ο ευρωβουλευτής Σπύρος ΔανέλληςΜε αφορμή την αναθέρμανση της συζήτησης για την τροποποίηση του περιφερειακού σχεδιασμού διαχείρισης απορριμμάτων Κρήτης και έχοντας ασχοληθεί με το θέμα από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 υπό διάφορες ιδιότητες, καταθέτω τις παρακάτω απόψεις ως συμβολή στο δημόσιο διάλογο που έστω ανορθόδοξα έχει δρομολογηθεί.
Φαντάζομαι πώς “πλασιέ τεχνολογιών που εξυπηρετούν κάποια συμφέροντα” όπως είπε ο Δήμαρχος Ηρακλείου και Πρόεδρος του ΕΣΔΑΚ στο πρόσφατο Περιφερειακό Συμβούλιο, δεν μπορεί να είναι άλλοι από εκείνους που με την προώθηση της προ-επεξεργασίας δια της μεθόδου της βιολογικής ξήρανσης “βάζουν την καύση από την πίσω πόρτα”. Το σχέδιο αυτό άρχισε από καιρό, και με την αμέριστη συμπαράσταση της προηγούμενης κυβέρνησης, δρομολογήθηκαν φωτογραφικοί διαγωνισμοί που ευνοούν συγκεκριμένες τεχνολογίες χωρίς – καλή ώρα – να μιλά κανείς για καύση. Η πρόσφατη ματαίωση του “αμαρτωλού” διαγωνισμού της ΕΣΔΚΝΑ για την Αττική από την Υπουργό Περιβάλλοντος είναι χαρακτηριστική και μη επιδεχόμενη αμφισβήτησης.

“Πλασιέ τεχνολογιών” όμως υπάρχουν και στις Βρυξέλλες. Είναι ενδιαφέρον πώς κατά την επεξεργασία της ισχύουσας σήμερα Οδηγίας Πλαίσιο για τη διαχείριση των απορριμμάτων 98/2008/ΕΚ, ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ευεπίφορη στις πιέσεις των ισχυρών οικονομικών λόμπυ (εν προκειμένω των κατασκευαστικών εργοστασίων καύσης), προωθεί την αναβάθμιση της καύσης από την βάση της πυραμίδας των μεθοδολογιών διαχείρισης στην ανώτερη ευγενή ομάδα, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με ευρεία πλειοψηφία το απορρίπτει.

Και ενώ η όλο και περισσότερο αυστηρή νομοθεσία κάνει όλο και πιο ασύμφορη την καύση, οι κατασκευαστές εργοστασίων στρέφονται προς ανατολάς. Κάτι δηλαδή σαν το “Bon pour l’Orient” των αρχών του περασμένου αιώνα.

Αποτελεί δε παγκόσμια πρωτοτυπία η προώθηση μονάδων βιολογικής ξήρανσης των οποίων η παραγωγή SRF (Στερεό Ανακτηθέν Καύσιμο) είναι κατά πολύ μεγαλύτερη από την ποσότητα που μπορεί η αγορά (τσιμεντοβιομηχανία, πρωτογενής παραγωγή σιδήρου) να απορροφήσει.

Καθίσταται άρα αυτονόητο πως η βιολογική ξήρανση αποτελεί τον προπομπό και αρχικό στάδιο επεξεργασίας των απορριμμάτων πριν την τροφοδοσία τους στη μονάδα καύσης. Αν για τον οποιονδήποτε λόγο η καύση δε μπορεί να εφαρμοστεί, τότε επωμιζόμαστε ένα πολύ υψηλό άσκοπο κόστος, αφού το παραγόμενο SRF, οδηγούμενο σε ΧΥΤΑ και εκτιθέμενο σε υγρασία, αποκτά τον όγκο που είχε πριν την επεξεργασία.

