Rene Magritte: Le Mouvement Perpetuel,  (Η συνεχής κίνηση), 1935.Το μαρξιστικό παραμύθι μιας αστικής σταχτοπούτας…

Πολιτικό χρονογράφημα
Του ΚΩΣΤΗ Ε. ΜΑΥΡΙΚΑΚΗ

«Μεραμπέλλο: Πλουσία και γόνιμος επαρχία, παράγουσα έλαιον, αμύγδαλα, χαρούπια, ακώνια, άλας, τυρί και βούτυρον. Συνορεύει εξ’ ανατολών με το ανατολικοβόρειον πέλαγος και την Ιεράπετραν, εκ μεσημβρίας με το Λασίθι, εκ δυσμών με την Πεδιάδα και εξ άρκτου με το βόρειον πέλαγος, έχουσα σαράντα τρία χωριά…». (1)

Ο Ιβάν Κουν γεννήθηκε στο Μεραμπέλλο σε μια δύσκολη εποχή: Είχε τελειώσει μόλις πριν από λίγα χρόνια ο δεύτερος μεγάλος πόλεμος της ανθρωπότητας που είχε βγάλει και την Ελλάδα από τις στάχτες ενός εμφύλιου σπαραγμού. Μεγάλωσε αποκτώντας την εγκύκλιο μόρφωσή του μέσα από τις αρχές μιας νέας συναρπαστικής ιδεολογίας που διένυε την εφηβεία της στον αναδυόμενο μεταπολεμικό κόσμο, διηύθυνε τον νεανικό του παλμό και υποσχόταν μια δικαιότερη κοινωνία αρχής γινομένης από τη μεγάλη «χώρα των σοβιέτ», που ήταν και στη δική του νεανικότητα το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο αναφοράς που αυτοπροσδιόριζε την υπόστασή του. Οι ψηλές κορυφές των μεραμπελλιώτικων βουνών όχι απλώς οξυγόνωναν τις κοινωνικές εγκεφαλικές του διερευνήσεις και τους μεταφυσικούς του προβληματισμούς, αλλά του χάριζαν μακρινές αναζητήσεις: Αναζητήσεις μέχρι και τη ραφή του ορίζοντα με τη θάλασσα απ’ εκεί που ξεκινούσε και χάνονταν σαν τα καράβια των προγόνων του η μαρξιστική, λενινιστική και προλεταριακή διεθνιστική του αλληλεγγύη.
Στα φοιτητικά του χρόνια και λόγω των οικονομικών του σπουδών, είχε συνεχώς στο προσκεφάλι του το «Κεφάλαιο» του Καρόλου Μαρξ και το «Κράτος και Επανάσταση» του Βλαδίμηρου Λένιν. Η κλασσική ρώσικη λογοτεχνία δεν τον ενθουσίαζε, παρά μόνον αν υπηρετούσε τη «στρατευμένη» τέχνη, το σοσιαλιστικό ρεαλισμό και τη μπολσεβίκικη επανάσταση. Το Κρεμλίνο και η κόκκινη πλατεία στη Μόσχα, σηματοδοτούσαν γι’ αυτόν, το νέο ιστορικό και κοινωνικό Παρθενώνα, που αργά ή γρήγορα θα προσκυνούσαν όλοι οι λαοί, όλες οι φυλές της οικουμένης. Αναπόφευκτα, θα γινόταν ο πολιτικός ομφαλός της γης…
Με τα τσιτάτα που είχε αποστηθίσει, ο Ιβάν προσπαθούσε να κοσμεί συνεχώς το λόγο του, αφού ήταν πεπεισμένος πως μόνο μέσα από το μαρξισμό λενινισμό μπορούσε η κοινωνία να γίνει δικαιότερη. Πίστευε, πως μόνο μέσα απ’ αυτή την κοσμοαντίληψη η ανθρωπότητα θα ξανάβρισκε το ελιξίριο του τέλειου πολιτεύματος, και γι’ αυτό άλλωστε είχε υιοθετήσει στην καθημερινή του πρακτική (όπως και όλοι οι συνοδοιπόροι του) μεθόδους και τρόπους που είχε διδάξει ο θεοποιημένος «μεγάλος πατερούλης», ο Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Στάλιν.
