Κωστής Χλουβεράκης, 15.10.1928 - 5.6.2017
ο Κωστής Χλουβεράκης

Ξεχωριστός, ωραίος άνθρωπος. Πεσιμιστής. Ήταν όμως τόση η ακτινοβολία και η ποιότητά του που σου προκαλούσε αισιοδοξία. Αν ήταν οι άνθρωποι σαν κι αυτόν …

Πρωινό Σαββάτου στη Σητεία, 2 Σεπτεμβρίου 2017. Πριν το χάραμα. Μπονάτσα. Μπήκαν στο ψαράδικο του καπετάν Μιχάλη κρατώντας την τεφροδόχο, η γυναίκα του Helen, η κόρη του Ελένη με τον Ηρακλή, η ανίψια του Ρίτα με το Νίκο, οι φίλοι του από την Ουαλία, ο Chris με την Kathy, που ήρθαν επί τούτου.

Ανοίχτηκαν λίγο έξω από το Λιμάνι, έσβησαν τη μηχανή. Ο ήλιος μόλις ξεμύτιζε στον Κάβο Σίδερο. Πήραν την τεφροδόχο και σκόρπισαν σιγά σιγά τη στάχτη του στη θάλασσα ρίχνοντας κι από ένα αποχαιρετιστήριο λευκό τριαντάφυλλο.

Το μεσημέρι η οικογένεια έκανε τραπέζι σε παραλιακό εστιατόριο της Σητείας. Είχα ζητήσει από τον κοινό φίλο Γιάννη Κιουρτσάκη να γράψει κάτι για την περίσταση. Το παραθέτω.

Αντώνης Ανηψητάκης

Αθήνα 27.8.17

Τον Κωστή Χλουβεράκη τον εκτίμησα και τον αγάπησα προτού τον γνωρίσω. Τέλη της δεκαετίας του ’70. Διαβάζοντας τις επιφυλλίδες του στο Βήμα, μάντευα έναν άνθρωπο ζεστό,  γενναιόδωρο, αφοσιωμένο στο ιατρικό του λειτούργημα και συνάμα βαθιά καλλιεργημένο, ανοιχτό στον διάλογο, διεισδυτικό, που προβληματιζόταν ακούραστα για τα μεγάλα ζητήματα του τόπου, του κόσμου και του καιρού μας. Ένιωθα ότι βρήκα έναν πνευματικό αδερφό.

Έτσι όταν εξέδωσα το πρώτο μου βιβλίο, έσπευσα να του το προσφέρω στο ιατρείο του. Σύντομα γίναμε φίλοι. Με συνέτρεξε όσο κανένας άλλος σε κάποια περιπέτεια της υγείας μου. Με εμψύχωσε στα πρώτα συγγραφικά μου βήματα. Διαβάζαμε ο ένας τα γραπτά του άλλου και τα συζητούσαμε σε κάθε ευκαιρία – οι πόρτες του σπιτιού και του ιατρείου ήταν πάντα ανοιχτές. Η ζωντανή του παρουσία επαλήθευε πέρα από κάθε προσδοκία την εικόνα που είχα σχηματίσει για εκείνον. Χρόνο με τον χρόνο, γνώριζα έναν αληθινό Έλληνα, πάει να πει έναν αληθινό άνθρωπο, ο οποίος ύστερα από μια λαμπρή και πολυετή σταδιοδρομία στα ξένα, αισθάνθηκε την ασίγαστη ανάγκη να γυρίσει στην Ελλάδα για να προσφέρει – αυτό το ατίμητο δώρο που τόση ανάγκη το έχει ο τόπος μας και τόσο λίγο ξέρει να το εκτιμά. Θα θυμάμαι πάντα πώς μου διηγιόταν τον νόστο του στην Κρήτη, όταν διέσχισε οδικώς ένα μεγάλο μέρος του νησιού για να φτάσει στην αγαπημένη του Σητεία – πώς αναγνώριζε κάθε γωνιά του θεϊκού τοπίου κι έκλαιγε ακατάπαυστα.

Κι όμως, η βαθύτατη φιλοπατρία του δεν είχε ίχνος εθνικισμού. Ως γνήσιος Οδυσσέας του καιρού μας, ο οποίος πολλών δ’ ανθρώπων άστεα ίδεν καί νόον έγνω, ήταν ένας πολίτης του μεγάλου κόσμου που κατείχε την τέχνη να μεταλαμπαδεύει στον καθένα όση πολύτιμη γνώση – γνώση επιστημονική, μα πάνω απ’ όλα ανθρώπινη – είχε μαζέψει στις γόνιμες περιπλανήσεις του. Το μαρτυράει, ανάμεσα σε άλλα, το σπουδαίο έργο που επιτέλεσε στο Γενικό Νοσοκομείο Γιώργος Γεννηματάς, ως διευθυντής του Ενδοκρινολογικού Τμήματος και ως χαρισματικός δάσκαλος που διαμόρφωσε μια γενιά νεότερων συναδέλφων.

Να γιατί σήμερα που λείπει οδυνηρά σε όλους μας, νιώθω τον δικό μου πόνο να αντισταθμίζεται από τη χάρη που μου δόθηκε να γίνω άξιος της φιλίας του, για την οποία θα τον ευγνωμονώ όσο ζω. Αλλά και από τη χαρά μου, όταν συλλογίζομαι πως έφυγε από τη ζωή δικαιωμένος, έχοντας εκπληρώσει όσο καλύτερα μπορούσε το βαρύ χρέος της ανθρωπιάς. Επιτρέψτε μου να τον αποχαιρετήσω με τούτα τα λόγια του Σεφέρη, που τον αγαπούσαμε και οι δύο:

Φώναξε τα παιδιά να μαζέψουν τη στάχτη
και να την σπείρουν.
Ό,τι πέρασε πέρασε σωστά.

Αγαπημένε μας Κωστή, δεν θα πάψεις να σπέρνεις τον καλό σπόρο στις ψυχές μας.

Γιάννης Κιουρτσάκης

Print Friendly, PDF & Email

Από giorgos