Η μνημειακή γέφυρα του ποταμού Μύρτου ή Κρυοπόταμου
Η μνημειακή γέφυρα του ποταμού Μύρτου ή Κρυοπόταμου

Γράφει: Λεωνίδας Κουδουμογιαννάκης

Η μνημειακή γέφυρα του ποταμού Μύρτου ή Κρυοπόταμου είναι μία από τις πέντε μεγάλες γέφυρες που αποφασίστηκε να κατασκευαστούν στο νησί κατά την δεκαετία του 1880. Είναι από αυτές που σήμερα σώζεται στο σύνολο της και μάλιστα διατηρείται σε ιδιαίτερα καλή κατάσταση.

Η γέφυρα του Κρυοπόταμου ανήκει στην Κοινότητα Μουρνιών,  δομήθηκε το 1884,  σύμφωνα με την εντοιχισμένη σε αυτήν επιγραφή, πολύ κοντά στην όμορη Κοινότητα Μύρτου. Μελετήθηκε από τον Γάλλο μηχανικό G. Renault,  ο  οποίος την περίοδο εκείνη είχε έρθει στα Χανιά προσκαλεσμένος από τη Γενική Διοίκηση Κρήτης και ασχολήθηκε με θέματα γεφυροποιίας σε όλη την Μεγαλόνησο.

Ο Κρυοπόταμος από τον 14Ο αι. αποτελούσε το όριο ανάμεσα στην ανατολικότερη διοικητική περιφέρεια της Κρήτης “Distretto Σητείας”, που περιελάμβανε τις σημερινές επαρχίες Σητείας και Ιεράπετρας, με την επαρχία Ρίζου ή Ριζόκαστρου ή Μπελβεντέρε, που περιελάμβανε τη σημερινή επαρχία Βιάννου και τμήμα της επαρχίας Μονοφατσίου. Αποτελούσε λοιπόν όριο ανάμεσα στις διοικήσεις του Χάνδακα και της Σητείας. Η Οθωμανική διοίκηση διατήρησε την ίδια σχεδόν διοικητική διαίρεση. Το 1867 διαφοροποιήθηκε η διοικητική διαίρεση του νησιού και η επαρχία Ριζοκάστρου μοιράστηκε ανάμεσα στους νομούς Ηρακλείου και Λασιθίου. 

Ο Εγγλέζος χαρτογράφος Tomas Abel Brimage Spratt, στην επίσκεψη του στην Κρήτη το 1851, περνά από την περιοχή και σημειώνει για τον ποταμό Μύρτο: «Τα νερά του περιστρέφουν δύο ή τρεις μύλους κοντά στη θάλασσα, εκεί που περνάει ο Βασιλικός Δρόμος ή κύριος παραλιακός δρόμος Γεράπετρας – Κάντιας». Την περίοδο εκείνη το  Μύρτο ήταν ένα μικρό χωριό με 127 Χριστιανούς κατοίκους, σύμφωνα με την απογραφή του 1881 και το χωριό Μουρνιές με 308 Χριστιανούς μαζί με την Απάνω Σύμη. Και τα δυο χωριά έως το 1929 ανήκαν στην επαρχία Βιάννου.     

Το ιστορικό πλαίσιο στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα στην Κρήτη

Η εποχή αυτή είναι ιδιαίτερα δύσκολη για την Κρήτη και χαρακτηρίζεται από αλλεπάλληλα επαναστατικά κινήματα των χριστιανών που αγωνίζονται να κερδίσουν την ελευθερία τους. Καθοριστικό στοιχείο για την πορεία των κρητικών πραγμάτων ήταν η σταδιακή παραχώρηση δικαιωμάτων από τους Τούρκους προς τους Έλληνες κατοίκους της νήσου, δικαιωμάτων που βεβαίως παραχωρήθηκαν κάτω από την πίεση των  πολιτικών εξελίξεων.  

Η οικονομία της Κρήτης την περίοδο της τουρκοκρατίας στηρίζεται εξ’ ολοκλήρου σε μια πολυάριθμη αγροτική τάξη, χωρίς καμία πρόνοια και προστασία της παραγωγής, η οποία ωστόσο δεν μπορεί να καλλιεργήσει  παρά μόνο το 1/3 του κρητικού εδάφους. Μεγάλες εκτάσεις χρησιμοποιούνται ως βοσκότοποι. Η βιομηχανία ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη, με την οικιακή βιοτεχνία να έχει αναπτυχθεί σε κάποιο βαθμό. Το κυριότερο βιοτεχνικό προϊόν ήταν το σαπούνι, από σαπωνοποιίες που ιδρύθηκαν σε Ηράκλειο και Χανιά.  Το 1873 ο Γάλλος Πρόξενος στα Χανιά μιλούσε για καλπάζουσα οικονομική εξασθένηση της Κρήτης. Οι επαναστάσεις και οι εσωτερικές ανωμαλίες επιδείνωσαν την οικονομική κατάσταση της νήσου. 

