του Φώτη Κοκοτού
Ακούω πολύ συχνά να αναρωτιέται ο κόσμος για τις «τιμές που δεν πέφτουν» ενώ μειώνονται οι μισθοί, πως «φταιν’ τα μονοπώλια», και πως αν αυξηθούν οι μισθοί θα «πέσουν λεφτά στην αγορά» και θ’ αντιστραφεί η κρίση. Σε oλ’ αυτά, και αρκετά παρεμφερή, χρήζει μια σαφής και εποικοδομητική απάντηση. Τα πράγματα δεν είν’ απλά. Και σίγουρα δεν υπάρχει ένας και μόνον λόγος πίσω απ’ όλα, μια υποτιθέμενη συνωμοσία (των «ξένων», του «κεφαλαίου», ή των «πολιτικών»). Όσο πιο απλά μπορώ, θα αναδείξω πώς συνδέονται οι τιμές με τον ανταγωνισμό και τα κόστη, οι μισθοί με την ανταγωνιστικότητα, και πόσο απαραίτητες είναι οι επενδύσεις.
Έτσι θα μπορούμε όλοι να καταλάβουμε τι σημαίνει ανάπτυξη, γιατί υπάρχει τόση έμφαση στις ιδιωτικοποιήσεις, και γιατί πρέπει ν’ αλλάξει ριζικά το κράτος. Ο λόγος είναι σαφής: όσο δεν τα καταλαβαίνουμε, τόσο θα συνεχίσουν να εκλέγονται οι πιο ανίκανοι, αυτοί που λένε τα πιο πολλά ψέματα, αυτοί που υπόσχονται λαγούς με πετραχήλια, και τελικά θα ζητάμε συνέχεια εκλογές ξέροντας ότι θ’ απογοητευθούμε γι’ άλλη μια φορά.
Ξεκινώ να ξετυλίξω το κουβάρι από ένα σημείο που έθιξα παραπάνω: αν οι τιμές επηρεάζονται από τα μονοπώλια. Κατ’ αρχήν, είναι σαφές ότι απεχθανόμαστε τα μονοπώλια είτε είναι ιδιωτικά είτε κρατικά, όπως απεχθή είναι και τα ολιγοπώλια-καρτέλ. Βέβαια, δεν εννοούν όλοι το ίδιο πράγμα με την ίδια λέξη. Στην Ελλάδα, όταν ο κόσμος λέει «μονοπώλιο» δεν εννοεί κάτι σαν τη ΔΕΗ, που είναι πράγματι ένα μονοπώλιο με τεράστια δύναμη σε όλη τη χώρα (κι έχει και τους πολιτικούς στο τσεπάκι). Ο περισσότερος κόσμος εννοεί τις μεγάλες εταιρείες σαν την JUMBO (Ελληνική) ή τη LIDL (Γερμανική). Στην Ελλάδα, όμως, τα μονοπώλια είναι στην πραγματικότητα μόνο τοπικά, με πανίσχυρους μεσάζοντες που πληρώνουν ελάχιστα στον παραγωγό. Στα τρόφιμα, για παράδειγμα, τα μικρά μαγαζιά και τα σούπερ μάρκετ μοιράζονται την αγορά περίπου 50-50, ενώ σε Γαλλία, Γερμανία, ακόμη και στην Πορτογαλία, είναι περίπου 15-85. Δηλαδή, η Ελλάδα είναι μια διασπασμένη αγορά με πολλά μικρά τοπικά μαγαζιά που δουλεύουν με πολύ μεγαλύτερο μοναδιαίο κόστος από τις εταιρείες. Δεν είναι τυχαίο ότι η LIDL έχει πιάσει παντού στην Ελλάδα, αφού έχει χαμηλότερες τιμές από τους τοπικούς εμπόρους. Επιπλέον, αν η Jumbo, π.χ., αποφάσιζε να κατεβάσει κι άλλο τις τιμές της τότε θα τους έκλεινε τους μικρούς ανταγωνιστές και θ’ αυξανόταν κι άλλο η ανεργία. Αντίθετα, οι τιμές της Jumbo χρηματοδοτούν την επέκταση με νέα μαγαζιά, δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας. Πρέπει, επίσης, να συνειδητοποιήσουμε ότι η ενίσχυση των τοπικών μονοπωλίων είναι και ένα αποτέλεσμα της κρίσης: αφού συνέχεια κλείνουν επιχειρήσεις και όσοι απομένουν μπορούν να ανεβάσουν τις τιμές χωρίς ανταγωνισμό, το κάνουν. Η μείωση των τιμών εξαρτάται κυρίως από τον ανταγωνισμό, ενώ η αύξηση των τιμών εξαρτάται κυρίως από την αύξηση του κόστους. Το ΔΝΤ, μάλιστα, εφαρμόζει ένα δόγμα περί «εσωτερικής υποτίμησης», όπου μειώνοντας το κόστος εργασίας αυξάνεται η ανταγωνιστικότητα και μειώνονται οι τιμές, πράγμα που εδώ δε δουλεύει για λόγους που θα δούμε ευθύς αμέσως.
