
Την Πέμπτη (12/4) η Κινηματογραφική Λέσχη Αγίου Νικολάου προβάλει στο REX (9.30 μμ) την φημισμένη ταινία «Χιροσίμα, αγάπη μου» του διάσημου Γάλλου σκηνοθέτη Αλέν Ρενέ. Είναι η πρώτ ταινία μεγάλου μήκους του σκηνοθέτη που μέχρι τότε είχε καταπιαστεί με το γύρισμα ντοκιμαντέρ μόνο.
Αρχικά ο Ρενέ συνέλαβε την ιδέα να γυρίσει ένα ακόμα ντοκιμαντέρ σχετικά με την καταστροφή της Χιροσίμα επειδή πίστευε ότι ο κινηματογράφος δεν είχε ασχοληθεί όσο θα έπρεπε με τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Και είναι αλήθεια ότι σε μεγάλο βαθμό η ταινία εμφανίζει έντονο ενδιαφέρον σχετικά με την ιστορία και μία ισχυρή αίσθηση υπέρ της ειρήνης. Ωστόσο ο Ρενέ δεν σταματάει εδώ. Ενδιαφέρεται και για τη σχέση παρελθόντος και παρόντος, τη διαδικασία της μνήμης (ανάγκη να θυμάται κανείς αλλά και ανάγκη να ξεχνά και να προχωρεί), καθώς και τη σχέση μιας προσωπικής με μια συλλογική εμπειρία (η ερωτική τραγωδία της γυναίκας με τον Γερμανό και η παγκόσμια τραγωδία της Χιροσίμα).
Είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς με σαφήνεια για την ταινία μιας και η σύνθεση εικόνων, αισθημάτων και λόγου, ακόμη και 44 χρόνια έπειτα από την πρώτη προβολή της, παραμένει πέραν περιγραφής. Ο Γκοντάρ έλεγε ότι μπορεί να την περιγράψει κανείς «ως Φώκνερ και Στραβίνσκι μαζί». Ο Ρομέρ έλεγε ότι ο Ρενέ είναι «κυβιστής – δηλαδή ο πρώτος μοντέρνος σκηνοθέτης της ομιλούσας περιόδου του κινηματογράφου». Το σίγουρο είναι ότι ο Ρενέ κατόρθωσε αυτό που φαινόταν αδύνατο: να φτιάξει μια ταινία που δηλώνει το «ανείπωτο» και εκφράζει το «νέκφραστο» μ’ ένα τρόπο απόλυτα «μοντέρνο».

Η ενοχή του επιζήσαντα κατατρώει τον αρχιτέκτονα (που έλειπε από την πόλη τη μέρα του βομβαρδισμού) ενώ και η Χιροσίμα, αναγεννημένη από τις στάχτες της και χτισμένη μ’ ένα μοντέρνο στυλ ως ο απόλυτος τουριστικός προορισμό, προσπαθεί να ξορκίσει τους εφιάλτες της. Ωστόσο, όσο σημαντικοί και αν είναι ο εραστής και η πόλη, είναι η ηρωίδα που μπολιάζει την ταινία με το πλέον έκδηλο στοιχείο του μεταπολεμικού μοντερνισμού: εκείνο της ανθρώπινης απόγνωσης, απομόνωσης και μοναξιάς.
Προσέξτε τη κηνή που η ηρωίδα κοιτάζει τον καθρέφτη στο δωμάτιο του ξενοδοχείου και μιλάει στον πεθαμένο εραστή της: «Σ’ απάτησα απόψε μ’ έναν άγνωστο. Κοίτα πως σε ξεχνάω…». Η ηρωίδα αναγνωρίζει την ανάγκη να αντιμετωπίσει το παρελθόν της για να ξεπεράσει τη θλίψη της, αλλά η λήθη είναι εξίου τρομερή. Η αίσθηση της ενοχής δεν την αφήνει να χαρεί σωματικά και ψυχικά. Και είναι η εικόνα δύο απελπισμένων ανθρώπινων, που τους χωρίζουν όχι τυχόν πολιτισμικές διαφορές ή άλλα ηθικά διλήμματα, αλλά το ίδιο το βάρος της μνήμης και των αναμνήσεων τους, που προκαλεί ταραχή στον θεατή. Του δίνει αφορμές για σκέψη και συζήτηση, όπως αρμόζει σ’ ένα αληθινό έργο Τέχνης.