Τιμή και δόξα…
ασυρματιστές στο μέτωπο (αρχείο ΕΡΤ)

Μια ματιά στο προσωπικό ημερολόγιο ενός στρατιώτη-τηλεφωνητή. Πως βίωσε τον πόλεμο, τι εικόνες, γεγονότα και συναισθήματα μας μεταφέρει, ένας λαϊκός άνθρωπος, ορφανός από πατέρα, ένας βιοπαλαιστής με γραμματικές γνώσεις Δημοτικού σχολείου. Ένας δημοκράτης πατριώτης χωρίς κομματική ένταξη. Στο κείμενο διατηρήθηκε η σύνταξη του γράφοντος.

28η Οκτωμβρίου 1940, ημέρα κατά την οποίαν εκήρυξε η Ιταλία τον πόλεμο. 28-10-1940 εκλήθην προς εκτέλεσιν του προς την πατρίδα καθήκοντος Α΄Σύνταγμα πυροβολικού…

6-11-40 περί ώραν 12ην π.μ. εμφανίσθησαν αεροπλάνα τα οποία εβομβάρδισαν τον Πειραιά. Την ώραν αυτήν ακριβώς ξεκινούσαμε κι εμείς δια το μέτωπον. Πλήθος στους δρόμους, ενθουσιασμός ακράτητος, τόσον του λαού, όσον και ημών των στρατιωτών. Όστις μας έβλεπε θα ενόμιζε πως πηγαίναμε σε διασκέδαση και ουχί στον πόλεμο, ο λαιμός μου είχε κλείσει από τα τραγούδια και τις φωνές. Όλοι φωνάζαμε: «θα τους τσακίσουμε, θα τους πετάξουμε στη θάλασσα, θα τους δείξουμε ότι είμεθα απόγονοι των Λεωνίδα και Διάκου. Αυτός ο ενθουσιασμός θα μου μείνει αξέχαστος… Τέλος μπήκαμε στο τρένο και αναχωρήσαμε, θεέ μου τι έγινε μέσα στο τρένο από τα τραγούδια, που να κοιμηθώ. Καθόμουν στο παράθυρο δια να βλέπω έξω, περνούσαμε το ένα χωριό κατόπιν του άλλου, τι ωραία μέρη… Με τα πανύψηλα βουνά τους τα γεμάτα από δένδρα, τέλος μετά 24ωρον ταξίδι εφθάσαμε στη Λάρισα. Μόλις φτάσαμε στο σταθμό Λαρίσης ήλθε διαταγή και αναχωρήσαμε, ακούσαμε τους βομβαρδισμούς της Λάρισας, εξακολουθήσαμε τη πορεία μέσα στο σκοτάδι. Εγώ κοιμόμουνα επάνω στο άλογο και δύο φορές έπεσα κάτω και κτύπησα στούς ώμους. Διά να ξενυστάξω έδωσα σ΄έναν φίλον μου, ο οποίος δεν είχε άλογο, το άλογό μου και πήγαινα με τα πόδια όλη νύκτα. Βαδίσαμε στο κάμπο της Θεσσαλίας ο οποίος είναι ατελείωτος. Την 5ην πρωινήν της άλλης ημέρας φθάσαμεν στο χωριό Μεγαλοχώρι. Πήγαμε μ΄ένα φίλο μου στην εκκλησία και κοινωνήσαμε. Το απόγευμα της ίδιας μέρας φύγαμε με ραγδαίαν βροχήν. Είχα γίνει μούσκεμα απάνω στο άλογο, τα χέρια μου είχαν παγώσει από τη βροχή και το κρύο. Περάσαμε μέσα από την πόλιν των Τρικάλων, θεέ μου τι έγινε από τον κόσμο, ιδιαιτέρως δε από τα κορίτσια τα οποία μας έδωσαν πολλά τσιγάρα και άνθη! Το πρωί εξακολουθούσε να βρέχει. Το άλογό μου ήτο πολύ βρεμένο και το λυπήθηκα να το ιππεύσω.

