Ο γλάρος και το δελφίνι
Μη στεναχωριέσαι», του είπε τότε.«Θα σου λέω εγώ τὶ βλέπω.» «Εγώ θα πετώ για σένα…

Δευτεριάτικο πρωινό του Ιούνη και πριν ακόμη ο ήλιος προβάλλει από τα Στειακά βουνά βρεθήκαμε μέσα στη μικρή βαρκούλα με τον φίλο μου για το γύρο της Κολοκύθας.

Είναι η ώρα που ξυπνάει η πλάση κι οι πρώτες ηλιαχτίδες βγαίνουν δειλά-δειλά και θωπεύουν το κατάκορφο της Οξιάς, που δέχεται με χαρά τον χαιρετισμό τους. Η νύχτα σιγά-σιγά μάζεψε το πέπλο της κι η μέρα άπλωνε απαλά το ηλιόχρυσο σεντόνι της να σκεπάσει τον κόλπο της Ελούντας.

Η βάρκα έπλεε πάνω στο χαδιάρικο ελαφρόκυμα  κι όταν ο βασιλιάς ήλιος βγήκε πιά στον ουράνιο θρόνο του στέλνοντας γλυκά χαμόγελα, ένα ζευγάρι δελφίνια άρχισαν να παιγνιδίζουν πλάι μας. Δίπλα το Γλαρονήσι και τα ολόασπρα γλαρο-πούλια μας καλημέρισαν με την ακατάσχετη φλυαρία τους. Τότε, βλέποντας ένα δελφίνι που πετάχτηκε λίγο ψηλότερα από το κύμα κι ένα γλαροπούλι που πετούσε επιδεικτικά από πάνω του, θυμήθηκα την ιστορία, που κάποτε κάπου είχα διαβάσει μικρό παιδί. Την μεταφέρω, όπως τη θυμάμαι ακόμη:

«Ήταν πολλές οι φορές, που, βλέποντας κάποιο δελφίνι, να κάνει μακρο- βούτια στον βυθό της θάλασσας κι έπειτα να βγαίνει όλο νάζι στην επιφάνεια της, το ζήλεψα.. και δεν σάς κρύβω, πως κάθε που έβλεπα αυτό το θέαμα, ήθελα να το ρωτήσω : – πες μου τὶ γίνεται εκεί κάτω;.. πόσο όμορφα είναι…. κι αλήθεια δεν φοβάσαι το σκοτάδι;

Και άλλες τόσες φορές πάλι ζήλεψα τους γλάρους, που πετάνε ελεύθερα στον ουρανό. Διάβασα, τυχαία, σήμερα ένα απόσπασμα για ένα δελφίνι, που ζούσε μες  στη θάλασσα και που θαύμαζε και χαιρόταν τις ομορφιές της! Όμως αν και ζούσε ευτυχισμένο το δελφίνι αυτό, υπήρχαν φορές που στεναχωριόταν.. Θα ήθελε να μπορούσε κι αυτό να θαυμάσει από κοντά και τον ουρανό, να μπορούσε να δει τον ήλιο, τ΄ αστέρια, τα βουνά και τους κάμπους!

Δεν μπορούσε να απολαύσει το πέταγμα, να μυρίσει τη βροχή, και να αναρωτηθεί που φτάνει το ουράνιο τόξο, μιας και δεν το είχε συναντήσει ποτέ του!
Έτσι έβλεπε τους γλάρους να πετούν και ζήλευε γιατί δεν είχε τη δυνατότητα να χαρεί τον ουρανό όπως χαιρόταν τη θάλασσα και να τον γνωρίζει το ίδιο από κοντά.

Αφού το σκέφτηκε κάποιες μέρες, άρχισε να αναζητά τη φιλία ενός γλάρου.

Έτσι, δεν άργησε να γίνει φίλος με έναν γλάρο που όχι μόνο δέχτηκε την φιλία του, μα πρότεινε στο δελφίνι, όσο θα ζουν να περιγράφουν ο ένας στον άλλον ό,τι όμορφο βλέπουν, ο ένας από τον ουρανό και ο άλλος από τον βυθό της θάλασσας, γιατί κι ο γλάρος ένιωθε το ίδιο με το δελφίνι. Δεν είχε νιώσει ποτέ την μαγεία της θάλασσας, ένιωθε ότι ποτέ δεν θα είναι απόλυτα ικανοποιημένος από τη ζωή του, αφού δεν μπορεί να δει όλες τις ομορφιές που υπήρχαν γύρω του.

