Ολιγάρκεια, μια λησμονημένη αρετή
Τίς ἐστιν πλούσιος; ὁ ἐν τῷ ὀλίγῳ ἀναπαυόμενος …

Του Πρωτ. Ευαγγέλου Παχυγιαννάκη

H ολιγάρκεια είναι υψίστη αρετή. Λαμπροί φιλόσοφοι και διανοητές έζησαν και δημιούργησαν υπέροχα έργα στην τέχνη, στη φιλοσοφία και στην ποίηση μ’ αυτή την αρετή

και μάλιστα ορισμένοι από αυτούς ασπάστηκαν την εκούσια πενία, την ακτημοσύνη, την εγκράτεια, την  αφάνεια  με την αγία άσκηση και ταπείνωση. Όλοι που την  ενστερνίσθηκαν, υπήρξαν άνθρωποι με βαθιά φιλοσοφική σκέψη και αφοσίωση άλλοι στον Θεό, άλλοι στην επιστήμη και στις τέχνες που τους κέρδισαν σαν οι πιο ζηλευτές ερωμένες.

Ο εγκρατής άνθρωπος είναι  φιλοσοφημένος,  «φιλοκαλεί μετ’ ευτελείας» και διάγει βίο ταπεινό μετ’ ευχαριστίας, εσωτερικής αμεριμνησίας και ουσιαστικής πληρότητας.  Η σοφία των πατέρων διδάσκει: “Τίς ἐστιν πλούσιος; ὁ ἐν τῷ ὀλίγῳ ἀναπαυόμενος”.  

Βέβαια αυτή η αρετή της ολιγάρκειας που είναι το καθαυτό κήρυγμα του χριστιανισμού και απευθύνεται σε όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους, μοναχούς, κληρικούς και λαϊκούς, δεν βρίσκει ανταπόκριση από τον κόσμο της απληστίας και του συμφέροντος. Ο λόγος αυτός φαίνεται πάντοτε βαρύς, ιδιαίτερα δε  στους ανθρώπους της εποχής μας. Σήμερα οι άνθρωποι δεν αρκούνται στα λίγα, ζητάνε πολλά, εργάζονται, μοχθούνε για ν’ αποκτήσουν όλο και περισσότερα∙ φτάσαμε στο σημείο σε κάθε οικογένεια να έχει το καθένα άτομο και το δικό του αυτοκίνητο. Πεζοδρόμια πιά δεν υπάρχουν. Τα καταλαμβάνουν τα αυτοκίνητα, παρκαρισμένα όπου και όπως θέλει ο καθένας. Ούτε τα βαριά πρόστιμα των παραβάσεων μπορούν να μας συνετίσουν, ούτε η πληθώρα των καθημερινών τροχαίων να μας φρονηματίσει. Αρκεί ο καθένας να κάμει το γούστο του για να νοιώθει καπετάνιος της ασφάλτου.

Ένας θυμόσοφος γέροντας  έλεγε προ καιρού: «Ἑμείς, μωρέ στην εποχή μας πρώτα εφτιάχναμε τ’ αχύρια κι ύστερα αγοράζαμε τσοι γαϊδάρους, εδά εγέμισε ο κόσμος γαϊδάρους  και δεν έχουνε που να τους βάλουνε!» Δυστυχώς, στην εποχή μας το περιττό κατάντησε αναγκαίο. Η μόδα, τα φανταχτερά μπιχλιμπίδια που μαζεύομε για να στολίσομε τα σαλόνια μας και τα περίσσια για να ικανοποιήσομε την ανωριμότητα των παιδιών μας, θύματα κι αυτά της διαφήμισης και της δικής μας ματαιοδοξίας και φιλαρέσκειας, έδιωξε την ολιγάρκεια από τη ζωή μας και γέμισε την καρδιά μας με αγωνία και άγχος, για την απόκτηση περιττών και ανωφέλευτων πραγμάτων.