Ήταν μέσα στα φοιτητικά του χρόνια, όταν μια χούφτα στρατιωτικών μαζί με τους αμερικάνους «ιμπεριαλιστές» (όπως του άρεσε να τους αποκαλεί και γέμιζε το στόμα του…) κατέλυσαν την «αστική» δημοκρατία στη χώρα του. Βάλθηκε, τότε, με πολλούς άλλους ομοίους του να αντιστέκονται για την ανατροπή αυτής της σελίδας, προσπαθώντας ταυτόχρονα να μορφοποιήσουν τη σιλουέτα του κομμουνισμού και να σχεδιάσουν το «προτσές» της σοσιαλιστικής επανάστασης και στην Ελλάδα. Ώσπου κάμποσα χρόνια αργότερα, ο «τοποτηρητής» των Αμερικάνων,  (…«ιμπεριαλιστών» για να μην ξεχνιόμαστε), νομιμοποίησε το κόμμα του. Ξεκίνησε τότε την ιδεολογική καθοδήγηση στις «κόβες» της επαρχίας του, αφού από τότε είχε πάρει το «χρίσμα» του ιδεολογικού ινστρούχτορα των τοπικών προλετάριων. Τα τσιτάτα πλέον είχαν γίνει υπέρτατα αξιώματα για τον Ιβάν και ο ακολουθητέος δρόμος προς τη «δικτατορία του προλεταριάτου» ήταν συγκεκριμένος. Τα χρόνια πέρασαν χωρίς ο παλαιολιθικός δογματισμός του να αβγατίσει στο άπλετο φως και στους ανοιχτούς ορίζοντες του Μεραμπέλλου. Όπως και σ’ ολόκληρη την Ελλάδα, σ’ εκείνο το κυνήγι της ουτοπίας και της μετέπειτα ιστορικής χρεοκοπίας, ήταν ελάχιστοι οι συνοδοιπόροι του. Λίγο αργότερα, θυμήθηκε ότι «ο μαρξισμός δεν είναι δόγμα» αλλά «μέθοδος ανάλυσης» και απετάχθην το σοβιετικό μοντέλο: Μιλούσε για έναν κομμουνισμό με ανθρώπινο πρόσωπο προσαρτημένο στα δεδομένα της Ελλάδας. Ήταν ο αρραβώνας με την «ανανέωση»…
Κωστής ΜαυρικάκηςΠάντα μέσα του, σ’ όλες του τις διαδρομές, είχε τη σιγουριά και την αυτοπεποίθηση, για την καθαρότητα, την τελειότητα και την αλήθεια του ιστορικού πεπρωμένου των κοινωνικών του αγώνων και της ιδεολογικής του δικαίωσης: Κάτι δηλαδή, σαν κι αυτό που πίστευε ο Γαλιλαίος για το ηλιοκεντρικό σύστημα…
Πίστευε όμως ταυτόχρονα, και στη μοναδική του υπεροχή έναντι όλων, για να γίνει κάποτε (μεγάλος) τιμονιέρης στον τόπο του…
Η ιδεολογική προσαρμογή και παραλλαγή, μέχρι εκείνη την περίοδο ήταν προδοτικές πράξεις αντεπανάστασης που κατέτασσαν τους πρωταγωνιστές, αν όχι στους εχθρούς του λαού, σίγουρα στους «φραξιονιστές»…
Με τα χρόνια, στη χώρα του κυβέρνησαν για πρώτη φορά στην ιστορία, κάποιοι που είχαν «λαφυραγωγήσει» από την ιδεολογία του τον προσδιορισμό «σοσιαλιστικός». Ω ποία ατίμωσις! Ο Ιβάν όμως, δεν έχανε την ευκαιρία και κάθε φορά τους αποκαλούσε «σοσιαλ-ρεφορμιστές» που κατέκλεψαν και παραποίησαν «τις αρχές, τις αξίες και τα ιδανικά» του μαρξισμού. Γι’ αυτόν η σοσιαλδημοκρατία εκείνου του καιρού ήταν ο Δούρειος Ίππος του πιο αισχρού καπιταλισμού…
Τα χρόνια πέρασαν. Η μεγάλη «χώρα των σοβιέτ», ξανάγραψε, αναίμακτα αυτή τη φορά, την ιστορία της από την αρχή. Το σοκ του Ιβάν και της παρέας του ήταν βιβλικό: Τσιμπιόντουσαν για να δουν αν ήταν αλήθεια ή αν ονειρευόντουσαν. Αν υπήρξε ιστορικός ή ανιστόρητος ο υλισμός τους και το «προτσές» τους…
Η ικανότητα όμως της προσαρμογής των ιδεολογιών στην τρέχουσα πραγματικότητα (όπως των ζωντανών ειδών στο φυσικό περιβάλλον), αποδείχτηκε ισχυρότερη από τη μονολιθικότητα και το δόγμα του ιστορικού – ανιστόρητου υλισμού του: Ο Ιβάν στηρίχτηκε από τους αφελείς «σοσιαλ-ρεφορμιστές» που σε κάθε ευκαιρία κατηγορούσε, για να γίνει, τότε, ο πρώτος τιμονιέρης του τόπου του, που χρόνια περίμενε. Η τύχη όμως και το ιστορικό του πεπρωμένο δεν του χαμογέλασαν: Ο αντίπαλος «αστός» κέρδισε στο ζατρίκιον της θέμιδος την πρωτιά, για να επαληθευτεί μέσα του το άρτι ξεχασθέν μαρξιστικό τσιτάτο, ότι «αν οι εκλογές ήταν για το συμφέρον του λαού θα ήταν παράνομες»! Τα χρόνια εξακολουθούσαν να περνούν.
