IMIS_ieratiki_synaksiΜε τη συμμετοχή σύσσωμου του Ιερού Κλήρου της Ιεράς Μητροπόλεως Ιεραπύτνης και Σητείας πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα 7 Νοεμβρίου στον Ιερό Καθεδρικό Ναό Αγίας Φωτεινής Ιεράπετρας η καθιερωμένη Ιερατική Σύναξη του Νοεμβρίου με θέμα: «Ο πόνος και ο θάνατος κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας».

Μετά την εναρκτήρια προσευχή εψάλη δέηση χοροστατούντος του Σεβ. Μητροπολίτου Ιεραπύτνης και Σητείας κ. Ευγενίου υπέρ υγείας και μακροημερεύσεως της Α.Θ.Π. του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, με αφορμή τη συμπλήρωση προ ολίγων ημερών εικοσαετούς ευκλεούς και καλλίκαρπης Πατριαρχίας, και ακολούθως εψάλη από όλους του Εφημερίους η φήμη του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου μας.

Ο Σεβ. κ. Ευγένιος τόνισε ότι στις 22 Οκτωβρίου 2011 συμπληρώθηκαν είκοσι χρόνια από της εκλογής και αναρρήσεως στον πάνσεπτο Θρόνο του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Αυτού Θειοτάτης Παναγιότητος του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, του σοφού Προκαθημένου της υπό ουρανόν Ορθοδοξίας, του δεξιοτέχνου οιακοστρόφου του σκάφους της Μητρός Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, στις 2 Νοεβρίου ήταν η επέτειος της ενθρονίσεώς του στον μαρτυρικό Θρόνο της Μεγάλης Εκκλησίας και στις 6 Νοεμβρίου, εορτή του Αγίου Παύλου Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Ομολογητού, ο Πατριάρχης τέλεσε την πρώτη πατριαρχική Θεία Λειτουργία στον πένσεπτο Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου, και ζήτησε από τους Ιερείς να προσεύχονται στον Θεό καθημερινά υπέρ υγείας και μακροημερεύσεως της σεπτής Κορυφής της Ορθοδοξίας.

Στη συνέχεια κήρυξε την έναρξη των εργασιών του ιερατικού συνεδρίου, προσφωνόντας κατάλληλα και παρουσιάζοντας τον κεντρικό ομιλητή Πανοσιολ. Αρχιμ. του Οικουμενικού Θρόνου π. Μακάριο Γρινιεζάκη, Ιεροκήρυκα και Διευθυντή Γραφείου Τύπου της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης και Καθηγητή της Ανωτέρας Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Κρήτης.

Όπως υπογράμμισε στο καλωσόρισμά του στο συνέδριο ο Σεβ. Ποιμενάρχης: «Η Εκκλησία είναι η άκτιστη δόξα του Θεού και των παιδιών της. Είναι η άκτιστη δόξα του Θεού, γιατί εκεί κατοικεί ο Βασιλεύς της δόξης και Θεός και καλεί να κατοικήσουν μέσα σ᾽ αυτή και οι φίλοι Του. Είναι άκτιστη και κτιστή γιατί στην κτιστότητα δέχεται την άκτιστη χάρη του Θεού. Και προ της δημιουργίας υπήρχε η άκτιστη Εκκλησία κρυμμένη μέσα στη δόξα και τη Βασιλεία του Θεού, στην οποία κατοικεί ο Θεός πατέρας, ο Λόγος και το Άγιον Πνεύμα. Η Εκκλησία είναι η άκτιστη δόξα του Τριαδικού Θεού, η άνω Ιερουσαλήμ, ως μητέρα πάντων ημών» (Γαλ. 4,2). Γι᾽ αυτό «το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει» (Φιλπ. 3,20) και όπως η Βασιλεία του Θεού έτσι και η Εκκλησία «ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου» (Ιω. 18,36).

