Φώτης Κοκοτόςτου Φώτη Κοκοτού

Ο πολιτικός διάλογος κυριαρχείται από την οικονομία και είναι δύσκολο να συζητήσει κανείς για άλλα θέματα, όπως το μεταναστευτικό. Κάποιοι σχολιάζουν από καιρού εις καιρόν τις απόψεις των πολιτικών κομμάτων αλλά, ως συνήθως, επιλέγουν τον εύκολο δρόμο της κριτικής και όχι το δύσκολο της αντιπρότασης. Είναι πάντα πιο εύκολο να το παίζεις προπονητής στην κερκίδα απ’ το να κλωτσάς τη μπάλα στο χορτάρι. Και έτσι συμβαίνει κατά κόρον με το μεταναστευτικό, ένα ζήτημα που είναι παντελώς αδύνατον να λυθεί από μία χώρα μόνη της, αφού προκαλείται από γεγονότα σε πολλές άλλες χώρες.

Κάθε πολίτης μπορεί εύκολα να κριτικάρει τις απόψεις των ακραία συντηρητικών που απορρίπτουν το δικαίωμα εισόδου οποιουδήποτε αλλοδαπού προς βιοπορισμό, ή των ακραία φιλελευθέρων που θα επέτρεπαν σε όλους να μπαίνουν ελεύθερα κι απλά. Μεταξύ των άκρων υπάρχει πάντα και η μέση οδός, εκείνη του μέτρου, εκείνη του πρακτικά σκεπτόμενου ανθρώπου που αναγνωρίζει ότι ένα “μη επιλύσιμο” πρόβλημα είμαστε υποχρεωμένοι κάπως να το διαχειριστούμε.

Η διαφορά μεταξύ διαχείρισης και λύσης μπορεί να φαίνεται μεγάλη, αλλά μία αποτελεσματική διαχείριση φαίνεται στους περισσότερους σαν λύση, ειδικά αν γίνεται ανθρώπινα και πολιτισμένα. Η σωστή διαχείριση ξεκινά από τα δεδομένα: Πρώτον, η Ελληνική κοινωνία δεν μπορεί να ενσωματώσει όλους αυτούς τους μετανάστες γιατί είναι κατά βάθος συντηρητική και μη ανεκτική στη διαφορετικότητα. Δεύτερον, έχουμε υπογράψει διεθνείς συνθήκες που δίνουν προστασία σε οποιονδήποτε ζητά πολιτικό άσυλο, ενώ ταυτόχρονα έχουμε ένα χρονοβόρο σύστημα για την απονομή του ασύλου και οι διμερείς συμφωνίες για επιστροφή των παρανόμων απλώς δεν τηρούνται. Τρίτον, πρέπει οπωσδήποτε να βελτιώσουμε τη φύλαξη των συνόρων και να επιταχύνουμε τις νομικές διαδικασίες ασύλου για να μη μεγαλώσει άλλο το πρόβλημα, αλλά είναι ήδη μεγάλο και χρήζει διαχείρισης τώρα. Τέλος, οι μετανάστες είναι και αυτοί άνθρωποι που έχουν τα ίδια δικαιώματα στη ζωή με μάς. Αν συνδυάσουμε και τα τρία αυτά δεδομένα, προκύπτει σχεδόν αυτόματα η λύση που προτείνουν και χρηματοδοτούν οι Ευρωπαίοι εταίροι μας, δηλαδή τα κέντρα φιλοξενίας. Φυσικά, οι Ευρωπαίοι μάς έχουν δεσμεύσει και με την πολύ άδικη συνθήκη “Δουβλίνο ΙΙ” ώστε να μας επιστρέφουν όλους τους μετανάστες που μπήκαν στην Ευρώπη από τα δικά μας σύνορα, οπότε το μερίδιο ευθύνης που τους αναλογεί είναι πολύ μεγάλο. Αυτά τα κονδύλια για τα κέντρα φιλοξενίας υπάρχουν και πρέπει να τα αξιοποιήσουμε μέχρι να μπορέσουμε να αλλάξουμε αυτή τη συνθήκη που επιβάλει την επιστροφή στη χώρα εισόδου. Εδώ βρίσκεται και η καρδιά του ζητήματος.