Ως γνωστόν έχουμε δύο επιλογές.  Την καύση ή την ολοκληρωμένη διαχείριση.  Έχω την πεποίθηση πως η δεύτερη αποτελεί μονόδρομο και για τους εξής λόγους:

1) Το περιβαλλοντικό κόστος

Η διαχείριση της τοξικότατης τέφρας που αποτελεί το καθόλου ευκαταφρόνητο 30 % περίπου των καιόμενων απορριμμάτων απαιτεί ΧΥΤΕΑ (Χώρος Υγειονομικής Ταφής Επικίνδυνων Αποβλήτων) υψηλότατων απαιτήσεων που πλην όλων των άλλων θα δημιουργήσει ίσως ανυπέρβλητα προβλήματα χωροθέτησης αφού θα αποτελεί μία ωρολογιακή βόμβα στο διηνεκές. Τα δε πανάκριβα σύγχρονα φίλτρα δεν αρκούν για τον έλεγχο των εκλυόμενων διοξινών, δεδομένης της χαλαρής περιβαλλοντικής μας συνείδησης και της ανυπαρξίας αξιόπιστων και έγκυρων ελεγκτικών μηχανισμών στη χώρα μας.

2) Το οικονομικό κόστος

Αποτελεί πανάκριβη επένδυση με πολλαπλάσιο το λειτουργικό κόστος σε σχέση με όποια άλλη μεθοδολογία και θα βαρύνει εσαεί τους πολίτες με πολλαπλασιασμό των τελών καθαριότητας.  Δεν δημιουργεί δε θέσεις εργασίας.

3) Η ασυμβατότητα με την ευρωπαϊκή νομοθεσία.

Σύμφωνα με την οδηγία 98/2008/ΕΚ της Ε.Ε. οφείλουμε, πριν πάμε στη καύση, να εξαντλήσουμε τις υποχρεώσεις μας για μείωση παραγωγής απορριμμάτων, επαναχρησιμοποίηση, ανακύκλωση, ανάκτηση.

 

Υπενθυμίζω ότι:

– Μέχρι το 2011 πρέπει να γίνει ανάκτηση του 60% και ανακύκλωση του 55-80% των συσκευασιών, που σήμερα πετιέται στα απορρίμματα

– Μέχρι το τέλος του 2010 πρέπει να μειωθούν κατά 25% τα βιοαποικοδομήσιμα αστικά απορρίμματα

– Μέχρι το 2013, το ποσοστό αυτό πρέπει να φτάσει το 50% και μέχρι το 2020 το 65%

– Μέχρι το 2020, το ποσοστό ανακύκλωσης των αστικών απορριμμάτων πρέπει να φτάσει το 50%.

Με άλλα λόγια, το “θηρίο” που για να τρώει απορρίμματα πρέπει να καίει 24 ώρες το 24ωρο, 365 μέρες το χρόνο, σε σταθερή θερμοκρασία άνω των 900 βαθμών κελσίου, δεν θα μπορεί να εξασφαλίσει την τροφή του, όσο και αν προσπαθούμε να καταδικάσουμε και τις επόμενες γενιές σε μία αυτοκαταστροφική υπερκατανάλωση και υπερπαραγωγή απορριμμάτων.

Ακόμη όμως και αν μας αφήνουν ασυγκίνητους τα παραπάνω, η καύση ρητά δεν θεωρείται αποδεκτή ως μεθοδολογία ανάκτησης ενέργειας, αν δε διασφαλιστεί απόδοση του 65% της παραγόμενης ενέργειας στο ενεργειακό σύστημα της περιοχής.   Πράγμα αδύνατο αν δεν συνδυαστεί με απόδοση θερμικής ενέργειας.  Δέσμευση απολύτως απαγορευτική όμως για λόγους οικονομικούς και τεχνικούς για τη Νότια Ελλάδα και κυρίως τη Κρήτη.

Δεν έχω πειστεί για τους λόγους απαξίωσης και εγκατάλειψης της μελέτης χωροθέτησης της Κεντρικής Μονάδας Επεξεργασίας ΑπορριμμάτωνΚρήτης που η περιφέρεια Κρήτης σε συνεργασία με τον ΕΣΔΑΚ είχαν αναθέσει στο Πολυτεχνείο Κρήτης και εκπόνησε ο Καθηγητής κ. Οικονομόπουλος με την ομάδα του.

