Πωλείται όπως είναι.....Και με ρώτησε: «Γιάντα μπρε συ πούλησες το χωράφι που σ’ άφησα; Πεινασμένος είσαι για εκουζουλάθηκες;»
Κι είπα του: «Ήθελα να βγάλω λεφτά να πάρω καννα αυτοκίνητο ή κανένα διαμέρισμα για τα κοπέλια».
Κι είπε μου ο παππούς μου: «Και δεν εκάτεχες να βγάλεις εσύ λεφτά από το χωράφι μόνο έδωσες το για κομμάτι ψωμί;»

«Δεν άξιζε μωρέ παππού πράμα τούτονε το ξεροχώραφο, δεν έβγαζε πράμα μπλιο».

«Γιάντα μπρε; Ήντα του ‘κανες; Μπας κι έβαλες του πολλά οζά και το ξεκάνανε ή το ‘σπερνες πολύ κι απόκαμε ή δεν έδινες του σημασία; Και τόσες σα επιδοτήσεις που σου δώσανε, δεν εκάτεχες να τα σάξεις τα χωράφια σου να ‘ναι πάντα καρπερά; Ή τσι φαες για να πάρεις αυτοκίνητα και διαμερίσματα;»

«Ετσά ‘ναι που το λες ….»

«Κι ήντα αρμήνευα σου εγώ όντεν ήσουνε κοπέλι; Από τη γη εβγάλαμε παράδες και θα βγάζουμε άμα τηνε προσέχουμενε να μη ψακώσει. Να τηνε προσέχεις όπως τηνε πρόσεχα εγώ. Χωρίς γη ήντα μπορείς να κάμεις μόνος σου; Δε θωρείς τσι κακομοίρηδες που δεν έχουνε γης και μια ζωή είναι στο μεροκάματα και στο βερεσέ; Ήντα να τα κάμεις μωρέ τ’ αυτοκίνητα και τα διαμερίσματα που χάνουνε την αξία ντωνε. Η γη δε τηνε χάνει ποτέ τση, όσο ξερή και να ‘ναι. Πλούτος είναι η γης και σου μένει, τ’ άλλα χάνουνται. Άμα δεν αξίζει σήμερα, αύριο θ’ αξίζει. Κι άμα τηνε ξεπουλήσεις ούλη, ήντα θα ‘χεις μπρε αργότερα να πουλήσεις όντε θα ‘χεις άλλα έξοδα;» «Ετσά ‘ναι που το λες ….»

«Κι αμέ άμα δεις το χωράφι που ντώνε πούλησες να του βάνουνε εληές ή άλλο πράμα και να πυλούνε οι ξένοι το λάδι ή ότι άλλο θα βγάνουνε από τη γη σου. Ήντα θα νοιώθεις; Ή να κάνουνε ξενοδοχεία και να βγάζουνε παράδες κι εσένα να μη σου ‘χει μείνει πράμα; Ντα δεν εκάτεχες εσύ και μερ’κοί άλλοι να κάμετε το ίδιο; Να ‘ρχουνται οι ξένοι που μπουνταλιούνε για τη Κρήτη, να μέουνε και να τρώνε ότι τρώμενε κι εμείς και των αρέσει;

Και δε θωρείς στον Αποκόρωνα ήντα εκάμανε; Που δώσανε τη γης τωνε και τα σπίτια ντωνε στσι ξένους; Ντα δεν εκατέχανε να σάξουνε αυτοί τα σπίτια ντωνε καλά, ετσά που τα θένε οι ξένοι, και να τω ντα νοικιάζουνε; Δε κοπανονε δα τη γκεφαλή ντωνε;»

«Μα δεν εμπόρουνε εγώ παππού να κάνω τούτανε να τα πράματα».

«Κι ήντα σας σε λένε μπρε για ανάπτυξη άμα δεν σας εβοηθούνε να κρατήσετε τη γης σας και να πλουτίσετε εσείς, να ‘σαστε εσείς τα αφεντικά κι όχι να ‘χετε άλλα αφεντικά».

