χασισοφυτείατου Φώτη Κοκοτού

Διαβάζω στις εφημερίδες και ακούω στις ειδήσεις πως για άλλη μια φορά συνελήφθησαν στην Κρήτη καλλιεργητές κάνναβης, διεφθαρμένοι κρατικοί λειτουργοί που τους βοηθούσαν, μέχρι κι ένας ιατροδικαστής που. Συλλήβδην οι ανωτέρω χαρακτηρίζονται «Κρητική μαφία». Δεν μπορώ να μείνω απαθής μπροστά σ’ όλ’ αυτά.

Πέραν της καθαρά δικαστικής της διάστασης, η υπόθεση αυτή πρέπει να μας προβληματίσει συνολικά για την καλλιέργεια κάνναβης στην Κρήτη, ειδικά όταν ολόκληρες πολιτείες στις Η.Π.Α. μόλις νομιμοποίησαν το συγκεκριμένο φυτό με δημοψηφίσματα. Στην Κρήτη και την Ελλάδα συνολικά ζούμε ένα μεσαίωνα, όπου ένα φυτό είναι παράνομο και από αυτή την παρανομία ανθούν τεράστια κυκλώματα λαθρεμπορίας και διαφθοράς. Ας πούμε μερικά πράγματα με τ’ όνομά τους πλέον κι ας αναζητήσουμε μια τελική λύση σ’ αυτά τα προβλήματα.

Το πρώτο πράγμα που θα πω με τ’ όνομά του είναι το εξής: εμένα, προσωπικά, δε με ενοχλεί αν ο συνάνθρωπός μου θέλει να καταναλώνει οποιαδήποτε ψυχοτροπική ουσία, είτε αυτή είναι κάνναβη είτε είναι οινόπνευμα είτε είναι κοκαΐνη. Δικό του είναι το σώμα και το μυαλό, δικό του και το δικαίωμα να τα εξουσιάζει. Όσο δεν επηρεάζει το συνάνθρωπό του, δεν ενοχλεί κανέναν. Από εκεί και πέρα τίθεται το ερώτημα: γιατί αναγνωρίζουμε σαν κοινωνία το δικαίωμα στο κράτος να μας απαγορεύει την κατανάλωση αυτή; Μήπως έχουμε την ψευδαίσθηση ότι το κράτος ξέρει καλύτερα από εμάς τι είναι καλό για το σώμα και το μυαλό μας, κι εμείς ομολογούμε πως είμαστε «ανώριμοι»; Μήπως θεωρούμε πως οι γονείς είναι ανίκανοι να ελέγξουν τα παιδιά τους και χρειάζονται το άλλοθι του κράτους για να τα πειθαρχήσουν; Κι όμως, πιστεύω πως κατά βάθος αυτοί είναι οι λόγοι που ισχύει ακόμη η απαγόρευση των ουσιών που στην καθομιλουμένη ονομάζουμε «ναρκωτικά», είτε είναι διεγερτικά είτε είναι παραισθησιογόνα: γιατί η συντηρητική κοινωνία μας φοβάται τον ίδιο της τον εαυτό και τις αδυναμίες του χαρακτήρα μας.

Φώτης ΚοκοκόςΤο δεύτερο πράγμα που θα πω με τ’ όνομά του είναι το εξής: οι μόνοι που ευνοούνται από την απαγόρευση των «ναρκωτικών» είναι οι έμποροι που θησαυρίζουν, οι δικηγόροι που τους υπερασπίζονται στα δικαστήρια, οι διεφθαρμένοι δημόσιοι λειτουργοί που χρηματίζονται για να παρέχουν προστασία στα κυκλώματα, και ακόμη και οι αστυνομικοί που τους διώκουν (γιατί έτσι δικαιολογούν την ύπαρξή τους). Ακόμη χειρότερα, το εμπόριο «ναρκωτικών» είναι ένας από τους πιο εύκολους τρόπους να χρηματοδοτηθούν εγκληματικές οργανώσεις που αποκτούν τα μέσα για πολύ χειρότερα εγκλήματα: φόνοι, ληστείες, εκβιασμοί, απαγωγές, εμπόριο όπλων, και πάει λέγοντας. Από αυτές δεν πληγώνονται μόνο έντιμοι αστυνομικοί, όπως ο Στάθης Λαζαρίδης, αλλά και αθώοι περαστικοί. Δεν είναι τυχαίο που η αστυνομία του Λονδίνου, η γνωστή μας «Σκότλαντ Γιαρντ», ζήτησε φέτος από το κοινοβούλιο να την απαλλάξει απ’ το κυνήγι της κάνναβης. Κάθε απαγόρευση πρέπει να δικαιολογείται επαρκώς, κι αυτή η απαγόρευση κάνει πολύ περισσότερο κακό στην κοινωνία από την υποτιθέμενη προστασία που της παρέχει. Σε τελική ανάλυση, οι έμποροι ικανοποιούν τη ζήτηση που οι άνθρωποι προκαλούν μόνοι τους: κανείς δεν τους αναγκάζει να ζητάνε «ναρκωτικά». Ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης είναι ο πιο ισχυρός.

