Γλυκόπιοτο δηλητήριο
Ἡ κολακεία εἶναι μεγάλη κοινωνική ἀρρώστια … Photo by Pixabay on Pexels.com

του π. Ευάγγελου Παχυγιαννάκη

Ἀπό ἀρχαιοτάτων χρόνων εἶναι γνωστή ἡ τάση πού ὑπάρχει στούς ἀνθρώπους νά πλησιάζει ὁ ἕνας τόν ἄλλο καί νά ἐκφράζει τά συναισθήματά του. Καί ὅταν ὑπάρχει ἀντιστοιχία μεταξύ λόγων καί ἔργων, τότε  ἔχομε μιά εἰλικρινὴ συμπεριφορά πού προωθεῖ τήν ἀγάπη, τόν ἔπαινο καί τή φιλία. Ὅταν ὅμως ὑπάρχει ὑπερβολή καί  παραφούσκωμα τῶν ἔργων καί τῆς συμπεριφορᾶς  τοῦ ἑνὸς μὲ σκοπὸ τὴν ἀπόκτηση τῆς εὔνοιας τοῦ ἄλλου, τότε ἔχομε τό φαινόμενο τῆς κολακείας.

Ἡ κολακεία εἶναι μεγάλη κοινωνική ἀρρώστια, τίς περισσότερες φορές ἀθεράπευτη, πού ἐκφυλίζει σιγά σιγά τήν πραγματική φιλία καί δηλητηριάζει τίς σχέσεις μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. Ο Μ. Βασίλειος λέγει σχετικά: «Ὅπως ἀκριβῶς ἡ ἐρυσίβη, δηλαδή ἡ ἀρρώστια τῆς καπνιᾶς, ὅταν πιάσει στό σιτάρι τό φθείρει καί τό καταστρέφει, ἔτσι καί ἡ κολακεία ὅταν ὑποδύεται τήν φιλία, ἀρρωσταίνει καί καταστρέφει τήν φιλία» (Ἐπιστ. 271, PG 32).

Ὁ κόλακας, ὑποκρινόμενος ὅτι θαμπώθηκε ἀπό τίς ἀρετές τοῦ φίλου του, φλυαρεῖ συνεχῶς, ἐξυμνώντας καί ἐξυψώνοντας σέ ἰδανικό ἐπίπεδο ὅ, τι ἐκεῖνος πράττει καί λέγει, ἐνῶ στήν πραγματικότητα μέσα του τόν ὑποτιμᾶ, θεωρώντας τόν ἑαυτό τοῦ πολύ ἀνώτερο. Ὁ Πλούταρχος χαρακτηρίζει τόν κόλακα ὡς χαμαιλέοντα, ὁ ὁποῖος ἀλλάζει τό χρῶμα του ἀνάλογα μέ τίς περιστάσεις (Ἠθικά, 53 D 5,6). 

 Μιά μαντινάδα τοῦ παλιοῦ καιροῦ περιγράφει τήν ψυχολογία τοῦ κόλακα, μέ πολύ ἁπλό, ἀλλά καταληπτό τρόπο:

«Πολλοί σέ τούτη τή ζωή

λένε πώς εἶναι φίλοι

Μά ’χουν φαρμάκι στήν καρδιά

καί ζάχαρη στά χείλη».

Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ στήν Π. Διαθήκη περιγράφει μέ ρεαλιστικό τρόπο τή σπείρα τῶν κολάκων, ὅταν ἀποφασίσουν νά ἐπιτεθοῦν, μέ ὑπολογισμό, σέ κάποιον: «ἤγγισεν ἡ καρδία αὐτῶν∙ ἠπαλύνθησαν οἱ λόγοι αὐτοῦ ὑπέρ ἔλαιον καί αὐτοί εἰσι βολίδες», πού θά πεῖ, ὅτι σμίξανε τίς καρδιές τους και, ὅταν ἐπρόκειτο νά διαπράξουν τό κακό, φαίνονταν ἀδιάσπαστοι καί τά λόγια τους ἦσαν εὐγενικά καί ἁπαλά σάν τό λάδι κι ὅμως στό βάθος ἦσαν βολίδες καί φαρμακερά βέλη! (Ψαλ.54.22).  Πόσες φορές δέν βλέπομε, σ’ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τά ἀνθρωπάρια, ὅποια θέση καί ἄν κατέχουν στήν κοινωνία, νά ἐφαρμόζεται στό πρόσωπό τους αὐτό πού πάλι ὁ ψαλμωδός περιγράφει μέ τόση ἀκρίβεια: «τῇ μέν γλώσσῃ αὐτῶν εὐλόγουν, τῇ δέ καρδίᾳ αὐτῶν κατηρῶντο», γιά τούς ὁποίους λέει ὅτι, «ἠκόνησαν τήν γλῶσσαν αὐτῶν ὡσεί ὄφεως, ἰός ἀσπίδων (φαρμάκι φιδιῶν) ὑπό τά χείλη αὐτῶν» (Ψαλ. 139.4). Τέτοιοι ἄνθρωποι ὑπάρχουν παντοῦ.