Για τις παραγωγικές επιχειρήσεις, το κόστος εργασίας αποτελεί ένα σημαντικό ποσοστό του κόστους, περίπου το 25%, αλλά δεν είναι το μόνο. Τόσο περίπου είναι και το κόστος χρήματος και φόρων, τα οποία –μάλιστα– συνεχώς αυξάνονται, αντισταθμίζοντας τη μείωση των μισθών. Το πιο σημαντικό ποσοστό, περίπου 40%, αποτελούν εισαγόμενα αγαθά όπως οι πρώτες ύλες, τα μηχανήματα, και η ενέργεια, τα οποία αυξάνονται επίσης. Μόνο το ισχυρό Ευρώ μπορεί και τα συγκρατεί από το να ξεφύγουν τελείως, οπότε αν φύγουμε από το Ευρώ οι τιμές θα εκτοξευθούν. Αθροίστε τα παραπάνω (25+25+40) και μένει ένα υπόλοιπο 10% το οποίο περιλαμβάνει κάποια πράγματα που πέφτουν, όπως τα ενοίκια, αλλά και κάποια που ανεβαίνουν, όπως το κόστος μεταφορών (στην Ελλάδα είναι υπερδιπλάσιο από αυτό που ισχύει στη Δυτική Ευρώπη). Βλέπετε, λοιπόν, ότι οι τιμές δεν πρόκειται να πέσουν μόνο επειδή έπεσαν τα νοίκια και μειώθηκαν οι μισθοί. Αυτή η «εσωτερική υποτίμηση» δε φέρνει αποτελέσματα στο ράφι. Και εκατομμύρια άνθρωποι έχουν καταντήσει να ζουν στη φτώχεια. Είναι μείζον ζήτημα να αυξηθούν τα εισοδήματα των εργαζομένων και να πέσουν οι τιμές. Η λύση είναι: ανταγωνιστικότητα, επενδύσεις, ανάπτυξη, παραγωγικότητα, με αυτή τη σειρά.
Το ξέρατε ότι στις πρώτες δέκα θέσεις κατάταξης ανταγωνιστικότητας της Παγκόσμιας Τράπεζας δεν υπάρχει καμία χώρα με χαμηλό κόστος εργασίας; (Ελβετία, Σιγκαπούρη, Φινλανδία, Σουηδία, Ολλανδία, Γερμανία, ΗΠΑ, ΗΒ, Χονγκ Κονγκ, Ιαπωνία). Αυτό που δεν καταλαβαίνει ο πολύς κόσμος (και αρκετοί μορφωμένοι) είναι ότι οι υψηλές αμοιβές είναι αποτέλεσμα της ανταγωνιστικότητας και όχι η ανταγωνιστικότητα αποτέλεσμα των υψηλών αμοιβών (έχει και όνομα το φαινόμενο: «Παράδοξο του Kaldor»). Οι ανταγωνιστικές χώρες έχουν δραματικά διαφορετική οικονομία από μας: είναι έντονα εξωστρεφείς και εξαγωγικές. Τα δικά μας βασικά χαρακτηριστικά ήταν μέχρι πέρσι η δραματική αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης (ξεπέρασε το 70% του ΑΕΠ το 2011) και της δημόσιας κατανάλωσης (16% του ΑΕΠ), σε συνδυασμό με μόλις 27% εξαγωγές, 12% βιομηχανία και 4% αγροτική παραγωγή. Πρόκειται για μια χαρακτηριστικά «κλειστή» οικονομία, χτισμένη γύρω από το κράτος, που παράγει μη εμπορεύσιμες διεθνώς υπηρεσίες και που –ουσιαστικά– ξοδεύει το διαθέσιμο εισόδημά σε καταναλωτικές εισαγωγές (από επώνυμο Ιταλικό καφέ και τσάντες, ως και κρέατα αξίας 1δις Ευρώ το χρόνο!).