Αυτά τα κέντρα φιλοξενίας έχουν περιγραφεί με διάφορους τρόπους, περίπου όσοι και οι προπονητές της εξέδρας (σαν και εμένα, είναι αλήθεια) που δεν έχουν ποτέ χρειαστεί να μαντρώσουν ανθρώπους πίσω από ένα συρματόπλεγμα, τέσσερις τοίχους, ή – έστω – κάποιες πάνινες σκηνές. Άλλοι τα φαντάζονται ως κατασκηνώσεις του Ερυθρού Σταυρού σε εμπόλεμες ζώνες, άλλοι ως στρατόπεδα με κτήρια και μαγειρεία και προαύλια, ενώ άλλοι πάλι τα φαντάζονται ως περιοχές οικισμών που έχουν παραχωρηθεί για μετανάστες, τα λεγόμενα και “γκέτο”. Αυτό το τελευταίο, το “γκέτο”, είναι αυτό που συμβαίνει ούτως ή άλλως άμα αφήσεις τα πράγματα να πάρουν το δρόμο τους χωρίς διαχείριση: στον Άγιο Παντελεήμονα Πατησίων, γύρω από την Πάτρα, ή σε όλη σχεδόν την Ηγουμενίτσα. Ποιο απ’ όλα αυτά είναι η καλύτερη λύση; Μήπως κανένα; Μήπως πρέπει να τα δοκιμάσουμε όλα και να δούμε; Τι προτείνει ένας πολιτικός που δεν έχει υπάρξει ο ίδιος μετανάστης; Τι προτείνει ο προπονητής της εξέδρας; Λοιπόν, εκ πρώτης μου φαίνεται πιο λογικό να χρησιμοποιήσουμε εγκαταστάσεις που ήδη υπάρχουν (π.χ. παλιά στρατόπεδα, παλιά ξενοδοχεία, παλιά κάμπινγκ) παρά να φτιάξουμε καινούργιες. Και αφού εξασφαλίσουμε κάποιες βασικές συνθήκες στέγασης και υγιεινής ώστε να μπορούν ο Ερυθρός Σταυρός και η Ερυθρά Ημισέληνος και οι Γιατροί χωρίς Σύνορα να κάνουν τη δουλειά τους οργανωμένα, θα πρέπει να λύσουμε και το καθεαυτό ζήτημα της διαβίωσης. Εκεί τα πράγματα δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο.

Από τη στιγμή που έχεις αποδεχτεί την ανάγκη διαχείρισης δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων σε τέτοια κέντρα φιλοξενίας, επέρχεται επιτακτικά και το ερώτημα της επιβίωσής τους: ποιος θα το πληρώσει αυτό; Προφανώς θα ήταν ιδανικό να το πλήρωναν όλο οι Ευρωπαίοι εταίροι μας που – όπως είπαμε – δεν τους δέχονται στη χώρα τους και μας τους επιστρέφουν. Αν γινόταν αυτό, τότε θα τους κρατούσαμε εκεί χωρίς κόστος για τη χώρα μας, μέχρι να τους χορηγηθεί το άσυλο ή η διαταγή απέλασης ή ακόμη και η σύντομη άδεια παραμονής για εργασία. Εν πάση περιπτώσει, το πρόβλημα θα ήταν κάπου “αλλού”, και όχι στις γειτονιές που έχουν τόσο υποβαθμιστεί ήδη. Πες, όμως, πως οι Ευρωπαίοι δε μας δίνουν τα λεφτά να τους θρέφουμε, συνεχίζουν να μας τους στέλνουν πίσω κατά εκατοντάδες, και άλλοι συρρέουν κατά χιλιάδες από τα σύνορά μας. Θα μπορέσουμε σα κοινωνία να τους θρέψουμε, να τους φυλάξουμε, να τους περιποιηθούμε ανθρώπινα, ή θα αποφασίσουν μόνοι τους να φύγουν από το κέντρο φιλοξενίας για να αναζητήσουν μια καλύτερη ζωή στον ελεύθερο κόσμο που απολαμβάνουμε όλοι εμείς; Γιατί, είναι σαφές, πως οι περισσότεροι μετανάστες ήρθαν ως εδώ για να δουλέψουν και να ζήσουν τις οικογένειες που άφησαν πίσω. Αυτούς θα μπορέσουμε να τους διαχειριστούμε; Είναι φανερό πως πρέπει να βρούμε τρόπους ώστε οι άνθρωποι αυτοί να βρουν δουλειές και εισόδημα σε μια παράλληλη οικονομία, με ειδικούς κανόνες, στα πλαίσια των κέντρων φιλοξενίας. Είναι αδύνατον να τους κρατήσεις μέσα με τη βία, χωρίς δουλειά κι ελπίδα, και είναι και απάνθρωπο εν τέλει.

