Του Γιάννη Παντελάδη.

Πιστεύω πως δεν μπορεί να υπάρξει ουσιαστικός διάλογος για την επανασυγκρότηση της αριστεράς εάν αυτός δεν ανοίξει ουσιαστικά και με τους προσήκοντες όρους. Ήτοι, χωρίς διακυβεύματα και πραγματική συμμετοχή δεν μπορεί να υπάρξει διάλογος και πολιτική αντιπαράθεση για το μέλλον της αριστεράς.

Για να μην μακρηγορώ, το μείζον είναι η πολιτική και ιδεολογική ταυτότητα της ευρύτερης αριστεράς. Όλοι συμφωνούμε ότι πρέπει να δημιουργήσουμ ένα νέο πολιτικό κεφάλαιο το οποίο συλλογικά θα χρεωθούμε, στο βαθμό που θα αποτελέσει τη βάση των νέων πολιτικών μας πρακτικών.

Τίθεται, λοιπόν, αβίαστα το ερώτημα: Ποια είναι σήμερα η ιδεολογική και πολιτική αναφορά του ΠΑΣΟΚ; Δυστυχώς, δεν μπορεί να απατηθεί με βεβαιότητα.

Κάποτε διαβάζαμε τους θεωρητικούς της άνισης ανταλλαγής: τον S Αmin, τον A.G. Frank και τον G. Myrdal και τις απόψεις τους για την εγγενή τάση των δυνάμεων της «ελεύθερης αγοράς» να ενισχύουν, συσσωρευτικά, τις εθνικές και περιφερειακές ανισότητες, και από εκεί κατανοούσαμε, όχι μόνον θεωρητικά, αλλά και στο επίπεδο της πολιτικής πρακτικής, την αναγκαιότητα της «λαϊκής» συμμετοχής και της κοινωνικής απελευθέρωσης ως προϋπόθεση της πραγματικής οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης μιας περιφερειακής και λιγότερο ανεπτυγμένης χώρας.

Όλοι βέβαια συμφωνούμε ότι τα παραδοσιακά πολιτικά υποκείμενα έχουν θρυμματιστεί, ότι η παγκοσμιοποίηση έχει θέσει νέα διλήμματα, κυρίως στο υποεθνικό-περιφερειακό επίπεδο και στο υπερεθνικό, τα οποία δεν μπορούν να απαντηθούν αποφασιστικά στο εθνο-κρατικό επίπεδο.

Όμως γιατί παρά το γεγονός της διεύρυνσης της πολιτικής και οικονομικής ανισότητας σε παγκόσμια κλίμακα, ή της διεύρυνσης των περιφερειακών ανισοτήτων, εντός των χωρών και μεταξύ των χωρών, απόρροια της γενίκευσης των νεοφιλελεύθερων πολικών, κλίνουμε τα μάτια επικαλούμενοι το φθηνό και εν πολλοίς α-πολιτικό ιδεολόγημα της «νέας εποχής»;

Θέτοντας, εκ νέου τα ζητήματα:

Η αγορά δημιουργεί ανισότητες και αυτό γιατί ουδέποτε υπήρξε ανταγωνιστική με την κλασσική έννοια του όρο. Όπως έλεγε και ο μεγάλος Γάλλος Ιστορικός F. Braudel, ο καπιταλισμός δεν είναι τίποτε άλλο παρά η προνομιακή εκμετάλλευση πόρων και δυνατοτήτων και με αυτή την έννοια ήταν και θα είναι πάντοτε είτε μονοπωλιακός, είτε ολιγοπωλιακός, είτε ανταγωνιστικά μονοπωλιακός, ποτέ όμως πλήρως ανταγωνιστικός. Έτσι, η ανάγκη της παρέμβασης και της ρύθμισης, σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο, θα είναι πάντοτε παρούσα. Δεν μπορεί να υπάρξει μια δικαιότερη οικονομική τάξη πραγμάτων χωρίς διευθέτηση και έλεγχο των στρεβλωμένων οικονομικών διαδικασιών.

Οι περιφερειακές ανισότητες διαρκώς εντείνονται γιατί οι οικονομίες συγκέντρωσης στους ισχυρούς πόλους και το υψηλό κόστος μεταφοράς, αντισταθμίζουν το όφελος των χαμηλότερων μισθών στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιφέρειες, με αποτέλεσμα η ανάπτυξη των τελευταίων να μην είναι εφικτή χωρίς την άσκηση συγκεκριμένων και συνεκτικών περιφερειακών πολιτικών στο επίπεδο των υποδομών και των παραγωγικών συστημάτων.