Με τη φιλία τους όμως, έγιναν και οι δυό ευτυχισμένοι. Δεν είχαν να ζηλέψουν τίποτα πια ο ένας από τον άλλον. Ο ήλιος της ανατολής του ουρανού έσμιξε με τον ήλιο της δύσης της θάλασσας. Κι όταν δύο ήλιοι συναντιούνται τότε δύο κόσμοι ενώνονται για πάντα.

Ο γλάρος και το δελφίνι κουβέντιαζαν τώρα σαν δύο αγαπημένοι.

– Ο κόσμος…θα πρέπει να μοιάζει πανέμορφος από ’κει ψηλά…

– Ναι, πράγματι… Κοίταξε το νερό.

– Τι συμβαίνει κάτω, πολύ χαμηλότερα από εδώ; Είναι παντού το ίδιο σκοτεινά; Τὶ γίνεται ο ήλιος που βυθίζεται;

– Δεν ξέρω. Παντού όμως υπάρχει σκοτάδι. Κανένα φως…

– Αλήθεια; Δεν υπάρχει ούτε φεγγάρι στον κόσμο σου; Αστέρια τουλάχιστον; Όχι, απάντησε, κουνώντας αρνητικά το κεφάλι του. Ο ήλιος πέρα στη δύση ήταν έτοιμος να αγγίξει τη θάλασσα. Γύρισε προς το γλάρο.

– Πέτα… Σε παρακαλώ, πέταξε και πες μου πώς φαίνεται τώρα από εκεί πάνω; Ανέβηκε στον ουρανό για να ξαναπλησιάσει σε λίγο το ανυπόμονο δελφίνι.

– Από ψηλά είναι σαν δύο ήλιοι να συναντιούνται στην άκρη του ορίζοντα. Αυτός που βλέπεις καθαρά κι ένας άλλος παρόμοιος, κατακόκκινος, που επιπλέει για λίγο στο νερό. Και στη συνέχεια μοιάζει σχεδόν να διαλύεται στο χρώμα της θάλασσας.

Το δελφίνι άρχισε να πηδά όσο το δυνατόν ψηλότερα, αναζητώντας τον «άλλο» ήλιο.

– Δεν τον βλέπω… Δεν τον βλέπω καθόλου και προσπαθούσε να δει τον κόσμο με τον τρόπο που τον έβλεπε εκείνος. Ένα πλάσμα που έβλεπε έναν κόσμο που εκείνος δε μπορούσε να δει.

– «Μη στεναχωριέσαι», του είπε τότε.«Θα σου λέω εγώ τὶ βλέπω.» «Εγώ θα πετώ για σένα….» Ακολούθησε  μιας στιγμής σιωπή. Κύκλοι νερού άνθιζαν αργά μπροστά από δύο ήλιους που ενώνονταν πριν να χαθούν.

– «Κι εγώ θα κολυμπώ για σένα…» είπε το δελφίνι.

Εκεί, καθώς ο ένας ήλιος διείσδυε όλο και περισσότερο στον άλλο, κλεινόταν η πιο όμορφη, η πιο παράξενη συμφωνία στην ιστορία των δύο κόσμων.

Ένας καινούργιος ήλιος φαινόταν τώρα, γέννημα μιας απρόσμενης συνά-ντησης κι έτσι όπως ταίριαζαν τα δύο κομμάτια του, δε μπορούσες πια να πεις με σιγουριά ποιο τμήμα του ανήκε στον ουρανό, και ποιο στη θάλασσα. Ποιος ήλιος αντικατόπτριζε ποιόν.

Δεν υπήρχε, ωστόσο, άλλο δελφίνι που να ήξερε όσα εκείνο. Για καρπούς, δένδρα και λουλούδια. Για λίμνες και ποτάμια. Για καταρράχτες, φωτιές και ηφαίστεια, γκρεμούς και φαράγγια. Για τις εποχές, τη βροχή και τα χιόνια. Για τα σύννεφα,  την ξηρά, τα νησιά. Για την αίσθηση να πετάς ψηλά.

Δεν υπήρχε άλλος γλάρος που να ήξερε όσα εκείνος. Για σφουγγάρια, κοράλλια και όστρακα. Για το βυθό. Για τις δίνες και τα θαλάσσια ρεύματα. Για ψάρια και για κήτη. Για ναυάγια. Για σπηλιές και βάραθρα. Δεν υπήρχε άλλο δελφίνι και άλλος γλάρος που να ήξεραν τόσα για τον ίδιο τους τον κόσμο. Είχαν μάθει γι’ αυτόν προσπαθώντας να μάθουν ο καθένας για τον κόσμο του άλλου…»

Ευάγγελος Παχυγιαννάκης

Print Friendly, PDF & Email

Από giorgos