Το δεύτερο μισό του 19ου αι. εκτός από τις τρεις μεγάλες πόλεις της Κρήτης (Ηράκλειο – Χανιά – Ρέθυμνο) αρχίζουν να αναπτύσσονται και άλλοι οικισμοί, οι οποίοι εξελίσσονται σε αξιόλογα ημιαστικά κέντρα. Στο Λασίθι αναπτύσσονται η Νεάπολη, ο Άγιος Νικόλαος Μεραμπέλλου, η Σητεία και η Ιεράπετρα.

Η υπογραφή της λεγόμενης Σύμβασης της Χαλέπας, τον Οκτώβριο του 1878, δημιούργησε ένα καθεστώς ημιαυτόνομης επαρχίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με ιδιαίτερα προνόμια. Ο Ιωάννης Φωτιάδης, που διαδέχθηκε τον Αλέξανδρο Καραθεοδωρή (διοίκησε μόνο λίγους μήνες), διέθετε διοικητική και διπλωματική πείρα.  Διοίκησε την Κρήτη ως το 1885 με δικαιοσύνη και φρόνηση και έθεσε τις βάσεις για την εσωτερική οργάνωση του νησιού. Η Γενική Διοίκηση Κρήτης προσπάθησε να ανταποκριθεί στις αυξημένες ανάγκες του νησιού με τους εντελώς περιορισμένους οικονομικούς πόρους που είχε στην διάθεση της.

Τεχνικά έργα μετά τη Σύμβαση της Χαλέπας

Η Σύμβαση της Χαλέπας ήταν χωρίς αμφιβολία ένα σημαντικό βήμα προς τη λύση του Κρητικού Ζητήματος. Τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα στη Μεγαλόνησο είναι καταιγιστικά με τους Τούρκους να υπονομεύουν συστηματικά την εφαρμογή του νέου Οργανισμού. Από τη Γενική Διοίκηση της Κρήτης υπάρχει μια συντονισμένη προσπάθεια για την επισκευή των υπαρχόντων δρόμων και γεφυριών του νησιού, καθώς και για την κατασκευή νέων.

Τον Μάιο του 1881, η Γενική Συνέλευση των Κρητών ψηφίζει νομοσχέδιο με το οποίο γίνεται ο διαχωρισμός των δρόμων σε δημόσιους, επαρχιακούς, δημοτικούς και αγροτικούς. Ορίζεται ωστόσο ότι την εκτέλεση των έργων επιτηρεί η εκτελεστική αρχή δια των αρμοδίων μηχανικών, οι οποίοι θα διορίζονται με διάταγμα του Γενικού Διοικητή και θα πληρώνονται από το Δημόσιο Ταμείο.

Την περίοδο της τουρκοκρατίας η οδοποιία και η γεφυροποιία δεν γνωρίζουν ιδιαίτερη άνθηση στη Μεγαλόνησο. Οι περιηγητές του 18ου και 19ου αιώνα περιγράφουν ελάχιστες γέφυρες απ’ όπου πέρασαν από το ένα μέρος της Κρήτης στο άλλο. Πέρα από τις λιθόδμητες γέφυρες, στην Κρήτη υπήρχαν και μικρά ξύλινα γεφύρια με τα οποία προσπαθούσαν να λύσουν την διέλευση από χείμαρρους την περίοδο των βροχών. 

Η μνημειακή γέφυρα του ποταμού Μύρτου ή Κρυοπόταμου
η γέφυρα από ψηλά

Λίγο αργότερα, με νέο διάταγμα «Περί εκτελέσεως του περί οδοποιίας νόμου» προβλέπεται ότι λόγω  ανεπάρκειας πόρων θα αντιμετωπιστούν αρχικώς οι άμεσες ανάγκες κατασκευής γεφυρών καθώς και η συντήρηση και επισκευή των ήδη υφιστάμενων δρόμων. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι οι κάτοικοι του νησιού ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλλουν προσωπική εργασία για τα δημόσια και δημοτικά έργα, κάτι που πολλές φορές δημιούργησε προστριβές και πολλά προβλήματα στις τοπικές κοινωνίες. 

Με σχετικό διάταγμα του γενικού διοικητή Κρήτης Ιωάννη Φωτιάδη πασά, το οποίο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της Γενικής Διοικήσεως «Κρήτη», φύλλο αριθμ. 659, 05-12-1882, τις εργασίες κατασκευής τους αναλαμβάνει η ίδια η Διοίκηση, επειδή ενώ «η γεφύρωσις των ειρημένων ποταμών είναι ανάγκη επείγουσα του τόπου, δεν παρουσιάστηκαν μέχρι τούδε εργολάβοι, παρέχοντες τα απαιτούμενα εχέγγυα περί της καλής και τεχνικής εκτελέσεως των σπουδαίων τούτων έργων».   Πρόκειται για τις γέφυρες των ποταμών Πλατανιά Χανίων, Κοιλιάρη Σφακίων, Πλατανιά Ρεθύμνου, Καρτερού Ηρακλείου και Μύρτου ή Κρυοπόταμου Λασιθίου.

