Αντώνης Ανηψητάκης

Λασίθι στη Πλώρη

του Κωστή Ζερβάκη
Κάπου εκεί στα χρόνια της μεταπολίτευσης γνώρισα τον Αντώνη. Τους γονείς του, τους ήξερα από παλιά. Φοιτητής τότε ο Αντώνης στο Ε.Μ.Π. σύχναζε στη Λέσχη της Πραισού, όπου έιναν και έπαιρναν κάθε βράδυ οι πολιτικές συζητήσεις. Όλοι μας, φρεσκοαπελευθερομένοι από τα δεσμά της χούντας των Συνταγματαρχών, διψούσαμε για πολιτικό κουβεντολόι, γύρω από την ανασύσταση των παλιών και την δημιουργία νέων κομμάτων.

Ο Αντώνης, τατικός θαμώνας της λέσχης των Στειακών, συμμετείχε με πολύ ενθουσιασμό στα πολιτικά δρώμενα της εποχής εκείνης. Σπουδαίος ομιλητής, καθήλωνε το ακροατήριό του, που τον θαύμαζε, για την ευπροσηγορία του, την ευρυμάθεια του, και προπαντός για τις σοσιαλδημοκρατικές του τοποθετήσεις.
Περάσανε τα χρόνια. Τα κόμματά, μας καλά-κακά σα δυο πιστά συνεταιράκια, που ανταλλάσσουνε όμορφα και ωραία, τα πόστα και μοιράζουνε τα κέρδη τους.
Για τον Αντώνη μάθαινα, έστω κι από μακριά, για την επιτυχή επιστημονική του καριέρα, την κοινωνική του καταξίωση, και την ικογενειακή του κατάσταση και τη πολιτική του τοποθέτηση. Χαιρόμουνα, που ένα τόσο καλά συγκροτημένο άτομο, όπως είναι ο Αντώνης, εγκαταστάθηκε στη Στεία – συνήθως οι άριστοι επιστήμονες ξενιτεύονται, και ησύχαζα με τη σκέψη, πώς θα φανεί χρήσιμος και ωφέλιμος για τον τόπο του, τον τόπο μας.
Ο πολιτικός βίος συνεχιζότανε ομαλά, για τους έχοντες τα ηνία της εξουσίας και κάπως δύσκολα για τους απλούς πολίτες και ιδιαίτερα για εκείνους που έχουν φτωχό πορτοφόλι.
Έτσι φτάσαμε στη σημερινή κατάσταση με τη διαφθορά, τις ρεμούλες, τη διαπλοκή, τις καταρήσεις, τις παχυλές δωροδοκίες και τόσα άλλα. Νταβατζήδες, νονοί μαστροποί, παιδεραστές, ναρκωτικά. Βρώμα και δυσωδία κατακλύζει την κοινωνία και η ανεργία στα ύψη.
Η πλειοψηφία των πολιτών συνωστίζεται απεγνωσμένα στα δύο μεγάλα κόμματα, με την ελπίδα να βρει μια θέση κάτω πό τον ήλιο, ένα διορισμό ή λίγα ψίχουλα. Έτσι κατάντησε η πολιτική ζωή να πατρονάρεται και να κηδεμονεύεται. Αποπροσωποποίησαν τους πολίτες με την δικαιολογία του κοινού αγώνα, τους έκαμαν μάζα, που επιτήδεια την μετακινούν, οι πάτρωνες και οι νταβατζήδες, όπως αυτοί γουστάρουν.
Σε λίγες μέρες καλούνται οι πολίτες να διαλέξουν τους τοπικούς Άρχοντες, από τ’ αποδιαλέγουρα, που τα δύο μεγάλα κόμματα έχρισαν σαν υποψήφιους. Πολύ καλά έπραξαν λογαριάζοντας το δικό τους συμφέρον και όχι αυτό του λαού.
Ευτυχώς που, από όλη αυτή την πολιτική σύγχυση, επρόβαλε η ελπίδα. Ήταν η ιδέα που έριξε ο Αντώνης. Ελάτε ορέ κοπέλια, να κάμομε την Κρήτη ένα Καράβι με το Λασίθι στην Πλώρη.

Μπράβο Αντώνη. Φαεινή η ιδέα σου. Καράβι η Κρήτη και εσύ ο Καπετάνιος.