Η ιδέα της προσωπικής και ιδεολογικής του καθαρότητας και υπεροχής έναντι όλων των άλλων στον τόπο του, δεν τον εγκατέλειπε ποτέ: Περίπου όπως τον Ανδρόνικο, που ήθελε σώνει και καλά, με το ζόρι, να πάρει το θρόνο από τον ξάδερφό του στον οίκο των Κομνηνών στο Βυζάντιο…
Η διαδικασία του ιδεολογικού χαμελαιοντισμού και προσεταιρισμού είχε σχεδόν πιστοποιηθεί. Ήρθε έτσι το πλήρωμα του χρόνου, και οι μισητοί του «σοσιαλ-ρεφορμιστές» με τη συνδρομή κάποιου λόγιου αυτανέψιου του, πρώην πρωτοσπαθάριου στο ελληνικό μαρξιστικό «πολίτ μπιρό» τον (ξανα)επέλεξαν, αφελιζόμενοι για δεύτερη φορά, ως τον πρώτο βαθύφρωνα τιμονιέρη στον τόπο του. Αυτή τη φορά ο Μάρξ είχε …άδικο! Οι εκλογές ήταν για το συμφέρον του λαού! Ο Ιβάν έκανε το όνειρό του πραγματικότητα: Κέρδισε τις Βερσαλλίες και κατά πως λέει και ο Αλεξανδρινός «σαν έτοιμος από καιρό», ενεδύθη την πορφυρή χλαμύδα των ηγεμόνων. Η ζωή στο παλάτι όμως, είτε Βερσαλλίες λέγεται αυτό είτε Κρεμλίνο, είναι εξαιρετικά δύσκολη: Στον Ιβάν, ίσως είχε διαφύγει, ότι ήταν πολύ δυσκολότερο να διαφυλάξει το στέμμα του παρά να το αποκτήσει. Και εδώ ήταν, που άρχιζαν τα δύσκολα: Η ανασφάλεια που τον κατέτρωγε νυχθημερόν μην απωλέσει το στέμμα, του δημιουργούσε εμμονές. Οι τυχάρπαστοι τσαρλατάνοι, οι εξκουβίτορες, οι κουβικουλάριοι και οι γελωτοποιοί της αυλής, τον συμβούλευαν έτσι ώστε, να δημιουργεί τη μια κρίση και τη μια πυρκαγιά πάνω στην άλλη. Δεν ήθελε και πολύ να αρχίσει, η γνώριμη για όλους τους πορφυρογέννητους, μοναξιά της εξουσίας.
Κάποτε, μέσα σ’ όλα αυτά τα προβλήματα, ο Ιβάν βρέθηκε και μαγεύτηκε στην μεταφυσική σιωπή και στην υπερκόσμια γαλήνη ενός ορθόδοξου μοναστηριού. Παρόλο που πίστευε, ως θολό απομεινάρι μιας τεθνημένης ιδεολογίας, πως η θρησκεία είναι «το όπιο του λαού», πλησίασε για να κουβεντιάσει με το μοναχό που προσευχόταν με το κομποσκίνι του κάτω από τ’ ανθισμένα λεμονόδεντρα. Ο Ιβάν ενδόμυχα ευελπιστούσε, στην ενόραση του ασκητή μοναχού, αφού η ανασφάλεια που τον ταλαιπωρούσε, ξεκινούσε από το ότι δεν δευτερώνει κανένας εστεμμένος άρχοντας, στο Μεραμπέλλο. Ο μοναχός, του μίλησε για ταπεινότητα, για μεγαλοψυχία, για μετάνοια, και για ο,τιδήποτε άλλο πρέπει να χαρακτηρίζει τη βιωτή ενός άρχοντα. Στο τέλος, από τα θησαυρίσματα της βιβλιοθήκης του μοναστηριού διάλεξε να του χαρίσει ένα χρήσιμο, όπως του είπε βιβλίο: Ήταν τα «άπαντα ποιητικά» του Κ. Π. Καβάφη. Ο Ιβάν άνοιξε τυχαία το βιβλίο. Έπεσε πάνω στο ποίημα  «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον» και η ματιά πάνω στο στίχο που έλεγε:

…τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανοφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις…

Ένας κρύος ιδρώτας τον περιέλουσε σύγκορμα: Τότε κατάλαβε για πρώτη φορά, πως ο κύβος είχε ήδη ριφθεί…

 

(1) Μ. Χουρμούζης – Βυζάντιος, «Κρητικά», Εν Αθήναις 1842

 

komavr@otenet.gr

 

ΚΩΣΤΗΣ Ε. ΜΑΥΡΙΚΑΚΗΣ

Πολιτικός Μηχανικός

Print Friendly, PDF & Email

Από manos