Του Γιάννη Παντελάδη *

Ξεδιπλώνοντας τον ειρμό της σκέψης μας, θα ξεκινήσουμε την ανάλυσή μας από το επίπεδο της θεωρίας και των επιβαλλόμενων πολιτικών.
Οι νεοφιλελεύθεροι πιστεύουν ότι η Κευνσιανή πρακτική των ενεργών δημοσιονομικών πολιτικών ενισχύει, μόνον, το επίπεδο τιμών χωρίς να μεταβάλλει, μακροπρόθεσμα, το επίπεδο του προϊόντος.

Στην περίπτωσή μας, οι νεοφιλελεύθεροι τεχνοκράτες των Βρυξελλών, δια της επιβολής του συμφώνου σταθερτητας, εξουδετέρωσαν τις Κευνσιανές δημοσιονομικές πολιτικές και ανέδειξαν, ως αποκλειστικό μέσο οικονομικής ανάπτυξης, τη νομισματική πολιτική, την ευθύνη της οποίας ανέλαβε η περίφημη ΕΚΤ. Το νεοφιλελεύθερο μοντέλο, στη μονεταριστική εκδοχή του, προβλέπει ότι, δια της μειώσεως του πληθωρισμού και των επιτοκίων, οι επενδύσεις αυξάνονται, κατ επέκταση το προϊόν και η απασχόληση.
Βέβαια, η θεωρία προβλέπει, επίσης, ότι η μείωση των επιτοκίων για να είναι αποτελεσματική, ως προς την αύξηση των επενδύσεων και του προϊόντος, θα πρέπει να συνδυαστεί και με πολιτικές μείωσης του κόστους εργασίας. Έτσι, σταδιακά, μετά τη συνθήκη του Μάαστριχτ και ιδιαίτερα μετά τη δημιουργία της ΟΝΕ, όπου η ΕΚΤ κατέστη παντοδύναμη, άρχισε μια νέα επίθεση στο κράτος πρόνοιας και στα δικαιώματα της εργασίας.
Φυσικά, αρωγοί, σε υτήν την προσπάθεια, υπήρξαν οι γραφειοκράτες της ευρωπαϊκής επιτροπής (με τους κανονισμούς και τις οδηγίες τους για την ανταγωνιστικότητα), αλλά, και οι κυβερνήσεις των χωρών-μελών που βρήκαν πολιτικά λυσιτελές να αποδίδουν τις απορυθμίσεις των αγορών και τα όποια προβλματα στα κεντρικά όργανα των Βρυξελλών.
Η συρρίκνωση, λοιπόν, του κράτους προνοίας, η ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας και η επι το δυσμενέστερον ρυθμίσεις του ασφαλιστικού συστήματος είχαν και εξακολουθούν να έχουν (διότι η κατεδάφιση δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί), ω αμετάθετο στόχο, την περαιτέρω μείωση του κόστους εργασίας, ως αποκλειστικό μέσο ενίσχυσης των επενδύσεων και ανάκτησης της τρωθείσης ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών προϊόντων.
Προς την κατεύθυνση αυτή συνηγορεί, κατά τους τεχνοκράτες, και η σταδιακή άνοδος της σναλλαγματικής ισοτιμίας του ευρώ έναντι του δολαρίου, αποτέλεσμα των δίδυμων ελλειμμάτων των ΗΠΑ. Η απώλεια της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών προϊόντων, η οποία εκφράζεται με όρους μείωσης των ευρωπαϊκών εξαγωγών, μπορεί να αντιμετωπιστεί, υπό καθεστώς υψηλής ισοτιίας, δια της συμπίεσης του κόστους εργασίας.
Όμως τα αποτελέσματα της νεοφιλελεύθερης ρύθμισης, αποτυπωμένα, ήδη, στα στοιχεία της Eurostat, δείχνουν ότι, καθ όλη τη δεκαετία του 90, έλαβε χώρα μια, χωρίς προηγούμενο, αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ του κεφαλαίου και εις βάρος της εργασίας. Επίσης, σε αντιδιαστολή με τις προβλέψεις της θεωρίας, η πραγματικότητα έδειξε ότι, παρά τη μείωση των επιτοκίων, τη μερική συμπίεση του κόστους εργασίας και την αύξηση του μεριδίου του κεφαλαίου στο εθνικό προϊόν, οι επενδύσεις παρέμειναν στάσιμες.
Αλά, οι πλούσιοι έγιναν πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι. Έτσι, στη μείωση των εξαγωγών προσετέθη και η μείωση της εγχώριας ζήτησης, ως αποτέλεσμα της ογκούμενης ανεργίας και της μείωσης του εισοδήματος των ευρωπαίων πολιτών, βυθίζοντας σε μεγαλύτερη ύφεση την ευρωπαϊκή οικονομία. Γιατί λοιπόν ξενίζει ορισμένους αθεράπευτους ευρωπαϊστές το Γαλλικό και Ολλανδικό όχι στο «νόθο» ευρω-σύνταγμα;