Κατά την παραμονή μου εις το δάσος της Καλαμπάκας το άλογό μου το κτύπησε με κλωτσιά ένα άλλο άλογο απάνω από το μάτι και έτρεχε το αίμα σαν βρύση. Τρέχω και το δένω με το μαντήλι μου, αλλά δεν έκανα τίποτα, το αίμα έτρεχε. Πολύ το λυπήθηκα, αυτό με εκοίταζε παραπονεμένο σα να μου έλεγε «φρόντισε να γιάνω», δεν κρατήθηκα με πήραν τα κλάματα. Το πήγα στο χειρουργείο του Ορειβατικού, το δέσανε αλλά δεν μπορούσε να φάει γιατί πονούσε. Ήρθε διαταγή να πάμε όλα τα ασθενή άλογα στο νοσοκομείο Λαρίσης. Παρακάλεσα τον ταγματάρχη να μην το διώξει αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Όταν το παίρνανε δεν ήθελε να φύγει, με κοίταζε με παράπονο, έκλαψα πάλι, το φίλησα στο μέτωπο…

Βγαίνοντας από το φρουραρχείο στα Ιωάννινα κτύπησε συναγερμός. Πήγα στο φρούριο που το είχαν κάνει καταφύγιο. Εκεί το θέαμα ήτο τραγικόν. Δεν έβλεπε κανείς τίποτε άλλον ειμί μόνον μικρά παιδιά, γυναίκες και γέρους με τα πράγματά τους. Εκεί εγνώρισα τι θα πει βομβαρδισμός, τα παιδιά και οι γυναίκες να κλαίνε απαρηγόρητα. Το βράδυ φτάσαμε στο περιβόητο Καλπάκι, εκεί είχε γίνει η μεγάλη μάχη.  Όλη την νύκτα, χωρίς να βλέπουμε, κόβαμε κλαδιά και σκεπάζαμε τα πυροβόλα διότι το πρωί θα είχαμε επιδρομή. Το βράδυ δεν είχαμε που να κοιμηθούμε, έκανε φοβερό κρύο. Ψάχνοντας μέσα στο σκοτάδι βρήκαμε μια καλύβα ενός τσοπάνου που έβαζε τα πρόβατά του και στην οποία κοιμηθήκαμε. Που να κλείσω μάτι, είχα γεμίσει ψείρες και ξώμουνα σα να είχα ψώρα! Την άλλη μέρα το πρωί είχαμε επιδρομή. Εγώ με τα άλλα τα παιδιά της Μοίρας το σκάσαμε για το βουνό. Προτού φθάσω στο βουνό μου ήρχετο μια άσχημη μυρωδιά. Όταν επλησίασα τι να δώ, γεμάτο αυτό το μέρος  από Ιταλικά πτώματα τα οποία δεν πρόλαβαν να θάψουν. Θεέ μου τι φρικτό θέαμα ήτο αυτό, άλλου έλειπε ποδάρι, άλλου χέρι, εντόσθια έξω, κεφάλια λιωμένα, δεν άντεξα να καθίσω πολύ να βλέπω. Έφυγα αμέσως και έλεγα στον εαυτόν μου διά τα πτώματα, μανάδες δεν τα κάνανε και αυτά; Ομοία τύχει περιμένει και ΄μένα; Η Παναγία να με προστατεύσει και κατέβαινα το βουνό παραμιλώντας. Πηγαίνω στο μέρος που είχαμε καθίσει και είδα να καίγεται η καλύβα. Του ιατρού μας από τον βομβαρδισμό δεν έμεινε τίποτα απολύτως. Πιο κάτω ήσαν κατεστραμμένα δύο βλητοφόρα και δύο άλογα με κομμένα τα πισινά πόδια. Σ΄αυτό το μέρος εκαθήσαμε αρκετές ημέρες και συνηθίσαμε τους βομβαρδισμούς. Κάναμε περιοδεία στα πέριξ μέρη όπου είχαν γίνει σκληραί μάχαι, διότι, όπως έλεγαν, στο Καλπάκι έγινε ο τάφος τους. Τα μάτια μου κουράστηκαν να βλέπουν πτώματα, τανκς, ποδήλατα και αυτοκίνητα κατεστραμμένα και χιλιάδες κοράκια απάνω από τα πτώματα. Όταν πήγαινα με άλλα παιδιά και τα βλέπαμε καθόμαστε και συζητούσαμε και γινόμεθα άγριοι σαν λιοντάρια.

