Κρητικές ηθογραφίεςΜε τον όρο ηθογραφία αναφερόμαστε στη γενικότερη τάση που επικρατούσε στην νεοελληνική λογοτεχνία της περιόδου 1880-1930 και ως θεματολογία της είχε την πιστή απεικόνιση της ζωής, των ηθών και των εθίμων μιας συγκεκριμένης πληθυσμιακής ομάδας.

Η εξέλιξη της ηθογραφικής λογοτεχνίας ακολούθησε δύο κατευθύνσεις: την «ειδυλλιακή» και τη «ρεαλιστική». Η «ειδυλλιακή» ηθογραφία είναι η ωραιοποιημένη και εξιδανικευμένη αναπαράσταση της ζωής, κυρίως του αγροτικού χώρου, ενώ, η “ρεαλιστική” ηθογραφία έχει εντονότερο κοινωνικό προσανατολισμό, αντιμετωπίζει την πραγματικότητα με κριτικό βλέμμα και προχωρά σε ψυχολογική εμβάθυνση και σκιαγράφηση ολοκληρωμένων ανθρώπινων τύπων.

Η ηθογραφία συμπίπτει με την εδραίωση της αστικής τάξης στο κοινωνικό και οικονομικό γίγνεσθαι της χώρας, η οποία επιστρέφει νοσταλγικά στις αγροτικές της ρίζες, ενώ ταυτόχρονα αρχίζει η διαμάχη για την αξία της δημοτικής γλώσσας. Ρεαλιστική παρατήρηση και ιδεαλισμός συνδιαλέγονται στην ελληνική ηθογραφία.

Στην κατηγορία αυτή – τη ρεαλιστική δηλ.- εντάσσονται  τα διηγήματα δυο κρητικών συγγραφέων, του Ιωάννη Κονδυλάκη ( με το γνωστό έργο «Ο Πατούχας») και του Γεωργίου Καφφετζάκη – Μαράντη, στα οποία με λιτότητα, ζωντάνια και χιούμορ σκιαγραφούνται πειστικά χαρακτηριστικοί τύποι της Κρητικής κοινωνίας.

Από την άποψη της θεματικής του καθώς κι από την άποψη της τυπολογίας των ηρώων, το αφηγηματικό έργο του Καφφετζάκη θα μπορούσε να ταξινομηθεί σε δυο κατηγορίες:

Α. Αφηγήματα του Νεαπολίτικου  χώρου – Το Μιχελιό, οι τσακίστρες, το όνειρο του Σταυρούλη, Εμάθετά τα;, Χριστουγεννιάτικες ιστορίες κ.α

Β. Τουρκοκρητικά αφηγήματα., Στο Κάστρο, Απαγορευμένος έρωτας, Τουρκοκρητικά σκίτσα, στο Μαϊτέπι κ.α.

Πίσω απ’ αυτή τη γενική θεματική διαφοροποίηση είναι ευδιάκριτα ορισμένα ειδικότερα διακριτικά στοιχεία που αφορούν τον τύπο και την ψυχολογία των ηρώων, την εξέλιξη του μύθου καθώς και τις πολιτισμικά σημαίνουσες σχέσεις ανάμεσα στο άτομο και την κοινωνία, στη φύση και τον πολιτισμό.

Στα αφηγήματα που έχουν αντικείμενο αναφοράς τη Νεάπολη, οι ήρωες είναι φορείς συλλογικών αξιών, βρίσκονται σε αρμονία με το φυσικό αλλά και το  κοινωνικό περιβάλλον, ζουν και κινούνται σ’ έναν κόσμο με σαφείς πολιτισμικούς κώδικες, αλλά και όταν ακόμη αποκλίνουν από τους κώδικες κοινωνικής συμπεριφοράς, είναι προς την κατεύθυνση της φύσης και της απλοϊκότητας. Οι χαρακτήρες είναι στέρεοι, εσωτερικά συνεπείς και συνήθως δικαιώνονται από την τελική έκβαση του μύθου. Το αξιακό τους σύστημα κωδικοποιείται σε μια σχέση ισορροπίας ανάμεσα στο άτομο και την κοινωνία, στη φύση και τον πολιτισμό.