Όσοι απ᾽ αυτή τη ζωή συνδέονται με τον Χριστό γίνονται μέτοχοι της αρρήτου και ακτίστου δόξης του και θεώνονται κατά Χάρη. Γίνονται παιδιά και κληρονόμοι της Βασιλείας Του, άναρχοι, άκτιστοι, ατελεύτητοι, κατά Χάρη. Αυτό είναι και το ζητούμενο σ᾽ αυτή τη ζωή για να λάβομε το δεδομένο και αυτονόητο, τη Χάρη του Χριστού.

“Προσέχετε εαυτοίς και παντί τω ποιμνίω εν ω υμάς το Πνεύμα το Άγιον έθετο Επισκόπους ποιμένειν την Εκκλησίαν του Θεού, ην περιεποιήσατο δια του Ίδίου Αίματος…” (Ιω. 12, 1-13).

Οι άγιοι έμαθαν: Τι είναι η δύναμη της πίστεως και τι είναι η εμπειρική μαρτυρία της στη ζωή της Εκκλησίας. Η πίστη οδηγεί στη γνώση δια της προσευχής και της μελέτης των Γραφών και του προσωπικού αγώνος για κάθαρση, φωτισμό και θέωση.

Μέσω αυτών των Αγίων, των θεουμένων έχομε άμεση εμπειρία του Θεού και δια της παρρησίας τους ως φίλοι και τέκνα Θεού, με τις πρεσβείες τους ευεργετούμεθα και αγιαζόμαστε “πρεσβείες των Αγίων Σου σώσον ημάς Κύριε” ψάλλομε στη Θεία Λειτουργία.

Γι᾽ αυτό και η Κυριακή των Αγίων Πάντων είναι η δόξα και ο θρίαμβος της Ορθοδόξου Εκκλησίας και τα αποτελέσματα της εμπειρικής-βιωματικής αμωμήτου πίστεως.

Με πλούσιο βιογραφικό, αλλά κυρίως με την ιδιότητα και το προνόμιο ότι είναι Κληρικός της Ορθόδοξης Εκκλησίας, της άκτιστης Εκκλησίας, που, όπως είπαμε, εκφράζεται μέσα από την προσωπική εμπειρία της πίστεως, έτσι και ο π. Μακάριος Γρινεζάκης μέσα από το υφάδι της εμπειρικής πίστεως, της βιουμένης θεολογίας και της πατροπαράδοτης ευσέβειας θα μας αναπτύξει τα βασικό και σπουδαίο θέμα γνώσης, επίγνωσης και αντιμετώπισης του πιο βεβαίου-σίγουρου γεγονότος της ζωής μας, που είναι το βιολογικό τέλος, ο θάνατος ως αποτέλεσμα της εμπόνου ζωής και προσπάθειας κάθε Χριστιανού, αλλά και ως απόδειξη υγιούς αγωνιστικού φρονήματος, προσωπικής μυστικής εργασίας και απολύτου εμπιστοσύνης, δηλ. πίστεως στην πρόνοια του Θεού.

Η εμπειρική δύναμη της πίστεως, που εκφράζεται με πολλούς και διαφόρους τρόπους, μεταξύ αυτών, του πόνου, της αρρώστιας και του θανάτου, είναι η μεγαλύτερη σήμερα απόδειξη ότι η Εκκλησία οδηγεί τον άνθρωπο στην αγιότητα και θεοκοινωνία, γι᾽ αυτό αναδεικνύει αγίους. Έχει αποτελέσματα. Η Εκκλησία και η θεολογία που δεν “παράγει” αγίους είναι αποτυχημένη και δεν είναι Ορθόδοξη.

