διαφορές παλιού και νέου λυκείου
διαφορές παλιού και νέου λυκείου

της Μαρίας Κωστάκη

Στη θεωρία της Παιδαγωγικής η γενική αντίληψη θέλει τον εκπαιδευτικό μια σφαιρική προσωπικότητα,

που θα διακρίνεται από παιδαγωγικές ικανότητες, θα αγαπά τους μαθητές του και θα προσφέρει τη γνώση και τις αιώνιες αξίες σ’ αυτούς. Ωστόσο μέσα σε αυτό το γενικό πλαίσιο οφείλουμε να συμπεριλάβουμε και τις συνθήκες που διαμορφώνουν κάθε εποχή το ρόλο που καλείται να αναλάβει ο εκπαιδευτικός, αφού η κοινωνία μεταβάλλεται και μαζί της μεταβάλλεται και το σχολείο.

Γεγονός, εντούτοις, είναι ότι στο πέρασμα του χρόνου οι κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές αλλαγές, η εξέλιξη της τεχνολογίας ,η ταχύτητα διακίνησης των πληροφοριών, η συνεχής αύξηση της γνώσης, οι πολλαπλές πηγές άντλησης της πληροφορίας δεν κατέστησαν τον εκπαιδευτικό ανενεργό μέσα στη σχολική αίθουσα, αλλά αντίθετα του επιφύλαξαν ένα πολυσύνθετο και πολυδιάστατο ρόλο, αυτό του παιδαγωγού, του εκπαιδευτικού, του αξιολογητή, του συμβούλου, του ανανεωτή, κ.λπ. Σε αυτούς τους ρόλους προστίθεται βέβαια και εκείνος του δημοσίου υπάλληλου, τον οποίο αποκτά με το διορισμό του. Και σε αυτό το σημείο δημιουργείται η μεγάλη αντίφαση ανάμεσα στο «φαίνεσθαι» και το «είναι». Το παράδειγμα των εκπαιδευτικών των Λυκείων είναι χαρακτηριστικό της σημερινής συγκυρίας.

Είναι γενικά παραδεκτό ότι ο δάσκαλος οφείλει να βοηθά τον έφηβο με τη γνώση και τη συμπεριφορά του, να ωριμάσει και να ενηλικιωθεί πνευματικά, να γίνει δηλ. ένας αυτόνομος άνθρωπος. Και αυτονομία σημαίνει σκέψη απαλλαγμένη από στερεότυπα και προκαταλήψεις, πίστη στη αξία του εαυτού του και ικανότητα ενσυναίσθησης. Για το λόγο αυτό εξάλλου, συνδέεται στενά ο ρόλος του δασκάλου με την ποιότητα της εκπαίδευσης μέσα από την καθημερινή του δουλειά, που τον αναδεικνύει ως τον κύριο μοχλό του ποιοτικού και αποτελεσματικού σχολείου.

Υπολανθάνει, όμως, του καθημερινού λόγου το γεγονός ότι ο κύριος ρυθμιστής της εκπαιδευτικής διαδικασίας είναι το Υπουργείο Παιδείας με τα αναλυτικά προγράμματα σπουδών, τα οποία εκπονούνται από το Ινστιτούτο Εκπ/κης Πολιτικής(πρώην Παιδαγωγικό Ινστιτούτο), στο σχεδιασμό των οποίων η συμμετοχή των δασκάλων είναι μηδαμινή, αλλά η εφαρμογή εναπόκειται σ’ αυτούς ολοκληρωτικά και ουσιαστικά χωρίς οδηγίες. Η σύνδεση της παρεχόμενης λυκειακής εκπαίδευσης, που επιχειρείται, με τις απαιτήσεις της αγοράς αποτελεί ένα καίριο ζήτημα για τη διαχρονική σχέση του ρόλου του σχολείου και της Παιδείας. Και αξίζει να θυμηθούμε ότι η «αγορά» ταυτίζεται με το κέρδος, την ανταγωνιστικότητα, την ατομική προβολή, την εκμετάλλευση ενώ η Παιδεία είναι συνώνυμη της μόρφωσης, της άμιλλας, της συνεργασίας, της αλληλεγγύης, της ισότητας.