Είναι ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός ότι οι μελέτες για την κατασκευή των νέων γεφυρών εκπονούνται, οι περισσότερες, από το Γάλλο μηχανικό G. Renault. Ο Renault συντάσσει έκθεση «Περί της καθ’ όλου κατασκευής γεφυρών εν Κρήτη και περί της επιμέλειας αυτών» στην οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν οι ιδιομορφίες του Κρητικού εδάφους, δίδει οδηγίες για τη θεμελίωση τους και τον τρόπο κατασκευής των λιθόδμητων τμημάτων τους.

 Η γέφυρα

Η γέφυρα είναι κτίσμα λιθόδμητο, μεγάλων διαστάσεων και μνημειώδους μορφής. Η όλη κατασκευή μαρτυρεί όχι μόνο αξιόλογη αισθητική αντίληψη του μελετητή αλλά και άριστη γνώση της τεχνικής της κατασκευής των λιθόδμητων γεφυρών. Οι μεγάλες λιθόδμητες γέφυρες της Κρήτης έχουν συνήθως επιμελημένη κατασκευή, στέρεα θεμελίωση και ισχυρό «σώμα». Λίγες καταστράφηκαν από φυσικές καταστροφές ενώ οι περισσότερες που δεν σώζονται πια ή σώζονται μόνο τα οικοδομικά υπολείμματα τους, οφείλουν την «κακή τους τύχη» σε ανθρώπινες άστοχες παρεμβάσεις. Η άψογη κατασκευή της εξηγεί γιατί η γέφυρα έχει διασωθεί ως τις μέρες μας σχεδόν άθικτη.

Αποτελείται από τρία μεγάλα τόξα, τα οποία κατασκευάστηκαν από λαξευτές ορθογωνικές πέτρες που προεξέχουν στις γωνίες. Τα δύο μεσαία στηρίγματα, πάχους 2,20 μ. απέχουν μεταξύ τους 10 μ., ενισχύονται από αντηρίδες που στο τμήμα προς την εκβολή  έχουν κάτοψη ημικυκλική, ενώ στο τμήμα προς στις πηγές έχουν κάτοψη τριγωνική.  Και  αυτές οι αντηρίδες είναι κατασκευασμένες από ορθογωνικές πελεκητές πέτρες. Το συνολικό μήκος της γέφυρας είναι 73,50 μ. και το πλάτος του σώματος 4,05 μ. Στην επάνω επιφάνεια της γέφυρας , στο βατό της επίπεδο πλάτους 3,25 μ., σώζεται ακόμη το παλιό καλντερίμι, ενώ το κτιστό στηθαίο στις πλευρές της πάχους 0,40 μ. είναι πολύ χαμηλό.

Στην προβιομηχανική περίοδο, το κύριο δομικό υλικό ήταν η πέτρα και ένα από τα πιο σημαντικά προβλήματα που απασχολούσαν τους κατοίκους ήταν η ασφαλής διέλευση των οδοιπόρων και των μεταφορικών μέσων τους πάνω από ποτάμια, ρέματα και χείμαρρους. Μέχρι τον 20ο αιώνα, το μόνο εφικτό αλλά λειτουργικό τεχνικό έργο που μπορούσε να κατασκευάσει ο ασπούδαστος μάστορας της εποχής εκείνης για να δώσει τη λύση στο συγκοινωνιακό πρόβλημα που απασχολούσε  την προβιομηχανική κοινωνία  ήταν ένα πέτρινο γεφύρι.

Σήμερα η μνημειακή γέφυρα του ποταμού Μύρτου, ένα ιστορικό μνημείο για την δυτική Ιεράπετρα  είναι λαβωμένη. Η θωράκιση της θεμελίωσης και της βάσης που έγιναν τα προηγούμενα χρόνια, δεν άντεξαν στις έντονες και παρατεταμένες βροχοπτώσεις και τον μεγάλο όγκο νερού που συγκέντρωσε  το ποτάμι. Είναι κατεπείγουσα ανάγκη να θωρακιστεί η βάση και η θεμελίωση της  με σοβαρά τεχνικά έργα και να διαμορφωθεί η κοίτη του ποταμού ώστε να προστατευτούν τα παρόχθια τμήματα του.

Κύριο μέλημα των αιρετών εκπροσώπων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, του Υπουργείου Πολιτισμού, του Υπουργείου Τουριστικής Ανάπτυξης, άλλων Δημοσίων Υπηρεσιών αλλά και κυβερνητικών και μη οργανισμών που ασχολούνται με την πολιτιστική και την τουριστική ανάπτυξη και την προστασία του περιβάλλοντος της χώρας μας θα έπρεπε να είναι η ακριβής καταγραφή, η διεπιστημονική μελέτη, η συντήρηση επισκευή, η προστασία και τέλος η ανάδειξη των πέτρινων γεφυριών ως μοναδικά δείγματα της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας μας.

Print Friendly, PDF & Email

Από giorgos