Η μεγαλύτερη προσφορά των αγίων, Μαρτύρων, Ομολογητών, Οσίων και Νεομαρτύρων είναι ότι άντεχαν στα μαρτύρια, υπέφεραν και υπέμειναν θεληματικά και εκούσια, γιατί είχαν πίστη ορθή και έμειναν πιστοί «άχρι θανάτου». Και οι Πατέρες λέγουν, ότι όταν η πίστη είναι ορθή και τα έργα τότε είναι ορθά. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο κήρυγμα και η μεγαλύτερη ευθύνη μας. Να δείχνομε στους ανθρώπους την πίστη μας από τα έργα μας, όπως λέγει κι ο άγιος Αδελφόθεος Ιάκωβος “πίστις δι᾽ έργων ενεργουμένης”».

Στη συνέχεια έλαβε τον λόγο ο Πανοσιολ. Αρχιμ. π. Μακάριος Γρινιεζάκης, ο οποίος ανέπτυξε το θέμα: «Ο πόνος και ο θάνατος κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας».

Ο Ομιλητής αναφέρθηκε στο γεγονός του θανάτου και στην κατάσταση του «υποφέρειν», που σχετίζεται άμεσα με τον θάνατο, αυτήν του πόνου και της ασθένειας, η οποία αποτελεί αναπόφευκτη εμπειρία για όλους τους ανθρώπους. Ο π. Μακάριος ανέλυσε θεολογικά το μυστήριο του πόνου και το μυστήριο του θανάτου, καθώς και την υπέρβαση του πόνου και του θανάτου. Όπως χαρακτηριστικά σημείωσε «η Ορθόδοξη Εκκλησία προτείνει τη διαρκή μνήμη και τη μελέτη του θανάτου, αλλά και την πίστη στην Ανάσταση, χωρίς την οποία ο άνθρωπος είναι πολύ φυσικό να μη θέλει αλλά και να μην μπορεί να υπομείνει τον πόνο του σταυρού». Ο π. Μακάριος κατέληξε την ομιλία του, σημειώνοντας τα ακόλουθα πέντε συμπεράσματα:

1. Όλα τα έμβια όντα πεθαίνουν, όμως μόνο ο άνθρωπος χαρακτηρίζεται ως θνητός. Κι αυτό, όχι μόνο διότι ο ανθρωπος πεθαίνει, αφού και τα άλλα όντα πεθαίνουν, αλλά, κατά κύριο λόγο,   διότι ο άνθρωπος γνωρίζει ότι θα πεθάνει. Αυτό σημαίνει ότι η γνώση του περιλαμβάνει και το θάνατο. Έτσι μπορούμε να κατανοήσουμε την προσπάθεια της θρησκείας και της φιλοσοφίας, π.χ. του Βουδισμού και άλλων θρησκειών καθώς και της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, να κάνουν τον άνθρωπο να συμβιβαστεί με το θάνατο, είτε παρουσιάζοντάς τον ως απελευθέρωση από την καταπίεση του σώματος και του κόσμου τούτου είτε προτείνοντάς τον ως αφετηρία μιας άλλης μεταφυσικής ζωής. Γεγονός πάντως είναι ότι ο άνθρωπος δεν παραμένει αδρανής μπροστά στο θάνατο, αλλά προσπαθεί να τον πολεμήσει και να τον απωθήσει η να τον ερμηνεύσει και να τον νοηματοδοτήσει. Γι’ αυτό άλλωστε και η τοποθέτηση των ανθρώπων απέναντι στο θάνατο ποικίλλει και είναι δυνατόν να παρουσιάσει εκ διαμέτρου αντίθετα χαρακτηριστικά, ως απόρροια των διαφορετικών φιλοσοφικών, θρησκευτικών, πολιτισμικών και ψυχολογικών στάσεων και διαθέσεών τους.