Ας δούμε δύο παραδείγματα

1. Στο διήγημα το «Μιχελιό» ο ήρωας είναι μειωμένης αντίληψης, αλλά συγχρόνως γεμάτος αθωότητα και παιδιάστικη ανεμελιά. Κυρίως, αυτό που αναδεικνύεται είναι ο τρόπος λειτουργίας ενός κοινωνικού πλέγματος που ξεκινά από την οικογένεια, περνά από το καφενείο και καταλήγει στον Επίσκοπο. Έτσι ο πρωταγωνιστής περιθωριοποιείται σταδιακά και τον πρωταγωνιστικό ρόλο παίρνουν ο πατέρας, η μητέρα, η αδελφή κλπ. Αναδεικνύεται η δομή της οικογένειας, οι σχέσεις των μελών

της, η δομή της κοινωνίας, η σχέση με τη φύση, οι αντιλήψεις των ανθρώπων, η αξία της μόρφωσης  και ο κοινωνικός ρόλος της τοπικής εκκλησίας και του Επισκόπου

2. «Στο όνειρο του Σταυρούλη» τα κύρια πρόσωπα ο Σταυρούλης, ο Αριστειδάκης και ο Μανώλης ο Πατερημός- αγαθοί άνθρωποι-  είναι διαβαθμισμένοι κρίκοι μιας κοινωνικής αλυσίδας, η οποία συμπληρώνεται από τους υπόλοιπους κρίκους απλών ανθρώπων της βιοπάλης, ιερωμένους, δικηγόρους, δημοτικούς υπαλλήλους, αλαφροΐσκιωτους, γυναίκες, νεαρές κοπέλες, αγόρια μαντατοφόρους. Σε αυτό το αφήγημα η καθημερινότητα κυλάει σε διαφορετικούς ρυθμούς και χρόνους για κάθε ομάδα, αλλά υπάρχουν και διαστήματα που συμπλέκονται και συνυπάρχουν. Οι απλοί άνθρωποι πιστεύουν στη δύναμη του υπερφυσικού και του ονείρου, που πολλές φορές προσδιορίζει και τις αποφάσεις της ζωής τους ενώ οι αστοί της εποχής διασκεδάζουν εμπαίζοντας άλλους και κάνοντας τους περίγελους- «τους βγάζουν στο κοντάρι».

Στη δεύτερη κατηγορία των Τουρκοκρητικών κειμένων θέλω να κάνω ιδιαίτερη μνεία, καθότι μεταφέρουν ένα σημαντικό κομμάτι της κρητικής κοινωνίας που πια δεν υπάρχει. Διαβάζοντας αυτά τα κείμενα πρώτα με εντυπωσίασε η ευρύτητα της σκέψης του συγγραφέα, ο οποίος στον πρόλογο δηλώνει «οι απόδημοι αυτοί Κρητικοί με όλες τις διαφορές της θρησκείας και του εθνισμού τους δεν έπαψαν να είναι παιδιά της Κρήτης…» και ύστερα η συνύπαρξη αυτών με άλλους ή οι άλλοι με αυτούς, σε ένα περιβάλλον που a priori εμείς οι μεταγενέστεροι θεωρούμε ακραιφνώς εχθρικό.Ο Μαράντης ανατρέπει αυτή την «ανακρίβεια», καταδεικνύει την ανεκτικότητα της κοινωνίας και την αποδοχή της διαφορετικότητας. Επισημαίνει τη δύναμη της κρητικής κοινωνίας να αναμειγνύει τα ξεχωριστά στοιχεία των διαφορετικών κοινωνικών ομάδων, να τα συνδέει μεταξύ τους και να προκύπτει ένα καινούργιο πολιτισμικό προϊόν, το οποίο κατά ένα δυναμικό τρόπο δεν καθίσταται ισοπεδωτικό, αλλά εξακολουθεί να διατηρεί τις διαχωριστικές του γραμμές, όπου αυτό χρειάζεται.

