Να΄ μουν του σταύρου άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι,
Την ώρα που άνοιξε ο Χριστός, στον ήλιο του το μάτι.
Να δω την πρώτη του ματιά και το χαμόγελο του,
Το στέμμα των ακτινών του, γύρω στο μέτωπο του.
Να λάμψω από την λάμψη του και΄ γω σαν διαμαντάκι,
Να μοσχοβοληθώ και εγώ, από την ευωδία, που άναψε στα ποδιά του, των μάγων η λατρεία.
Ως εγεννήθει ο Χριστός, τη γη επεριπάτει, εκεί που περίπατησε, εκεί δέντρο δεν είχε, εκεί δέντρο εβγήκε.
Χρυσά ήταν τα κλωνάρια του, ολάργυρη η κορφή του Και κάτω η ποδίτσα του, γράμματα είχε γραμμένα.
Παπάδες τ΄ αναγνώνανε, διάκοι τα συντηρούσαν και τα μικρά διακόπουλα, τα καλαναρχούσαν.
Και ο Αϊ – Βασίλης έρχεται, από την Καισαρία,
Βαστά τον ουρανό χαρτί, τη θάλασσαμελάνι, την άμμο την αμέτρητη, πέννα και καλαμάρι. Και παίρνει τα και πάει τα, κάτω στο περιγιάλι,
Που ήταν ο αφέντης Βασιλιός και έκανε ζευγάρι.
 
(από το βιβλίο του Μιχάλη Μιχαηλίδη «Λαϊκή Παράδοση, η Κρητικιά Δέκατη Μούσα», Ανάληψη – Πευκών Σητείας)

Print Friendly, PDF & Email

Από manos