Μέρες τώρα πασχίζω ν ’αρματώσω τούτο το καράβι θεριό που κείτεται κατμεσής της Μεσογείου και στολίζει τον κόσμο. Μάζωξα κάμποσα παλικάρια, άοπλα, με δύναμη τα μπράτσα και την καρδιά τους. Έτσι γίνονται οι ειρηνικές επαναστάσεις.

Εμπρός παιδιά στον Αγώνα. «Από πού να αρχίσουμε το αρμάτωμα;» «Μα θέλει και ρώτημα; Από την πρύμη θ’αρχίσομε πετγονται όλοι με μια φωνή. Από τα Χανιά. Την πολεμική βάση, τι να την κάμομε;» «Πετάξτε την στη θάλασσα» συμφωνούμε όλοι. «Τέτοια σαβούρα δεν την θέλουμε. Με τα μπράτσα και με το μυαλό μας θα ισορροπήσουμε το Καράβι». «Την προπέλα, την προπέλα. Να βάλομε την προπέλα». «Δεν χρειάζεται προπέλα, λέει ο πιο σοβαρός.» «Τότε με ποια δύναμη θα ταξιδεύει το Καράβι» ρωτά ένα παλικάρι. «Τον Θέρισο, τον Θέρισο», βροντοφωνούμε όλοι. «Από τα παλικάρια του Θέρισου κι από τον μεγάλο καθοδηγητή τους, θ’ αντλήσουμε δύναμη κι απάνω στ’ απάτητα κι αδούλωτα Σφακιανά βουνά, θα στήσουμε το πρυμναίο κατάρτι».
«Τέσσερα κατάρτια θα στήσουμε», αποφασίζεται μάνι , μάνι. «Το δεύτερο θα το στήσουμε στ Αρκάδι», «σαν πολλά χαμηλά να ‘ναι», μονολόγησε ψιθυριστά κάποιος, «χαμηλά το λες εσύ», του απολοήθηκαν εν χορώ οι άλλοι, «η φλόγα μωρέ, που πυροδότησε η πιστόλα του Γιαμπουδάκη, καταύγασε τον ουρανό και την οικουμένη». «Για τρίτο κατάρτι, θα βάλομε τη κορφή του Ψηλορείτη, εκειά απού ‘ναι το Ιδαίον Άντρον». «Και τον Καζαντζάκη», διαμαρτύρονται πάλι κάποιοι. «Εκειά ‘ναι μωρέ και αυτός. Μπορεί ο άθως του, να ’ναι πάνω στα τείχη του κάστρου, μα κατοικεί κι αυτός στον Ψηλορείτη παρέα με τον Δία, σαν ισόθεος και σαν όμοιός του. Γεννούσανε μαθές κι οι δυο απ’ την κεφαλή». Εμείς θα ξέρομε όμως, πως εδώ γεννήθηκε ο Ξένιος Ζευς.
Κάμανε ότι κάμανε, είπανε ότι είπανε και με ένα σάλτο βρεθήκανε στο άλλο, στο δικό μας οροπέδιο, το Στειακό. Εδώ θα στήσουμε, λένε όλοι με μια φωνή τη γέφυρα του πλοίου, την τιμονέρια του Καπετάν Αντώνη.
Μόλις τελειώσανε τα’ άλμπουρα και τη γέφυρα, τα παλικάρια μας δεν κάτσανε στην ανεπαή τους. «Θέλει δουλειά πολύ ακόμη», είπανε, «να ετοιμαστεί το Καράβι. Χρειάζονται πανιά που θέλουνε τέντωμα, για να τα φουσκώσει ο αέρας και να γλιστρά το καράβι πάνω τα κύματα. Για να δεθούνε και να τεντωθούνε τα πανιά πρέπει να κουβαλήσομε σκοινιά, θέλουμε κι άλλα χέρια. Είναι, από τη μια μπάντα ίσα με την άλλη. Βορρά , Νότο, Ανατολή, Δύση. Να πάμε σ’όλους τους Νομούς, σ’ όλες τις Επαρχίες, σ’ όλες τις πόλεις , σ’ όλα τα χωριά. Να τελέψομε τ’ αρμάτωμα του καραβιού».
Ακούσανε το κάλεσμα και μαζευτήκανε παλικάρια γεροδεμένα , ηλιοκαμένα και ψημένα στη δουλειά. Στα γρήγορα ετοιμάσανε όλα τα’ άρμενα , στα γρήγορα φέρανε και τα λυροντάουλα. Ο χρός στελιώθηκε, το γλέντι άναψε κι όλοι χορεύανε και τραγουδούσανε. Τούτο το καράβι …Δεν είναι νησί, δεν είναι νησί , ήταν η γοργόνα η αδελφή του Μέγα Αλέξαντρου, το θεριό κείτονταν στη θάλασσα… Και η Κρήτη … Βαστά δεξά μιαν Ήπειρο, αριστερά μιαν άλλη,της παίζουν την βροντόλυρα για να χορέψει πάλι, για να χορέψει πάλι… Ένα παλικάρι το πιο χεροδύναμο και το πιο ζωηρό μα και το πιο μυαλωμένο, πρόσταξε, μ’ ένα νεύμα των χεριών του, τα λυροντάουλα να πάψουνε και τους χορευταράδες να σταματήσουνε. Είχε κάτι να τους πει, ένα κάλεσμα να κάμει.