Μια από τις αναρίθμητες ρήσεις των παλαιών μας προγόνων για την αρετή της ολιγάρκειας είναι του Δημόκριτου (460 π.Χ.- 370 π.Χ.):  «Εὐτυχής ὁ ἐπί μετρίοισι χρήμασι εὐθυμεόμενος, δυστυχής δὲ ὁ ἐπί πολλοῖσι δυσθυμεόμενος», λέει. δηλαδή: Ευτυχισμένος είναι όποιος χαίρεται με τα λίγα χρήματα, δυστυχισμένος δε αυτός που στενοχωριέται με τα πολλά. Η ρήση αυτή μας υπενθυμίζει μια παλιά ιστορία που έλεγε: «´Hταν ένας βασιλιάς που ζούσε κλεισμένος στο παλάτι του. Αγωνιούσε πάντα τὶ θα του ξημέρωνε η επόμενη μέρα. Είχε αμύθητα πλούτη, αλλά χαρά καμία… Πιο κάτω από το ανάκτορο, σε μια φτωχοκαλύβα, ζούσε ένας φτωχός τσαγκάρης με τη φαμίλια του. Κάθε που ο καλός Θεός έστελνε την καινούργια μέρα, ο τσαγκάρης άρχιζε τη δουλειά κεφάτος, επισκευάζοντας παλιά ή  φτιάχνοντας καινούργια παπούτσια. Δούλευε και τραγούδαγε όλη μέρα…

Έπειτα, επιστρέφοντας κουρασμένος σπίτι, αντίκριζε τα αγαπημένα πρόσωπα -της γυναίκας και των παιδιών του- χαμογέλαγε, έτρωγε, ξεκουραζόταν λίγο και μετά έπιανε ένα μικρό λυράκι που είχε και μ’ αυτό ψιλογλεντούσε με τη συνοδεία της γυναίκας του και των παιδιών του. Ήταν ένας φτωχός, αλλά ευτυχισμένος άνθρωπος…

Αυτό  δεν άρεσε καθόλου στον αγέλαστο βασιλιά που πάντα σκεφτότανε πώς θα αυξήσει τα έχη του! Αλλά η απληστία συνοδεύτηκε  και με τον φθόνο. Φθόνησε, λοιπόν, τον τσαγκάρη και σκέφτηκε πώς να τον εκδικηθεί, να του κλέψει τη χαρά.  Του έστειλε, λοιπόν, ένα πουγκί φλουριά, με τον όρο να σταματήσει το τραγούδι! Πράγματι ο τσαγκάρης πήρε τα φλουριά, ευχαρίστησε το βασιλιά και ξαναγύρισε στην οικογένειά του. Αλλά, από τότε, σύμφωνα και με τον όρο του βασιλιά, έπεσε  βουβαμάρα στο σπίτι…

Η γυναίκα του τσαγκάρη γκρίνιαζε για το πού έπρεπε να ξοδέψουν τα λεφτά, τα παιδιά ζητούσαν περισσότερα πράγματα… Έτσι, εκεί που δεν υπήρχαν, μπήκαν οι σκοτούρες στο κεφάλι του τσαγκάρη… Έχασε το κέφι του για δουλειά, η ζωή άρχισε να του δημιουργεί προβλήματα, του έφυγε κι ο χρόνος που διέθετε για να παίζει λύρα. Έκανε συνεχώς λογαριασμούς, για το πού και πώς θα ξοδέψει τα λεφτά…
Είδε κι απόειδε, δεν του άρεσε καθόλου ο νέος τρόπος ζωής που του επέβαλε ο βασιλιάς… Πήρε, λοιπόν, την απόφαση και συμπληρώνοντας με τη δουλειά του ό,τι λεφτά ξόδεψε, παρουσιάστηκε στο βασιλιά και του επέστρεψε το πουγκί! Ο βασιλιάς απόρησε! Θέλησε να μάθει τον  λόγο επιστροφής ενός τόσο σημαντικού χρηματικού ποσού με το οποίο θα μπορούσε ο τσαγκάρης και η φαμίλια του να ζήσουν «ευτυχισμένοι»!
Και η απάντηση: «Βασιλιά μου, αφότου μπήκαν τα πολλά λεφτά στο σπίτι μας, χάσαμε την ησυχία μας. Θρονιάστηκε η γκρίνια κι η διχόνοια, ανάμεσα σε μένα, τη γυναίκα και τα παιδιά μου. Η απληστία έγινε η “βασίλισσά” μας… Πάει το χαμόγελο, πάει η μουσική, πάει το τραγούδι, πάει η χαρά, πάει κι η λύρα…Τα λεφτά μπήκαν από την πόρτα και η ολιγάρκεια πήρε την ευτυχία και έφυγαν από το παράθυρο»!

Print Friendly, PDF & Email

Από giorgos