Το τρίτο πράγμα που θα πω με τ΄ όνομά του αφορά την κάνναβη αυτή καθ’ εαυτή: πρόκειται για ένα φυτό με τεράστιες δυνατότητες οικονομικής εκμετάλλευσης, πέραν της φαρμακευτικής χρησιμότητας και της ψυχαγωγικής χρήσης. Δε χρειάζεται να είσαι φιλόλογος για να καταλάβεις ότι οι λέξεις «καναβάτσο», «καμβάς», και «κανναβούρι» καταδεικνύουν μερικά προϊόντα του φυτού αυτού. Ούτε χρειάζεται να είσαι οικονομολόγος για να καταλάβεις ότι με απόδοση περί τα 500 Ευρώ ανά στρέμμα οι άλλες χώρες της Ευρώπης ωφελούνται πολλαπλά από την καλλιέργεια της βιομηχανικής κάνναβης, τόσο για υφάσματα, χαρτί και καύσιμα πέλετ, όσο και για βιο-πλαστικά και μονωτικά. Κι όλ’ αυτά, σημειωτέον, χωρίς να υπολογίζονται τα εκατομμύρια που τώρα αποκομίζουν οι μαφίες, είτε αυτές είναι στην Κρήτη είτε είναι αλλού. Ούτε τα τουριστικά έσοδα (π.χ. το πάνω από 1δις Ευρώ που εισπράττει η Ολλανδία) από τα εκατομμύρια των φιλήσυχων καπνιστών. Αυτά τα εκατομμύρια, όπως ακριβώς γίνεται και με το οινόπνευμα και τα καπνά, θα πρέπει να καταλήγουν με ειδικούς φόρους κατανάλωσης στα κρατικά ταμεία και από εκεί στα νοσοκομεία, όπου θα περιθάλψουν τους –σχετικά λίγους– συμπολίτες μας που δεν μπόρεσαν να ελέγξουν τον εαυτό τους και εξαρτήθηκαν επιζήμια, όπως περιθάλπουν ήδη πότες και καπνιστές.

Χωρίς άλλες περιστροφές, λοιπόν, για όλους τους λόγους που παράθεσα, αλλά και γιατί πρέπει να κάνουμε χώρο στις φυλακές να χωρέσουν οι πολιτικοί προστάτες του οργανωμένου εγκλήματος, πρέπει να νομιμοποιήσουμε την κάνναβη όπως έκαναν οι Αμερικάνοι και να βγάλουμε από τη φυλακή όλους εκείνους τους χιλιάδες ανθρώπους που απλώς κάπνιζαν ένα φυτό. Γιατί όπως δεν αναγνωρίζω σε κανέναν το δικαίωμα να σου απαγορεύει με ποιον θα ξαπλώσεις (ποιον θα «βάλεις μέσα»), έτσι και δεν αναγνωρίζω σε κανέναν το δικαίωμα να σου επιβάλλει ποια ουσία θα καταναλώσεις (τι θα βάλεις μέσα). Αυτή η απαγόρευση είναι επιβλαβής και πρέπει επιτέλους να το λέμε ανοιχτά αντί να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Εγώ είμαι ένας προοδευτικός άνθρωπος σε μια συντηρητική κοινωνία. Εσείς;

Ο Φώτης Κοκοτός είναι επιχειρηματίας του Τουρισμού και των Κατασκευών, κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου (MSc) Μηχανικού Περιβάλλοντος, και υποψήφιος βουλευτής Λασιθίου με τη ΔΡΑΣΗ

Print Friendly, PDF & Email

Από manos