(Ιστορικό Μυθιστόρημα του Κωνσταντίνου Κοκόση) Στο παρελθόν είχαμε συνηθίσει, μεγάλοι συγγραφείς να υπηρετούν επιτυχώς το Ελλη-νικό Διπλωματικό Σώμα. Είναι όμως, από τις λίγες φορές, που η Διπλωματία δίνει τα «διαπι-στευτήριά» της, σε μια άρτια και εμπεριστατωμένη προσπάθεια συγγραφής μιας ιστορικής μυ-θιστορίας, για μια σημαντική περίοδο του Ελληνισμύ και της Ορθοδοξίας.
Η καταξιωμένη πορεία μιας διπλωματικής καριέρας, που ξεκίνησε από την Τουρκία, το Βέλγιο, την Κύπρο και την Αιθιοπία, έφερε το συγγραφέα του ιστορικού μυθιστορήματος «η Ανατολή της Δύση» Κωνσταντίνο Κοκόση, στην κορυφή της Διπλωματικής αποστολής της Ελλάδος, σε μια γείτονα χώρα που προσπάθησε να πορευτεί «ένα δύσκολο μονοπάτι, προτού βρεθεί στα σκαλοπάτια της Ευρώπης». Ο συγγραφέας «της Ανατολής της Δύσης» Κωνσταντί-νος Κοκόσης, υπηρετεί σήμερα Πρέσβης της χώρας μας στην Αλβανία.
Με το έργο του, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Αλεξάνδρεια», επιχειρεί μια εξαιρετική μυθιστορηματική προ-σέγγιση και εξιστόρηση, (με ένα συναρπαστικό τρόπο που υπόσχεται πολλά για το μέλλον), των όσων έγινν κατά τη διάρκεια αλλά και μετά, στη Σύνοδο της Φεράρας – Φλωρεντίας από το 1437 έως το 1439, όταν η θρησκευτική ηγεσία του Βυζαντίου με επικεφαλής τον άρρωστο Πα-τριάρχη Ιωσήφ, και τον Αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ τον Παλαιολόγο, συνοδευόμενοι από μια κουστωδία αξιωματούχων, αρχιερέων, φικιάλιων και εξωκατάκηλων σε μια απέλπιδα προ-σπάθεια και πιεζόμενοι απελπιστικά από τους Οθωμανούς του Μουράτ, ξεκινούσαν με τη βα-σιλική τριήρη στις 24 Νοεμβρίου 1437 για τη Βενετία, σ’ ένα ταξίδι διάρκειας δυόμισι μηνών, για να αναζητήσουν το σωσίβιο του Πάπα Ευγένιου του Δ΄ και των Καθολικών, ώστε να σώ-σουν την ψυχορραγούσα Βασιλεύουσα: την Κωνσταντίνου Πόλη.
Μέλη της πολυάνθρωπης αυτής αποστολής, εκείνου του ορθόδοξου πληρώματος που έτεινε μια ύστατη χείρα βοηθείας προς την Εσπερία και τη Χριστιαική Δύση, μέσα από μια θολή και ετοιμόρροπη κατάσταση μιας κοινωνίας και ενός κράτους που συνεχώς παράπαιε, ήταν οι κορυφαίοι ιεράρχες και κρατικοί λειτουργοί της Αυτοκρατορίας, όπως ο αδελφός του Αυτοκράτορα Δημήτριος, ο μέγας εκκλησιάρχης Σίλβεστρος Συρόπουλος (από τον οποίο α-ντλούν οι περισσότεροι ιστορικοί στοιχεία γιαυτή την αποστολή), ο μέγας χαρτφύλακας Θεόδωρος Ξανθόπουλος, ο πρωτέκδικος Γεώργιος Καππάδος, ο μέγας σκευοφύλακας Μιχαήλ Βαλσαμών, ο νομοφύλακας Ιωάννης Ευγενικός, ο Πλήθων ο Γεμιστός, ο Γεώργιος Σχολάριος, ο Αμιρούτζης, καθώς και ι μητροπολίτες Σάρδεων Διονύσιος, ο Εφέσου Μάρκος Ευγενικός (ως ανθενωτικός), ο Κυζίκου Μητροφάνης, ο Τραπεζούντος Δωρόθεος, ο Ηρακλείας Αντώνιος, ηγούμενοι από το ¶γιον Όρος, ο πνευματικός Γρηγόριος Μελισσηνός-Μάμμας και ο (μετέπειτα καρδινάλιος του Πάπα) επίσκοπος Νικαίας Βησσαρίων.