28-11-40 το βράδυ περνούσαν αυτοκίνητα με τους πρώτους Ιταλούς αιχμαλώτους, πήγα για να δω, κουρελιασμένοι και πολύ αδύνατοι. Τους δώσαμε τσιγάρα και κουραμάνες, ήταν ψόφιοι της πείνας έτσι που έκαναν. Το βράδυ μας διέταξαν να πορευθούμε, περάσαμε το θρυλικό Καλπάκι και φτάσαμε στο χωρίον Δολιανά. Εκεί ήτο το Στρατηγείο, καθίσαμε περί τα 20 λεπτά να ξεκουρασθούμε. Κατόπιν προχωρήσαμε, στο δρόμο συναντούσαμε πολύ στρατό ο οποίος πήγαινε για την πρώτη γραμμή. Ρώτησα για τον Λάμπη τον αδελφό μου, ο καιρός ο ίδιος εξακολουθούσε να βρέχει… Σταθμεύσαμε στο τελευταίο ελληνικό χωριό κοντά στα σύνορα, κοιμηθήκαμε μέσα σε μία εκκλησία την οποίαν είχαν βομβαρδίσει οι Ιταλοί. Το μεσημέρι κάναμε λειτουργία στην βομβαρδισμένη εκκλησία. Είχε μαζευτεί όλο το χωριό. Το απόγευμα ήλθε ο μέραρχος και μας έβγαλε λόγο. Εκατάλαβα ότι επρόκειτο να φύγουμε. Ο μέραρχος τελείωσε με τα εξής λόγια: «Παιδιά μου αυτό είναι το τελευταίο Ελληνικό χωριό στο οποίο ο εχθρός εξαπέλυσε την ύπουλη επίθεσή του και ασφαλώς θα μάθατε τι σκληρές μάχες έγιναν. Σε λίγη ώρα παιδιά μου εγκαταλείπουμε τα άγια χώματα της δοξασμένης πατρίδος μας και μπαίνουμε στα Ιταλοαλβανικά δια δευτέραν φοράν. Την πρώτην φοράν οι πατέρες σας και την δεύτερην και τελευταίαν εσείς. Φροντίστε να φανήτε αντάξιοι των πατέρων σας. Καταβάλετε κάθε προσπάθεια να διατηρηθεί η δόξα και η τιμή της αθάνατης πατρίδος μας.  Ζήτω η πατρίς.» Όλοι μας είχαμε συγκινηθεί, σε λίγη ώρα κτυπάει η σάλπιγκα και προτού ξεκινήσουμε ετραγουδήσαμε τον εθνικό ύμνο.

Το βράδυ μείναμε στο χωριό Γεωργουτσάτες. Την άλλη μέρα ο επιλοχίας μ΄έστειλε στα Δολιανά να φέρω το ταχυδρομείο. Πήγα μ΄έναν φίλο μου και είδαμε τους στρατώνες του Μουσολίνι οι οποίες ήσαν πολλές και τις είχαν γεμίσει οι δικοί μας Ιταλούς αιχμαλώτους. Τους έδωσα τσιγάρα και κουραμάνα. Ήσαν όλοι τους αδύνατοι. Γύρισα στη Μοίρα μου που είχε σταθμέυσει  στα χωριά Βρυώνι και Γκάστα. Όταν είδαν τα παιδιά το αυτοκίνητο με το ταχυδρομείο έπεσαν όλα επάνω μου και με ρωτούσαν ο καθένας χωριστά αν είχε γράμμα ή κάποιο δέμα. Τους τα μοίρασα σύμφωνα με μια κατάσταση που είχα πάρει. Είχα τρελαθεί στις σοκολάτες και στα κουλούρια διότι ο καθένας που έπαιρνε το δέμα του το άνοιγε και μούδινε από τα περιεχόμενα. Το βράδυ πήγα περίπολο διότι στο χωριό αυτό έμεναν όλο Τουρκαλβανοί. Φύλαξα 12-3 την νύκτα.

13-12-40 το απόγευμα πήγα με την αγκαρία στους Αγίους Σαράντα δια τρόφιμα, οι Άγιοι Σαράντα ήσαν κέντρον ανεφοδιασμού. Τα καϊκια δεν είχαν έλθει ακόμα, φεύγω πηγαίνω να δω την ωραίαν πόλιν των Αγίων Σαράντα με τα ωραία σπίτια της. Κάνω αρκετές βόλτες, κτυπάει συναγερμός, πηγαίνω στο καταφύγιο. Με ειδοποιούν να φτιάξω τις (τηλεφωνικές) γραμμές διότι μας τις έκοβαν οι Αλβανοί. Παίρνω το τηλέφωνο και πηγαίνω, ανεβαίνω σε μια κολώνα να συνδέσω, με πιάνει μια ραγδαία βροχή, έγινα μούσκεμα, δεν υπήρχε μέρος να μείνω, τα μέρη της Αλβανίας δεν είχαν δένδρα. Βρεμένος τελειώνω την αποστολήν μου, επιστρέφω, μου ανάβουν φωτιά και στεγνώνω.