Ομολογώ πως το καθεστώς με το οποίο θα εργάζονται οι άνθρωποι αυτοί είναι μέχρι στιγμής το δυσκολότερο από τα ζητήματα που ενέκυψαν στην ανάλυσή μας. Εδώ δεν έχουμε αρκετές δουλειές για τους Έλληνες, και μάλιστα πάνω από ένα εκατομμύριο Έλληνες, πώς θα βολέψουμε και όλους τους μετανάστες; Πράγματι, το ζήτημα είναι πολύ δύσκολο. Υπάρχουν κάποιοι που τους φαντάζονται να δουλεύουν κάπως σαν να εκτελούν “κοινωνική υπηρεσία”, καθαρίζοντας δημόσιους χώρους ας πούμε, όπως κάνουν στην Αμερική τα δικαστήρια για τους παραβάτες των οποίων η φυλάκιση κρίνεται υπερβολικά αυστηρή. Άλλοι τους φαντάζονται να δουλεύουν στην αγροτική ή τη βιομηχανική παραγωγή με ειδικό μισθολόγιο, όπως έκαναν οι Γερμανοί τη δεκαετία του ’90 με τους μετανάστες από το πρώην ανατολικό μπλοκ που έπαιρναν μισθούς “μαθητευόμενων”. Άλλοι λένε πως στην Ελλάδα πρέπει να ισχύουν τα ίδια για όλους τους εργαζόμενους και – άρα – πρέπει να αμείβονται ίσα για ίση εργασία. Και φυσικά, υπάρχουν και εκείνοι που λένε πως είναι δικαίωμά τους να παίρνουν τις δουλειές που δε θέλουν οι Έλληνες, όπως της παραδουλεύτρας στα σπίτια ή του συλλέκτη στα χωράφια. Η δική μου προτίμηση, και δε χρειάζεται να συμφωνήσετε απαραίτητα, είναι να κάνουμε αυτό που έκαναν και οι Γερμανοί και, μάλιστα, να το φορτώσουμε και στους Γερμανούς να μας το οργανώσουν και – γιατί όχι; – να το πληρώσουν κι όλα. Αλλά αυτό προϋποθέτει πως θα υπάρξουν οι δουλειές που θα τους απορροφήσουν, οπότε η συζήτησή μας επιστρέφει στο σημείο που ξεκίνησε: την οικονομία. Πώς θα φτιαχτούν θέσεις εργασίας;

Σε αυτό το ζήτημα έχω απαντήσει ήδη με δύο άρθρα μου, τα “ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΕΡΓΙΑ;” και “ΠΩΣ ΘΑ ΠΑΡΕΙ ΜΠΡΟΣ ΜΙΑ ΣΤΑΜΑΤΗΜΕΝΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ;”. Με λίγα λόγια, η απάντηση που δίνω είναι ότι δεν υπάρχουν λεφτά για θέσεις στο Δημόσιο και τις θέσεις θα τις φτιάξουν οι εργοδότες της πραγματικής οικονομίας, οι “επιχειρηματίες”. Από τον κάθε αγρότη με ένα μικρό κτήμα, ως το κάθε οικογενειακό κατάστημα και έως τη μεγαλύτερη βιομηχανία, οι επιχειρήσεις της πραγματικής οικονομίας είναι η μόνη λύση για την οικονομία και την ανεργία. Για να μπορέσουν οι επιχειρήσεις να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας θα χρειαστούν όλες τις μεταρρυθμίσεις που τόσα χρόνια συζητάμε: κατάργηση δικαιολογητικών και καθιέρωση της υπεύθυνης δήλωσης για όλα, σταθερό και απλό φορολογικό σύστημα με κατάργηση του κώδικα βιβλίων και στοιχείων, μηχανοργάνωση παντού, κτηματολόγιο παντού, δασικοί χάρτες παντού, χωροταξία και πολεοδομία παντού, ηλεκτρονική διακυβέρνηση, και πάει λέγοντας. Είτε Ευρώ έχουμε, είτε δραχμή, είτε Έλληνες εργαζόμενους, είτε ξένους, αν δε λυθούν τα χέρια της πραγματικής οικονομίας δε θα υπάρξουν νέες θέσεις εργασίας και ανάπτυξη. Καμία λύση δε θα είναι ιδανική, αλλά οφείλουμε να προσπαθήσουμε και όχι να αφήσουμε την πληγή να κακοφορμίσει. Το αξίζουν όλοι οι άνθρωποι που ταλαιπωρούνται από το πρόβλημα: οι ίδιοι οι μετανάστες, οι κάτοικοι των περιοχών όπου συρρέουν, τα όργανα της τάξης που έχουν απαυδήσει και συχνά φτάνουν στα όριά τους, και εμείς οι ίδιοι που το χρωστάμε στη συνείδησή μας. Εμπιστευθείτε εμάς που έχουμε λύσεις πρακτικές και δε σας πλασάρουμε λύσεις μαγικές.

Ο Φώτης Κοκοτός είναι επιχειρηματίας του Τουρισμού και των Κατασκευών, κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου (MSc) Μηχανικού Περιβάλλοντος, και υποψήφιος βουλευτής Λασιθίου με το συνασπισμό ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΞΑΝΑ – ΔΡΑΣΗ/ΦΣ

Print Friendly, PDF & Email

Από manos