Η πολυγνωμία και η μη σταθερή γραμμή των Βυζαντινών, που εκφραζόταν στις δυο κυρίαρχες τάσεις, των ενωτικών και ανθενωτικών, τους έκανε να νοιώθουν ταπεινωμένοι και περικυκλωμένοι από παντού, όπως και από και την πανούκλα που θέριζε τη Φλωρεντία εκείνη την περίοδο. Όλοι τους γνώριζαν καλά, πως δεν ήταν εύκολο να λύσουν τις θεολογικές διαφορές που οδήγησαν στο Σχίσμα από τη μια, και να πείσουν την Ορθόδοξη Ανατολή για την αγαθότητα του Πάπα και των Καθολικών από την άλλη. Ήταν ακόμη νωπές οι Σταυροφορίες, και το 1204. Επιπροσθέτως, έπρεπε να αντιμετωπίσουν επαρκώς και τα θεολογικά ζητήματα πριν υπογράψουν τον Ενωτικό όρο, όπως η εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος (filioque), τα άζυμα (δηλαδή η χρησιμοποίηση άζυμου άρτου στη θεία ευχαριστία), το καθαρτήριο πυρ, και τα πρω-τεία του Πάπα. Ο Αυοκράτορας Ιωάννης Η΄, πάση θυσία λογάριαζε και ευελπιστούσε στο μο-ναδικό από μηχανής Θεό για την Αυτοκρατορία: στη βοήθεια από τη Δύση.
Οι μεθοδεύσεις και οι αφόρητες πολιτικές πιέσεις που ασκήθηκαν, φτάνοντας μέχρι και την περικοπή της σίτισης (σιτηρέσιου) της βυζαντινής αντιπροσωπείας, οδήγησαν στην πλήρη υποχώρηση. Μέσα σ’ αυ-τή την πολιτική μέγγενη, η Βυζαντινή αποστολή, την ανάγκη φιλοτιμία ποιούμενη, ενέδωσε στις απαιτήσεις των Καθολικών, στα πρωτεία του Πάπα και στα άλλα θεολογικά ζητήματα υ-πγράφοντας τον Ενωτικό όρο. Το αποτέλεσμα είναι βέβαια γνωστό: Η αναμενόμενη βοήθεια από τη Δύση, όπως την περίμεναν, δεν έφτασε ποτέ. Όταν επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπο-λη το 1440, λαός και κλήρος αποδοκίμασαν την ένωση των Εκκλησιών που τελικά δεν έγινε δεκτή. Σε λίγο η μέγγενη θα κλείσει και η Πόλη των Πόλεων, η Επτάλοφος Βασιλεύουσα, θα αλωθεί.
Στη σύνοδο της Φεράρας, μπροστά στα μάτια των Καθολικών που καιροφυλακτούν, ξε-τυλίγονται ανελέητα όλα τα δεινά, οι αντιθέσεις μα και οι δεξιότητες των Βυζαντινών. ταν η τελευταία πράξη ενός δράματος στην ιστορία μιας χιλιόχρονης Αυτοκρατορίας και σ’ έναν κό-σμο που επέμενε να προσδοκά και να ελπίζει, παρά το προδιαγεγραμμένο τέλος που ολοένα πλησίαζε… Το έργο του Κων. Κοκόση, αποκτά ιδιαίτερη σημασία και αξία σήμερα, όπου μετ’ επι-τάσεως έχει ξεκινήσει και από το Ουκουμενικό Πατριαρχείο αλλά και από το Βατικανό μια προσπάθεια επαναπροσέγγισης της Παλαιάς με τη Νέα Ρώμη, του Καθολικισμού με την Ορθο-δοξία, της Ορθόδοξης Ανατολής με την Καθολική Δύση, με μακροπρόθεσμο στόχο την εξά-λειψη αυτών που διχάζουν ια αιώνες τώρα την Εκκλησία και το Χριστιανισμό.
Ο διαθρησκευ-τικός και διαπολιτισμικός διάλογος είναι άλλωστε μονόδρομος, για να αντιμετωπιστούν σήμε-ρα τα πανανθρώπινα και οικουμενικά προβλήματα που μόνο υπό το ενιαίο πρίσμα της Ενωμέ-νης Χριστιανικής Εκκλησίας μπορούν να δώσουν απαντήσεις. Ο δρόμος είναι μακρύς. Η ιστο-ρία όμως πρέπει να δείχνει αυτό το δρόμο και το παρελθόν να διδάσκει. Και η «Η Ανατολή της Δύσης» δείχνει ένα ορατό και εξαιρετικά χρήσιμο μονοπάτι προς σ’ αυτή την κατεύθυνση μέσα πό τους συναρπαστικούς δρόμους της λογοτεχνίας.
ΚΩΣΤΗΣ Ε. ΜΑΥΡΙΚΑΚΗΣ
Πολιτικός Μηχανικός