Θα μπορούσαμε να δανειστούμε πολλά από τους σημερινούς θεωρητικούς της νέας οικονομικής γεωγραφίας (βλέπε μεταξύ των άλλων τον διαπρεπέστερο, σήμερα, αμερικανό οικονομολόγο μας P. Krugman), οι οποίοι στηριζόμενοι, τι ειρωνεία, στους παλαιότερους θεωρητικούς της άνισης ανταλλαγής, που εμείς τώρα απορρίπτουμε για να κλείσουμε το μάτι στους νεο-φιλελεύθερους, αναδεικνύουν το ζήτημα της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης στη βάση της χωρικής αντίληψης της οικονομίας.

Πρώτα από όλα η οικονομία είναι «χώρος» με την έννοια μιας συγκεκριμένης, δομικά, χωρικής κατανομής των παραγωγικών δραστηριοτήτων έτσι ώστε, μέσα από τις οικονομίες συγκέντρωσης και τα σύγχρονα τεχνολογικά περιβάλλοντα να ενισχύεται το πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα των επενδύσεων στο επίπεδο της απασχόλησης και της ανάπτυξης. Όμως, αυτά δεν γίνονται χωρίς προγραμματισμό και παρεμβάσεις.

Επομένως, η ανάγκη για άρση των ανισοτήτων επιβάλλει, σε αντίθεση με την νεοφιλελεύθερη αντίληψη, την ενίσχυση του δημοκρατικού προγραμματισμού η πραγμάτωση του οποίου προϋποθέτει την ενίσχυση του ρόλου των υπο-εθνικών μονάδων παρέμβασης, έτσι ώστε να πετύχουμε τις αναγκαίες για την ανάπτυξη οικονομίες κλίμακας και στο επίπεδο των πολιτικών αποφάσεων και του προγραμματισμού.

Έτσι, ενώ για μια σειρά από λόγους η παρουσία του κράτους αμβλύνεται, την ίδια στιγμή το σύνολο των υποεθνικών μονάδων, με την υπάρχουσα δομή τους, αδυνατεί να υποκαταστήσει, αποτελεσματικά, τις ελλιπείς παρεμβατικές λειτουργίες των δημοσιονομικών πολιτικών.

Ποιος μπορεί να υποστηρίξει ότι η σημερινή κρατικά ελεγχόμενη περιφέρεια, η χωρίς πόρους και ουσιαστικές αρμοδιότητες Νομαρχία ή τέλος οι, χωρίς εξειδικευμένο προσωπικό και μηχανισμούς ουσιαστικού προγραμματισμού, πρωτοβάθμιοι αυτο-διοικητικοί οργανισμοί μπορούν να διαχειριστούν, αποτελεσματικά, τα σύνθετα προβλήματα ή/ και να αξιοποιήσουν, λυσιτελώς, τις όποιες ευκαιρίες που προσφέρει η διαδικασία της διεθνοποίησης;

Αλήθεια, η ενίσχυση των συμετοχικών αυτο-διοικητικών θεσμών δεν ενισχύει την κοινωνία των πολιτών και αυτό με τη σειρά του δεν αποτελεί συνέχεια ή μια περισσότερο σύγχρονη, πολιτικά, εκδοχή της «λαϊκής» συμμετοχής;

Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η παιδεία δεν ταυτίζεται με το επάγελμα και οι συντάξεις όπως και η υγεία δεν μπορούν να είναι προϊόντα υποκείμενα σε κερδοφόρες αναλογιστικές διαιρετότητες.

Υπενθυμίζω ότι οι Σκανδιναβικές χώρες της ισχυρής παρέμβασης και του δημόσιου χαρακτήρα πολλών υπηρεσιών, είναι εκείνες που σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του World Economic Forum, παρουσιάζουν τους υψηλότερους δείκτες διεθνούς ανταγωνιστικότητας, μεγαλύτερους και από εκείνους των ΗΠΑ. Βέβαια, αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι έχει σημασία το «είδος» και η «ποιότητα» των παρεμβατικών πολιτικών στο επίπεδο των υπηρεσών και των παραγωγικών συστημάτων.

Η εποχή μας είναι αναμφίβολα διαφορετική, όχι όμως και τόσο καινούργια ως προς την οικονομική δομή της. Στο επίπεδο των υποκειμένων μπορεί μεν να υπάρχουν τα νέα «εργατικά στρώματα» του αλά Τόφλερ τρίτου τεχνολογικού κύατος, υπάρχει όμως, ταυτόχρονα, και η ανάγκη αποτελεσματικής διαχείρισης του προβλήματος των ανέργων του δευτέρου κύματος, στα πλαίσια ενός σύγχρονου και αποτελεσματικού κράτους πρόνοιας. Μπορεί το πρόταγμα της κοινωνικής απελευθέρωσης να αποτελεί μια άπιαστη χίμαιρα, όμως αυό δεν σημαίνει ότι πρέπει να απολέσουμε και την αξία της κοινωνικής δικαιοσύνης, εντός της οποίας θα πρέπει να συνεχίζει να εγγράφεται ο πολικός μας λόγος.

 

Γιάννης Παντελάδης.

Print Friendly, PDF & Email

Από manos