Κάνοντας μια σύντομη παρέκβαση, εν συντομία, θα αναφέρω ότι, στο επίπεδο της θεωρίας, είναι εσφαλμένη η ακραία νεοφιλελεύθερη άποψη. Όπως, άλλστε, δείχνει η ίδια η ιστορική εμπειρία, σε περιόδους παρατεταμένης ύφεσης και μειωμένων προσδοκιών, η νομισματική πολιτική, επικεντρωμένη στη μείωση των επιτοκίων, δεν μπορεί να αυξήσει τις επενδύσεις και το προϊόν.
Η περίφημη θεωρία του Κέυνς περί την παγίδα ρευστόττας (επί οιονεί μηδενικού πραγματικού επιτοκίου, όπως συμβαίνει σήμερα) διατηρεί στο ακέραιο τη σημασία της. Επομένως, στην περίπτωσή μας, επιβάλλεται η χαλάρωση του συμφώνου σταθερότητας και η ενίσχυση των παρεμβατικών πολιτικών ως μέσο αύξησης των επενδύσεων, της απασχλησης και του προϊόντος. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχει σημασία και το είδος των παρεμβάσεων.
Η ενίσχυση των επενδύσεων, αυστηρά επικεντρωμένων στις υποδομές, στις νέες τεχνολογίες, στην έρευνα και στην καινοτομία, στα πλαίσια αποτελεσματικότερων κοινοτικών ράσεων, θα μπορούσε να βελτιώσει την παραγωγικότητα, κατ επέκταση και την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών προϊόντων, χωρίς να είναι αναγκαίο να πληρώσει η εργασία, εξ ολοκλήρου, το κόστος της προσαρμογής.
Όμως, δυστυχώς, στη βάση των νεοφιλελεύθερων ρυθμίσεων, οι αρντικές επιπτώσεις δεν εξαντλούνται μόνον στο ότι οι γραφειοκράτες των Βρυξελλών, με τις ευλογίες των κυβερνήσεων, έχουν βυθίσει την Ευρώπη σε μια παρατεταμένη ύφεση και σε προπολεμικά επίπεδα ανεργίας. Ακόμη χειρότερα, λόγω της υφέσεως αναπτύσσονται και κεντρόφυγες δυνάμεις, οι οποίες υποσκάπτουν τα ίδια τα θεμέλια της ΕΕ.
Η αποτυχία της πρόσφατης συνόδου κορυφής στο Λουξεμβούργο, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως κεραυνός εν αιθρία. Εάν, επί σειρά ετών, στη βάση της νεοφιλελεύθερης ρύθμισης έχει συντελεστεί, στα πλαίσια της κάθε χώρας και στο όνομα της οικονομικής αποτελεσματικότητας, μια σημαντική αναδιανομή των εθνικών εισοδημάτων εις βάρος της εργασίας, γιατί να μην συντελεστεί, και στο επίπεδο του κοινοτικού προϋπολογισμού, μια αναδιανομή εις βάρος, συνολικά, των φτωχότερων μελών της ΕΕ?
Όταν, όλοι, έμπλεοι χαράς και ευδαιμονίας, γοητευόντουσαν από την ελευθερία των αγορών, δυστυχώς, έβλεπαν μοναχά το τυρί. Όμως τη φάκα της βαθμιαίας εθνικοποίησης του κόστους των προσαρμογών κανείς δεν την έβλεπε. Έτσι, φθάσαμε, σήμερα, με πικρία να διαπιστώνουμε ότι η πίττα των κοινοτικών πόρων μικραίνει, καίτοι τα στόματα πληθαίνουν, με τις χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά να μη βάζουν βαθύτερα το χέρι τους στην τσέπη.
Η εξέλιξη ήταν αναμενόμενη. Η αποθέωση της αγοράς και της κοινωνίας των ιδιωτών είχαν σαν αποτέλεσμα και την άμβλυνση των πολιτικών κοινωνικής και οικονομικής συνοχής. Τούτων δοθέντων, το ευρωπαϊκό ενοποιητικό εγχείρημα κινδυνεύει να μετεξελιχθεί σε μια απλή τελωνειακή ένωση χωρών, χωρίς ισχυρούς αντισταθμιστικούς μηχανισμούς. Εάν, τελικά, δεν ανατραπεί η νεοφιλελεύθερη ρύθμιση, το ενοποιητικό εγχείρημα θα αμβλυνθεί και οι λιγότερο ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες θα βρεθούν στο περιθώριο των μελλοντικών εξελίξεων, στα πλαίσια μιας Ευρώπης αλα κάρτ με διευρυμένες τις ανισότητες ανάμεσα στα μέλη της.

*Ο Γιάννης Παντελάδης είναι Οικονομολόγος, υπάλληλος της Ν.Α. Λασιθίου

Print Friendly, PDF & Email

Από manos