Είναι αναγκαίο να σημειώσουμε εδώ, ότι οι απόψεις αυτές που διαχέονται στα σχετικά αφηγήματα, χρονικά καταγράφονται μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, όπου τα πάθη είναι ακόμα πολύ νωπά, ο εθνικισμός και η μονομερής αντίληψη των γεγονότων ήταν χαρακτηριστικά γνωρίσματα της εποχής- και τολμώ να πω ακόμη και σήμερα σε ένα βαθμό- και αυτό μας δίδει το δικαίωμα να συμπεράνομε για την προσωπικότητα του συγγραφέα ότι ανήκε στην κατηγορία των ευφυών και ανοιχτόμυαλων ανθρώπων και δεν έθετε το έργο του στη διάθεση καμίας προπαγάνδας. Στα κείμενα αυτά συμφύρονται άνθρωποι, συνήθειες, συμφέροντα, πολιτισμικές αξίες, παιδευτικές αρετές, θρησκευτικές δοξασίες, θρησκοληψίες, κοινωνικές οριοθετήσεις.

Στο αφήγημα «Ένας απαγορευμένος έρωτας» που διαδραματίζεται στο Ηράκλειο  (Κάστρο,) το κύριο θέμα είναι η αγάπη ενός χριστιανού νεαρού και μιας μουσουλμάνας κοπέλας, όμως γύρω από αυτό το κεντρικό θέμα στροβιλίζεται όλη η ζωή της Κρήτης πριν την ανταλλαγή των πληθυσμών. Μεικτές παρέες, φιλίες ανθρώπων ανεξαρτήτως θρησκείας, σεβασμός στη θρησκευτική διαφορετικότητα, συμμετοχή εκατέρωθεν στις γιορτές και τελετές όλων, αλλά και εντιμότητα στις συναλλαγές, ντομπροσύνη στις σχέσεις ή προσπάθεια να τηρηθούν οι πατροπαράδοτες παραδόσεις που σιγά- σιγά αρχίζουν να ξεφτίζουν σε ένα κόσμο διαρκώς μεταβαλλόμενο και να αντικαθίστανται με άλλες, επηρεασμένες σαφώς από τον Ευρωπαϊκό διαφωτισμό.

Η γλώσσα των κειμένων του Μαράντη είναι η δημοτική στα αφηγηματικά τμήματα και το κρητικό ιδίωμα στα διαλογικά. Η επιλογή του αυτή να χρησιμοποιήσει το γλωσσικό ιδίωμα είναι συνειδητή και αποσκοπεί στο να  δείξει τη διαδρομή που ακολούθησε αυτό ξεκινώντας από την αρχαία ελληνική, τις κατακτητικές επιρροές ως τη σημερινή γλώσσα που μιλιέται στον τόπο μας και βέβαια να το διασώσει σε ζωντανό λόγο για τους νεώτερους, προφητικά υπολογίζοντας τη λήθη στην οποία περιέπεσε τα επόμενα χρόνια.

Έτσι διαπιστώνουμε αυτή την πορεία με

1.Επιβίωση αρχαίων λέξεων, π.χ. αίγα(αἷξ), όρνιθα(ὂρνις), αθιβολή(ἀντιβολή), λίκι(ἓλιξ), μπλειό(πλέον), να πέψωμε(πέμπω), παραστιά(ἑστία), πεζούλα(πέζα ομ.), ρέχτηκες(ὀρέγομαι)

2.Ιταλικές λέξεις λόγω των Ενετών: φιλιότσος, λοτζέτα,άρκλα.

3.Αραβικές: άτζεμπα

4.Τούρκικες σε πολύ μεγάλο αριθμό: ζιαφέτι, καερέτι, κισιμέτι, κουμπές, μπαξές, ντουκιάνι

Τελειώνοντας, επισημαίνω τη σημαντικότητα του λογοτεχνικού έργου του Μαράντη, που μας μαθαίνει ακόμα και σήμερα να βλέπουμε τον τόπο που ζούμε, τον τρόπο που ζούμε, ανθρώπους απλούς, παράφορους, αλλοπρόσαλλους, δαιμονισμένους κουτοπόνηρους, ανθρώπους που ζουν τη ζωή. Αξίζει και πρέπει να υπάρχει σε κάθε βιβλιοθήκη αυτό το έργο για αποκούμπι, για στήριγμα, για να ξέρουμε ποιοι ήμαστε και για πού τραβάμε.

 

ΜΑΡΙΑ ΚΩΣΤΑΚΗ

ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ

(από την παρουσίαση του ομότιτλου βιβλίου (5-8-2012), το οποίο κυκλοφορεί από τις
Print Friendly, PDF & Email

Από manos