2. Η Ορθόδοξη Εκκλησία, και ειδικότερα ο κάθε πιστός, εξοικειώνεται με την ιδέα της παρουσίας του θανάτου και των θλίψεων στην καθημερινότητά του, εφόσον η καρτερικότητα και η υπομονή που επιδεικνύει για την αντιμετώπισή τους, σε συνάρτηση με την εν Χριστώ πίστη και πορεία, αποτελούν τα εχέγγυα για την είσοδό του στη Βασιλεία των Ουρανών. Ο θάνατος θεωρείται ύπνος, κοίμηση και πέρασμα από την παρούσα στην αιώνια ζωή. Ο,τι συνδέεται με αυτόν: οι κεκοιμημένοι, τα κοιμητήρια, οι τάφοι κλπ., δεν αποτελούν για τους χριστιανούς εστίες άρνησης, φόβου η θλίψεων, αλλά, αντίθετα, εκλαμβάνονται ως κριτήρια αυτοθεώρησης, αναθεώρησης και επανατοποθέτησής μας έναντι του μυστηρίου της ζωής, ως μέσα άσκησης της καρτερικότητας και του «υποφέρειν», ως αφορμές προαγωγής της πνευματικότητάς μας. Εξάλλου, η Εκκλησία μέσα από την Παράδοση και τη Λατρευτική πράξη της, δίνει ευκαιρίες στους πιστούς να εξοικειωθούν με το θάνατο και να αντιμετωπίσουν πραγματικά, και όχι πλασματικά, ο,τι τους απασχολεί και τους θλίβει.

3. Αν ο άνθρωπος δεν πιστεύει στην Ανάσταση, είναι πολύ φυσικό να μη θέλει αλλά και να μην μπορεί να υπομείνει τον πόνο του σταυρού. Η πίστη στην Ανάσταση του Χριστού και η γνωριμία των ανθρώπων με το Χριστό είναι το κλειδί για την αντιμετώπιση του πόνου. Γι’ αυτό η Εκκλησία μας πιστεύει και διακηρύττει ότι ο πόνος και η θλίψη είναι ένα σύνδρομο που οφείλεται στην απουσία του Θεού. Ο Θεός δημιούργησε μόνο ζωή. Ο πόνος και ο θάνατος είναι αποτελέσματα των επιλογών του ανθρώπου. Αποτελούν συνέπεια του κακού, της παράχρησης του αυτεξουσίου και της ελευθερίας του. Οι θλίψεις, οι στενοχωρίες και ο θάνατος, συνιστούν μία πραγματικότητα, άρρηκτα συνδεδεμένη με τη μεταπτωτική κατάσταση του ανθρώπου, που τον ταλανίζει ανάλογα με την εγγύτητα η τη μακρότητα που βρίσκεται, σε σχέση με το Θεό. Επομένως, ο πόνος και η ασθένεια, ακόμη και ο θάνατος, αντιμετωπίζονται υπαρξιακά, μόνο όταν οι άνθρωποι γνωρίσουν και σχετιστούν με το Χριστό και μόνο όταν λουσθούν με το ανέσπερο φως της Αναστάσεως. Αυτή εξάλλου, είναι και η ευθύνη της ποιμαντικής των κληρικών μας οι οποίοι εργάζονται σε χώρους νοσηλείας: να μιλήσουν στους ανθρώπους και να τους μάθουν την τέχνη να βρίσκουν το Θεό.

4. Η άρνηση της ανάστασης αποτελεί απόρροια της διαβρωμένης σχέσης μεταξύ του Πλάστη και του πλάσματος, της προβληματικής η ανύπαρκτης πνευματικότητας του ανθρώπου, η οποία παραθεωρεί το γεγονός ότι ο Χριστός «απαρχή των κεκοιμημένων εγένετο». Εφόσον ο Χριστός «πρωτότοκος των νεκρών εγένετο», γίνεται αντιληπτό ότι η άρνηση αποδοχής της αναστάσεώς Του συνεπάγεται και διαγραφή της προοπτικής και της δικής μας ανάστασης, γεγονός που στερεί από τον άνθρωπο την ελπίδα, την υπομονή στις θλίψεις και το θάνατο. Χωρίς Θεό ο άνθρωπος χάνει την ελπίδα του και τη χαρά του. Αν ο άνθρωπος δεν έχει πορεία εσχατολογική και δεν προσδοκά την Ανάσταση, ο πόνος της παρούσας ζωής, οι θλίψεις, οι πειρασμοί, οι δοκιμασίες, τα άγχη, οι ασθένειες, οι οδύνες και οι στεναγμοί, γίνονται φορτία δυσβάστακτα, τα οποία τον γονατίζουν, τον κάνουν να μελαγχολεί, τον απομονώνουν, τον καταθλίβουν και τον νεκρώνουν πρόωρα.