Γενικός κανόνας εἶναι ὅτι τίς περισσότερες φορές ἡ κολακεία ἑνώνεται μέ τήν ὑποκρισία. Συνήθως ὁ ὑποκριτής εἶναι καί κόλακας, ἀλλά καί ὁ κόλακας ὑποκριτής. Γιά νά γεμίσει τό ποτήρι ἀπό τό δηλητήριο τῆς κολακείας, χρειάζονται ἀκόμη καί ἄλλα πολλά δηλητηριώδη ὑλικά. Ἀρκετή δόση ψευτιᾶς, ἀρκετά γραμμάρια ὑποκρισίας, ἀρκετή εἰρωνεία καί ἀπάτη καί μέσα σέ ὅλα αὐτά ἰδιοτέλεια καί ἀδικία. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού ὅλο μιλᾶνε γιά ἀγάπη. Ἀγαπᾶνε τόν Χριστό, ἀγαπᾶνε τήν Παναγία, τούς Ἁγίους, τούς συνεργάτες τους, ὅλους τοὺς ἀνθρώπους λένε πώς τούς ἀγαπᾶνε καί, ὅμως, ἄν ἦταν δυνατόν νά σκίσεις τήν καρδιά τους εἶναι ἀμφίβολο ἄν θά ’βρισκες ἕνα γραμμάριο ἀγάπης! Σ’ αὐτό τό εἶδος τῶν ἀνθρώπων ἡ κολακεία ἔχει ἀλλοιώσει ὁλότελα τόν ψυχικό τους κόσμο καί τό μόνο πού κυριαρχεῖ στήν ψυχή τους εἶναι ἡ φιλαυτία καί ἡ περηφάνια. Δέν ἔχει σημασία ἄν μιλᾶνε συνεχῶς γιά ἀγάπη καί γιά ταπεινοφροσύνη. Τήν ψυχή τους ἀντί τῆς ἀγάπης τήν ἔχει καταλάβει ὁ φθόνος καί ἀντί τῆς ταπεινοφροσύνης ἡ ταπεινοσχημία, πού εἶναι ἡ χειρότερη μορφή ἐγωισμοῦ.

Ἡ κολακεία γίνεται πολλές φορές τό πιό γλυκόπιοτο δηλητήριο, ἀκόμη καί σέ μᾶς τούς ἱερωμένους. Τό μικρόβιο τῆς προσωπολατρίας ἀρχίζει πρῶτα ἀπό τά λεγόμενα «πνευματικοπαίδια». Ἔρχονται κοντά μας κι ἀρχίζουν: «τί ὡραῖα, πάτερ, πού ψέλνετε, τί ὑπέροχα πού μιλᾶτε, τί ὡραῖα πού εἶναι τά κηρύγματά σας, εἶναι τόσο ἁπλά καί μέ πατερικά ἀνέκδοτα, διαπιστώνομε ὅτι ἔχετε καί προορατικό χάρισμα! Ἀλίμονο στόν πνευματικό, ὅποιος κι ἄν εἶναι, ἀπό τόν πιό ἁπλό  καλόγερο καί ἱερωμένο, ὥς τόν πιό ὑψηλόβαθμο Ἐπίσκοπο, ἄν τά δεχθεῖ αὐτά! Πάει, ὁ ἄνθρωπος αὐτός καταστράφηκε. Μέ μαθηματική ἀκρίβεια ὁδηγεῖται στόν πνευματικό θάνατο!

Ἡ «κολακεία» εἶναι ἡ κοπριά μέ τήν ὁποία οἱ κόλακες λιπαίνουν τήν κουφότητα τῶν μωροδόξων, αὐτό τό κίβδηλο νόμισμα πού κυκλοφορεῖ χάρη στήν ἀπίστευτη κενοδοξία καί συνιστᾶ τή δύναμη τῶν μικρῶν καί τήν ἀδυναμία τῶν κρατούντων.

Ἡ μόνη σωτηρία στήν περίπτωση αὐτή εἶναι : Φεῦγε τούς κόλακες καί σώζου! Ἕνας ποιητής ἔγραψε κάποτε ἕναν ὕμνο πολύ κολακευτικό γιά τόν Μ. Ἀλέξανδρο καί τοῦ τόν ἔστειλε. Καί ὁ Μεγάλος στρατηλάτης ἀφοῦ διάβασε τόν ὕμνο στήν ὄχθη ἑνός ποταμοῦ τόν πέταξε στό ποτάμι λέγοντας: «Τό ἴδιο θά ἔκανα καί μέ τόν κόλακα ποιητή, ἄν τυχόν τόν εὕρισκα μπροστά μου, θά τόν πετοῦσα στό ποτάμι»!

 Ἀπό τίς αὐλές τῶν ἀρχόντων, τά γραφεῖα τῶν κυβερνόντων, τίς σημαντικές πολυεθνικές καί προσωπικές σχέσεις, ὥς τά γραφεῖα τῶν Μητροπόλεων συναντάει κανείς τό εὐτελές αὐτό εἶδος τῶν κολάκων. Οἱ κόλακες ξέρουν πῶς νά ἐπιβιώνουν. Καί ἐπιβιώνουν μέ τίς προσωπίδες πού οἱ περισσότεροι χρησιμοποιοῦν, μέ  γλυκόλογα καί καλά καμουφλαρισμένες συμπεριφορές∙ ἔτσι χύνουν τό φοβερό δηλητήριο τῆς κολακείας. Ἄς προσέξουν οἱ προϊστάμενοι σέ ὅλες τίς ὑπηρεσίες. Ἕνας ἀρχαῖος σοφός ἔλεγε: «αἱρετώτερον (προτιμότερο) εἰς κόρακας ἐμπεσεῖν ἤ εἰς κόλακας. Οἱ μέν γάρ ἀποθανόντος, τό σῶμα, οἱ δέ ζῶντος, τήν ψυχήν λυμαίνονται», πού θά πεῖ: τά μέν κοράκια τρῶνε τό σῶμα ἐκείνου ποὺ ἔχει πεθάνει, οἱ δέ κόλακες καταστρέφουν τήν ψυχή ἐκείνου ποὺ βρίσκεται ἀκομη στη ζωή! Ἄς προσέξουν, γιατί τό ἔχουνε πάθει πολλοί!

Print Friendly, PDF & Email

Από giorgos