει μήνας, τρύπησε γιατί ήταν σάπιο. Κι αναγκάστηκα να το φοράω μπαλωμένο, παρότι ένιωθα όλη τη ντροπή του κόσμου.

-Εγώ δεν ξέρω τι λέτε, είπε ο ρομαντικός της παρέας. Νοσταλγώ αυτή την εποχή, παρόλη της τη φτώχεια. Και θυμάμαι με νοσταλγία όλο τον κύκλο των ετήσιων εργασιών. Με τα οργώματα, τις σπορές, τα βοτανίσματα. Κι αργότερα το θερισμό και τ’ αλωνίσματα. Κι ύστερα τη βουκολική ζωή, με τα γιδοπρόβατα, τους τσοπάνους και τις τσοπανοπούλες, που σφύριζαν και τραγουδούσαν πανέμορφα. Σε αντίθεση με κάποιους σημερινές, φίρμες του τραγουδιού, που άλλοι νιαουρίζουν, άλλοι ουρλιάζουν, άλλοι γρυλίζουν κι από κάτω κάποιες χιλιάδες, μάλλον από μιμιτισμό, τους χειροκροτούν. Ενώ τότε πηγαίναμε στα ωραία μας πανηγύρια, όπου καλλίφωνοι τραγουδιστές έλεγαν τα δημοτικά μας τραγούδια που χαιρόσουνα να τ’ ακούς. Ή στους γάμους και τα κουρμπάνια, που οι άνθρωποι δεν άκουγαν παθητικά, όπως σήμερα, τα ανιαρώς επαναλαμβανόμενα χαζοτράγουδα, αλλά τραγουδούσαν μόνοι τους. Καθώς ανάμεσά τους ξεχώριζαν κάποιες πανέμορφες φωνές, που ήταν απολαυστικές.

Κι όλη αυτή την ομορφιά, είπε κάποιος άλλος, που διατηρήθηκε περίπου η ίδια απ’ την εποχή του Ομήρου και του Ησιόδου, ήρθε να μας την ανατρέψει ο μηχανικός πολιτισμός. Με τα τρακτέρ, τις θεριζοαλωνιστικές μηχανές και τόσα άλλα, που αντικατέστησαν τ’ ανθρώπινα χέρια και μας αιχμαλώτισαν σε μύριους λαβυρίνθους που τελικά δεν ξέρουμε πού θα μας βγάλουν. Κι όλα αυτά τα πολυδαίδαλα συνοδεύονται απ’ τη μεγάλη ποικιλία των οπτιακουστικών μέσων, μέσα απ’ τα οποία μας σερβίρουν τη μοντέρνα πολύμορφη διαβρωτική και υπονομευτική του πολιτισμού μας υποκουλτούρα.

Ε, λοιπόν, είπε ο ενημερωμένος της παρέας, σε όσους παραμένουν νοσταλγοί της βουκολικής εποχής έχω να τους κάνω μια πολύ ενδιαφέρουσα ανακοίνωση: Μεταξύ 6 Αυγούστου και 10 Σεπτεμβρίου στη Στεμνίτσα της Αρκαδίας και μεταξύ 18 (εγκαίνια)και 24 Αυγούστου στο Θέρμο Αιτωλοακαρνανίας γίνεται έκθεση ζωγραφικών πινάκων (φωτο) του Νώντα Ρεντζή. Ο οποίος ξαναζωντανεύει μπροστά μας ασχολίες, επαγγελματικές και καθημερινές και τρόπους ζωής μιας εποχής, που πέρασε ανεπιστρεπτί. Πρέπει να σημειωθεί ότι η ζωγραφική τέχνη του Νώντα Ρεντζή δεν βγήκε μέσα από κάποια σκορβουτούχα κονσερβοκούτια ακαδημαϊκών προδιαγραφών. Αλλά…σαν εκείνο το περιστέρι της Κιβωτού του Νώε πέταξε λεύτερο, ψηλά και μακριά για να φέρει σε μας τους εγκάθειρκτους στα «τείχη» του Καβάφη και μαστουρωμένους απ’ την πολιτισμική αιθαλομίχλη ένα κλαδί ελιάς, μήνυμα ζωής και ελευθερίας.

Η ελαχιστότητά μου- πρόσθεσε- δεν είμαι κριτικός της τέχνης, Και μάλιστα, για να είμαι ειλικρινής, αισθάνομαι αποστροφή για κάποιους, που μιλούν για τα καλλιτεχνικά ή πνευματικά δημιουργήματα από θέσεως περιωπής. Όπως κάποιοι προφέσσορες, για παράδειγμα, που αποφαίνονται υποτιμητικά για το ποιητικό έργο του Ρήγα ή του Σολομού. Τη στιγμή, που το ειδικό βάρος ακόμη κι ενός στίχου των ποιητών αυτών έχει μεγαλύτερη αξία απ’ όλες τις δικές τους πολύτομες νεκρές φλυαρίες. Αρκεί μόνο να αναλογιστεί κανείς την τεράστια απήχηση, που είχε στους υπόδουλους αλλά και διαχρονικά εκείνο το «Καλύτερα νιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή» του Ρήγα…

papailiasyfantis.wordpress.com

Print Friendly, PDF & Email

Από giorgos