«Πολίτες της ρήτης, πολίτες της Ελλάδας , πολίτες του κόσμου», αρχίνησε να ρητορεύει το παλικάρι με βροντώδη φωνή, «ελάτε μαζί μας , να διαπλεύσομε την πιο όμορφη θάλασσα, την καρδιά της Γης , την γεννήτρα των Θεών και των πολιτισμών. Μια νέα Οδύσσεια θα ‘ναι το ταξίδι μας. Θα διαβούμε τα στενά τς Σκύλας και της Χάρυβδης, τα δυο θεριά λυμαίνονται την πολιτική ζωή του τόπου. Δύσκολα θα γλιτώσομε, μα εμείς θα το τολμήσομε. Θα περάσομε από την χώρα των Σειρήνων. Είναι οι κάθε λογής κόλακες, μα εμείς θα βουλώσομε τα αυτιά μας. Θα πάμε στο νησί της Κίρκης. Μάγισσα ‘ναι σαν την Εξυσία, μα δε θα κάτσομε να μας μεταμόρφωση σε γουρούνια. Θα συναντήσομε και την Καλυψώ μα θα την ξεγελάσομε και έτσι δεν θα μπορέσει να μας παγιδέψει στα παλάτια της. Δυο ‘ναι τα παλάτια της, όσα και τα συνεταιράκια, που νέμονται την Εξουσία. Ελπίζουμε να γλιτώσομε από τους Κύκλωπες, τους Λαιστρυγόνες και τους Λωτοφάγους. Είναι όλοι τους θεριά ανήμερα και παμφάγα που ξεχνούνε τις υποσχέσεις και καταβροχθίζουνε τον εθνικό κορβανά. Υποσχόμαστε να σας οδηγήσουμε στην Ιθάκη. Είναι μια χώρα μυθική, χωρίς ρύπους. Ναι χωρίς παντοειδείς ρύπους. Κι αν η Ιθάκη είναι το αίσιο τέλος ενός ταξιδιού, τότε ας την ταυτίσουμε με την Κρήτη, γιατί η Κρήτη είναι ο στόχος.
Ελάτε να ταξιδέψομε στην θάλασσα. Είναι η πιο φαρδιά λεωφόρος.
Θα δείτε πόση ελευθερία και ανεξαρτησία θα νιώσετε. Πάψετε να Στραταρίζετε σε κακοτράχαλους δρόμους και σε δαιδαλώδη στενοσόκακα. Μη χάνεστε μέσα σε φαύλους κύκλους. Ξεστρατίσετε από το μαντρί. Μην ανέχεστε να σας τραβούνε από το γιακά. Γίνεται λεύτεροι κι ανεξάρτητοι. Τα δώρα αυτά τα χαρίζει η θάλασσα και τα γεύονται μόνο, όσοι ταξιδεύουν στην απεραντοσύνη της».
Μην το ξεχάσετε. Στις 15 του Οχτώβρη το καράβι μας σηκώνει πανιά και το ταξίδι, που θα γράψει Ιστορία, αρχινά. Μη δειλιάσετε να μπαρκάρετε. Εμπιστευθείτε τον έμπειρο και άξιο Καπετάν Αντώνη.

Όρτσα τα πανιά, και βίρα τις άγκυρες και καλό ταξίδι.

Print Friendly, PDF & Email

Από manos