Αν συγκρίνει κανείς τους μισθούς με την παραγωγικότητα ανά την Ευρώπη, θα δει ότι εμείς οι Έλληνες αμειβόμαστε περίπου το ίδιο με τους Γερμανούς ανά μονάδα προϊόντος που παράγουμε. Η διαφορά είναι ότι αυτοί παράγουν κυρίως ακριβά προϊόντα για τις διεθνείς αγορές (π.χ. αυτοκίνητα για Κινέζους και Ρώσους), ενώ εμείς παράγουμε κυρίως φθηνά προϊόντα για τους εαυτούς μας (π.χ. φραπέδες και σουβλάκια), και –ακόμη χειρότερα– τα παράγουμε με εισαγόμενο καφέ και κρέας. Το πρόβλημα, λοιπόν, είναι στην παραγωγή. Κι αυτό δεν έχει σχέση με την ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού: οι ίδιοι Έλληνες που μεγαλουργούν στο εξωτερικό είναι οι Έλληνες που στην Ελλάδα ρημάζουν. Το πρόβλημα βρίσκεται στο επιχειρηματικό περιβάλλον, το οποίο δεν αφήνει τους ίδιους ανθρώπους να μεγαλουργήσουν κι εδώ. Κι όταν μεγαλουργήσουν, τότε οι καλοί εργαζόμενοι θα είναι περιζήτητοι και θα μπορούν να πληρώνονται υψηλότερες αμοιβές. Για να αυξηθούν οι μισθοί, λοιπόν, πρέπει να αυξηθεί η παραγωγικότητα, και για να γίνει αυτό χρειάζονται επενδύσεις, και οι επενδύσεις χρειάζονται επιχειρηματικό περιβάλλον: με απλή φορολογία και χωρίς λαδώματα, με καλές υποδομές, εξωστρεφή παιδεία και σαφώς προστατευμένο φυσικό περιβάλλον, με άψογη δικαιοσύνη και ασφάλεια.
Χρειαζόμαστε τεράστιες δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις σε παραγωγικές δραστηριότητες και υποδομές: μεταφορές, δίκτυα, τουρισμός, υψηλή τεχνολογία, αγροτική παραγωγή, κ.ο.κ. Και χρησιμοποιώ τη λέξη «τεράστιες» με πλήρη συναίσθηση των μεγεθών, γιατί τα νούμερα είναι σαφή: Με ύφεση πάνω από 30% σε τέσσερα χρόνια, η Eurobank υπολογίζει πως για να σταματήσει η κατρακύλα πρέπει να αυξήσουμε τώρα αμέσως τις επενδύσεις κατά 14% και τις εξαγωγές κατά 6%. Και, για να επιστρέψουμε σε ανάπτυξη 3% πρέπει οι επενδύσεις να αυξάνονται κατά 36% το χρόνο όταν το 2000-2008 ήταν μόλις 4% το χρόνο! Δηλαδή πρέπει να πετύχουμε μέσα σε ένα χρόνο όσες επενδύσεις έγιναν στα 8 χρόνια που το δανεικό χρήμα έρεε άφθονο. Γίνεται; Δεν υπάρχει επιλογή να μη γίνει. Αν δε γίνει, θα συνεχίσουμε να κατρακυλάμε στη φτώχεια για πολύ περισσότερο. Οι υποσχέσεις περί ανάπτυξης που θα φέρουν χωρίς ξένα λεφτά οι «Ανεξάρτητοι Έλληνες» και ο «ΣΥΡΙΖΑ» είναι, γι’ αυτούς που καταλαβαίνουν νούμερα, απλά ψέματα.