Το Υπουργείο Παιδείας, λοιπόν, που αποφασίζει de facto ακόμη και για τις μικρότερες αλλαγές που συμβαίνουν στο σχολείο, ταλαιπωρεί αφάνταστα τα τέσσερα τελευταία χρόνια τους εκπαιδευτικούς που έχουν το προνόμιο να διδάσκουν στο Λύκειο. Τα προγράμματα σπουδών, που διορθώνονται διαρκώς και πρόχειρα, τα βιβλία που αλλάζουν εξώφυλλο, τα μαθήματα επιλογής, η ερευνητική εργασία που υποβαθμίζεται, όλα τα επιμέρους συστατικά του συστήματος “Νέο Λύκειο” βρίσκονται στο έλεος της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας, τις αυτοακυρώσεις και τις παλινωδίες της. Το ενδιαφέρον της εστιάζεται γύρω από την ύλη που πρέπει να καλυφθεί, τις εξετάσεις, τα αποτελέσματα των εξετάσεων και την τράπεζα θεμάτων σε μία προσπάθεια ενδυνάμωσης του μηχανισμού, ο οποίος δήθεν θα εξασφαλίζει την “ποιότητα” και την “αποτελεσματικότητα”.( τον περασμένο Ιούνιο – Ιούλιο εκδόθηκαν τρεις φορές αποτελέσματα για την Α΄ τάξη ενώ για την Γ΄τάξη δεν υπάρχει πληροφόρηση, αναθέσεις μαθημάτων αλλάζουν συνεχώς, κλπ!)

Σε αυτό το πλαίσιο ο ρόλος του εκπαιδευτικού χάνει το όποιο παιδαγωγικό του φορτίο, παραμερίζεται η προσωπική ευθύνη του δασκάλου για το τι συμβαίνει μέσα στην τάξη του καθώς και η δυνατότητά του να προσαρμόζει όσο το δυνατόν καλύτερα το περιεχόμενο και τη μέθοδο της διδασκαλίας στις ανάγκες των μαθητών του. Εκ των πραγμάτων μετατρέπεται σε προγυμναστή εξετάσεων.

Το ΥΠΑΙΘ δείχνει να λησμονεί κραυγαλέα ότι ο ρόλος του Δημόσιου Λυκείου είναι να διαμορφώνει προσωπικότητες και μάλιστα στην κρίσιμη ηλικία της μετεφηβείας, παρά τις μεγαλόστομες διακηρύξεις. Και αυτό, φυσικά, δεν μπορεί να συμβεί με καθιέρωση του ανταγωνισμού, ούτε με κατάμεστες τις σχολικές αίθουσες, στις οποίες μεταξύ των άλλων φοιτούν μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες, που χρειάζονται εξατομικευμένη διδασκαλία, η οποία είναι ανύπαρκτη, ούτε όταν το μάθημα επικεντρώνεται σε εξάσκηση επί των θεμάτων της τράπεζας. Και προφανώς, ούτε όταν παραγνωρίζεται εξ ολοκλήρου το γεγονός ότι οι σχολικές τάξεις δεν είναι «ομοιόμορφες» και επομένως δε γίνεται να αντιμετωπίζονται ισοπεδωτικά.

Καθίσταται, λοιπόν, πασιφανές ότι ο κίνδυνος που ελλοχεύει με τη συγκεκριμένη πρακτική έχει δυο αποδέκτες, τους εκπαιδευτικούς που η απώλεια του παιδαγωγικού τους ρόλου, τους μετατρέπει σε προγραμματισμένους εξεταστές, χωρίς χαμόγελο και φυσικά

τους μαθητές οι οποίοι βιώνουν την αποτυχία.

Το σχολείο, προδήλως, σήμερα απαιτεί εκπαιδευτικούς με γνώση, πρωτοβουλία, σχέδια, προσαρμοστικότητα, ιδέες, κέφι, ζωντάνια. Αν λείψουν αυτά, μετατρέπεται σε ένα τυπικό μηχανισμό παραγωγής αποφοίτων με αμφιλεγόμενα αποτελέσματα. Ο εγκλωβισμός του σχολείου στον σφικτό εναγκαλισμό του ΥΠΑΙΘ και των επιδιώξεων του, δεν είναι ενθαρρυντικός για το μέλλον της εκπαίδευσης στη χώρα μας. Και αυτή τη στιγμή στα Λύκεια τείνει να γίνει ασφυκτικός έως και θανατηφόρος.( ακόμα κατατίθενται τροπολογίες για την επόμενη σχολική χρονιά…)

Ο εκπαιδευτικός χρειάζεται συμπαράσταση, στήριξη, επιμόρφωση διαρκή και όχι μεμονωμένες προσπάθειες σχολικών συμβούλων χωρίς οικονομική βοήθεια, εμπιστοσύνη, διάλογο, ευκαιρίες και η αξιολόγηση να αποτελεί πραγματικό εργαλείο βελτίωσης των μεθόδων και των τρόπων διδασκαλίας. Κάθε προσπάθεια εκσυγχρονισμού της παρεχόμενης εκπαίδευσης οφείλει να έχει πρωτεργάτη το δάσκαλο, «εν αρχή ήν ο δάσκαλος» που έγραψε ο Δ. Λιαντίνης, «γιατί ο δάσκαλος είναι ο ποιητής του ανθρώπου».

Μαρία Κωστάκη

Φιλόλογος

Δ/ντρια ΓΕΛ Νεάπολης

Print Friendly, PDF & Email

Από giorgos