5. Η υπέρβαση της ατέρμονης περιδίνησης, μεταξύ ηδονής και οδύνης, επιτυγχάνεται μονάχα με τη χαρά που αντλείται από το Χριστό και την προσήλωση του χριστιανού στο Δημιουργό, ο οποίος είναι η πηγή της χαράς. Η πράξη αυτή αποτελεί, «εν ελευθερία», μονόδρομο, για να υπομένει κάποιος τις δυσκολίες της ζωής του. Μονάχα κάτω από την προοπτική αυτή μπορεί ο χριστιανός να δέχεται τη στέρηση της ηδονής και να υπομένει την οδύνη, ακόμη και στην περίπτωση που η τελευταία συνδέεται με το θάνατο. Διότι μονάχα η αληθινή χαρά έχει τη δυνατότητα να υπερβεί τις αισθήσεις και τα αισθητά. Η πρόταση αυτή της Εκκλησίας δεν συνιστά ουτοπία, δεν περιορίζεται σε θεωρητικό επίπεδο, στο θεολογικό επιστητό. Είναι έκφραση του βιώματος και της εμπειρίας της, όπως εντοπίζεται στη μαρτυρική τελείωση των αγίων μας, οι οποίοι αποτελούν τα πρότυπα της καρτερικότητας στις θλίψεις, στις διώξεις και το θάνατο. Το ψυχικό σθένος τους καθώς επίσης και η καρτερία τους ενώπιων των βασάνων, ακόμη και της απειλής του θανάτου, ερμηνεύονται ακόμη και με επιστημονικά κριτήρια, τα οποία καταδεικνύουν ότι η προσήλωση στο Χριστό, οδηγεί στην «καλήν αλλοίωσιν» του όλου ανθρώπου, στην αγόγγυστη ανοχή των θλίψεων, στην καρτερικότητα των δυσκολιών και του θανάτου».

 

Στη συνέχεια τέθηκαν διευκρινιστικά ερωτήματα προς τον ομιλητή και ακολούθησε γόνιμος και επικοδομητικός διάλογος, και ακολούθως ο Σεβ. Ποιμενάρχης μας ευχαρίστησε τον Πανοσιολογιώτατο π. Μακάριο για την άκρως θεολογική-πατερική, αλλά και με επιστημονική κατοχύρωση ομιλία του.

Στο δεύτερο μέρος της Ιερατικής Συνάξεως ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης κ. Ευγένιος ενημέρωσε τους Εφημερίους για διάφορα τρέχοντα υπηρεσιακά θέματα και τις ημερομηνίες πραγματοποίησης Ιερατικών Συνάξεων κατά Αρχιερατικές Περιφέρειες.

Στο τέλος του συνεδρίου όλοι οι Κληρικοί έψαλαν το τροπάριο «Υπό την σην ευσπλαχνίαν καταφεύγομεν Θεοτόκε» και τη φήμη του Σεβ. Μητροπολίτου Ιεραπύτνης και Σητείας κ. Ευγενίου, ο οποίος διένειμε στους Εφημερίους από δύο νέα βιβλία, ως ενθύμια της συμμετοχής τους στην ιερατική σύναξη του Νοεμβρίου.

Print Friendly, PDF & Email

Από manos