«Μα λένε πως εμείς δεν κατέχουμενε να βγάζουμε λεφτά από τη γη μας.»

«Το κακό ντωνε το καιρό. Αλλά για στάσου, μπας κι έχουνε δίκιο που σας εδίνανε και σας εδίνουνε 25 χρόνια επιδοτήσεις κι εσείς δεν εκάματε πράμα….

Εσύ, κοπέλι μου, θα πρέπει να νοιαστείς να εκμεταλλευτείς τη γη σου σωστά. Άμα δεν κατές ήντα να κάνεις εδά που ‘χουνε ζορίσει τα πράματα, να ρωτήσεις και να μάθεις. Όι να κάθεσαι στο καφενέ και να περιμένεις πότε θα ‘ρθει κιανείς να σου δώσει πέντε δεκάρες να σου τηνε πάρει. Έτσα ‘κανες και με τσ’ επιδοτήσεις κι έμαθες να μη δουλεύεις και να μη κόβει η κεφαλή σου ήντα να κάνεις.»

«Μα ποιο να ρωτήσω μπρε συ παππού. Κι οι άλλοι που πουλούνε δε θωρούνε κανένα να νοιάζεται να ‘ρθει να μας επεί ήντα να κάνουμε και ήντα μασε συμφέρει».

«Κατέχω τα δα τούτανα, κιανείς δε σας σε δίδει σημασα, κιανείς δεν τηνε πονά μπλιό τη γη. Και οι αρχόντοι σας και οι υπηρεσίες σας. Τα λεφτά να παίρνουνε μόνο κατένε και δε δίνουνε δεκάρα τσακιστή να σας σε βοηθήσουνε σωστά.

Εγώ, όμως, θωρώ, από παέ πάνω απού με, πολλούς επιστήμονες κι έχουνε πολλές ιδέες πως να σπείρεις τη γη, να βγάλεις πολλούς παράδες και να σου μείνει και η γη σου. Γιατί τόσανα που βγάζει η εβλοημένη η γη μας και τόσες σας ομορφιές που έχει ο τόπος μας τα ζητά και τ’ αγοράζει ο κόσμος πολύ. Και μέσα κι όξω από την Ελλάδα. Να τσι ρωτήσεις κι εσύ κι οι άλλοι. Άμα δεν κλάψει το κοπέλι δεν του δίνει η μάνα να φάει.

Και ξάνοιξε και το Μιχάλη, τον Κωστή και το Γιώργη που εκάνανε τα βιολογικά προϊόντα και θέλουνε να σάξουνε τα σπίτια ντωνε να βάνουνε σε κανένα δωμάτιο τουρίστες να μένουνε και να ντωνε πουλούνε και τα βιολογικά. Και δε ντο βάζουνε κάτω. Άμα το κάμετε ούλοι μαζί, άμα πάτε στσ’ αρχόντους σας να τωνε πείτε ότι θέλετε εσείς να κάμετε δικά σκέδια για τη γη σας, θα βρούνε τρόπους και παρά να σασε δώσουνε. Και θα βγείτε ούλοι κερδισμένοι».

«Μπρε συ παππού, εζόρισες με πολύ»

«Έπρεπενε κοπέλι μου. Γιατί θωρώ σε να βάζεις τα δάκτυλα σου και βγάζεις τα μάτια σου και μετά να παραπονιέσαι ότι δε θωρείς. Ετσά δεν είπενε ένας καλόγερος στη Μάνη μετά την πυρκαγιά που τσ’ έκαψενε τον Αύγουστο;».

Ο εγγονός

Σεπτέμβρης 2006

Για την αντιγραφή: Ελένη Καπετανκη-Μπριασούλη, Καθηγήτρια, Τμήμα Γεωγραφίας, Πανεπιστήμιο Αιγαίου Υποστηρίκτρια του συνδυασμού «το Λασίθι στην Πλώρη»

Print Friendly, PDF & Email

Από manos