Πέρα όμως από τη μέθοδο επεξεργασίας που θα αποφασίσουμε να εφαρμόσουμε, πρέπει να αντιμετωπίσουμε και το θέμα της χωροθέτησης.  Αν η μοναδική και έσχατη λύση είναι η χωροθέτηση στους Πέρα Γαλήνους, τότε η απαλλοτρίωση του χώρου αποτελεί πρωταρχικό μέλημα.  Το ξεκαθάρισμα του ιδιοκτησιακού καθεστώτος είναι εκ των ων ουκ άνευ.  Όχι μόνο για την ηθική τάξη των πραγμάτων, αλλά και εξ’ αιτίας της μη-δυνατότητας απορρόφησης κοινοτικών κονδυλίων για έργα σε ιδιωτικούς χώρους.

Σχετικά με τη μελέτη που έχει αναθέσει ο ΕΣΔΑΚ, προφανώς υπάρχει θέμα. Η αντίστοιχη συγκριτική μελέτη “Τεχνολογίες Διαχείρισης Απορριμμάτων”, που ο ΕΣΔΑΚ είχε μόλις πρόπερσι αναθέσει στον ίδιο “σταθερό” μελετητή, έμεινε στα αζήτητα ελεγχόμενη για την αξιοπιστία της.  Δεν ωφελεί δε ο ένας από τους τρεις στο νησί Φορείς Διαχείρισης, ερήμην μάλιστα της Περιφέρειας, να προχωρά σε “στοχευμένες” μελέτες σύμφωνα με την δική του επιμέρους αντίληψη.

Δε θα αμφισβητήσει κανείς νομίζω, πως το Περιφερειακό Συμβούλιο δεν θα είναι σε θέση να αποφασίσει μετά λόγου γνώσης για τη μεθοδολογία διαχείρισης, πριν απαντηθούν ξεκάθαρα κάποια καίρια ερωτήματα σχετικά με τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, το οικονομικό κόστος και τη συμβατότητα της όποιας επιλογής με την ευρωπαϊκή νομοθεσία και τις ακολουθούμενες πολιτικές.  Πρέπει δε εδώ, να ξεκαθαρίσουμε πως για τους παραπάνω λόγους, μια νεφελώδης αναφορά περί ενεργειακής αξιοποίησης σε παλιότερη απόφασή του, δε νομιμοποιείται ηθικά ή πολιτικά.

Ο Καθηγητής κ. Οικονομόπουλος και το Πολυτεχνείο Κρήτης, καθώς και εκπρόσωποι του Συνδέσμου Ελληνικών Γραφείων Μελετών, του ΤΕΕ και των τεσσάρων Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (Οικολογική Εταιρεία Ανακύκλωσης, Greenpeace, Μεσόγειος SOS, WWF Ελλάς), σε ημερίδα οργανωμένη από την Περιφέρεια θα έκαναν όλους μας σοφότερους.

Δύο χαμένες δεκαετίες εγκληματικής αμέλειας κι ανεπάρκειας του πολιτικού προσωπικού, αλλά και κοινωνικής ανευθυνότητας και υποκρισίας, δεν πρέπει να μας κάνουν να ξεχνάμε πως με τη σωστή διαχείριση, όχι μόνο προστατεύουμε το περιβάλλον και τη δημόσια υγεία, αλλά δημιουργούμε και πηγές εσόδων.

Τέλος θεωρώ πως σήμερα όσο ποτέ άλλοτε έχουμε την τελευταία ευκαιρία να δώσουμε οριστική λύση στη διαχείριση των απορριμμάτων στη Κρήτη, έχουμε τα χρηματοδοτικά εργαλεία στη διάθεσή μας και έχουμε αποκτήσει εμπειρία μέσα από τα λάθη μας. Το μόνο που απαιτείται είναι πολιτική βούληση και μετά λόγου γνώση, γιατί σε ζητήματα που απαιτούν αυστηρά επιστημονική τεκμηρίωση, δεν χωρούν τυχοδιωκτικοί βολονταρισμοί.

Βρυξέλλες, 22 Ιουνίου 2010

Σπύρος Δανέλλης

Print Friendly, PDF & Email

Από manos