15-12-40 η ημέρα αυτή θα μου μείνει ιστορική διότι το απόγευμα κυκλοφορεί η φήμη ότι έρχεται ο Ιταλικός στόλος να μας βομβαρδίσει. Το βαρύ πυροβολικόν το οποίον  έμενε στην διασταύρωση των οδών Χειμάρας-Αγίων Σαράντα τάσσεται προς μάχην. Ο δικός μας ταγματάρχης πανικόβλητος, έρχεται έφιππος και τροχάδην και κτυπάει συγκέντρωση. Ξαφνικά ανεστατώθει όλο το χωριό. Ενόμισαν ότι επρόκειτο περί οπισθοχωρήσεως. Παίρναν όλα τα πράγματά τους και άρχισαν να φεύγουν πρώτα από εμάς στα πέριξ βουνά. Θεέ μου τι συγκινητικό θέαμα ήτο αυτό. Να κλαίνε, να φωνάζουν, να χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Εμείς εγκαταλείπουμε τα πάντα και φεύγουμε με τις κουβέρτες. Και που μας πήγαινε ο δειλός ταγματάρχης; Και αυτός δεν ήξερε, τα είχε χάσει. Μόλις ήλθε μας λέει με ταραγμένη φωνή «παιδιά πάρτε ότι μπορείτε μαζί σας και γρήγορα για το βουνό». Μετά από ολονύκτια πορεία στα κατσάβραχα χαμένοι στα βουνά βρεγμένοι, παγωμένοι και νηστικοί, φυλάω σκοπός αλλά δεν φυλάω γιατί είμαι πολύ κουρασμένος. Την άλλη μέρα βγαίνω αναφορά Μοίρας, με παρέπεμψαν στο στρατοδικείο αλλά ευτυχώς αντί να τιμωρηθώ εγώ τιμωρήται ο ταγματάρχης.

25-12-40 το μεσημέρι λόγω της εορτής των Χριστουγέννων φάγαμε κρέας με μακαρόνια και την ώρα της διανομής του συσσιτίου ήλθαν Ιταλικά αεροπλάνα, περί τα 50 και μας βομβάρδισαν. Ευτυχώς όμως οι βόμβες έπεσαν επάνω εις το φρούριο χωρίς να προξενήσουν καμία ζημιά. Την άλλη μέρα παίρνω δύο κουραμάνες και τις δίνω απέναντι σε κάτι τσελιγκάδες και μου γέμισαν την καραβάνα γάλα, αυτό εγένετο κάθε πρωί. Πολλές φορές αγοράζαμε μαζί με δύο φίλους μου αρνιά με 50 δραχμές και τα μαγειρεύαμε μόνοι μας. Στις 26-12-40 τα μεσάνυχτα περνούσαν αυτοκίνητα με στρατό οι οποίοι τραγουδούσαν και έριχναν μπιστολιές. Βγαίνουμε να δούμε τι γίνεται , μαθαίνουμε πως έπεσε το περιβόητο Τεπελένι και όλη την νύκτα το ξημερώσαμε στο γλέντι. Στις 31-12-40 ακούω τις κανονιές του μετώπου, έχει εξαπολυθεί εκ μέρους του στρατού μας γενική επίθεσις, τα αεροπλάνα έχουν τρελαθεί σήμερα. Παντού βομβαρδισμοί και αερομαχίες. Το απόγευμα πάω να παραλάβω το ταχυδρομείο, έχω την εντύπωσιν πως θα έχω γράμμα και πράγματι είχα δια πρώτην φοράν γράμμα από τον Λάμπη τον αδελφό μου, η χαρά μου είναι απερίγραπτος, αμέσως εκάθησα και του απάντησα. Ήλθε διαταγή να πάει η 4η πυροβολαρχία στην πρώτη γραμμή εις αντικατάστασιν της 6ης. Λέω στον φίλο μου τον Αντώνη, ήλθε και η σειρά μας αρκετά καθήσαμε.

9-1-40 το απόγευμα πέρασε ένα τάγμα της Μεραρχίας Κρητών οι οποίοι είχαν όλοι εφοδιασθεί με μαχαίρια και ζητούσαν να μάθουν που είναι οι Ιταλοί να τους σφάξουν. Ένας από αυτούς μου είπε «σύντεκνε σε περιμένω στην Αυλώνα!». Το βράδυ της 24ης -3-40 μας φέρανε 4 ημιόνους για να πάμε ξύλα στο προκεχωρημένο παρατηρητήριο για το αμπρί (χαράκωμα). Περί ώραν 9ην νυκτερινήν φορτώνουμε τα μουλάρια με 4 μακρυά  ξύλα το κάθε ένα μουλάρι και πάμε για το χαράκωμα 21. Θεέ μου τι τραβήξαμε στο δρόμο, ο θεός να τον κάνει δρόμο. Τα μουλάρια πέφτουνε κάτω και δεν σηκώνονται!  Κατεβάζουμε τα ξύλα και τα παίρνουμε εμείς και τα πάμε, δεν περιγράφεται το τι τραβήξαμε ώσπου να τα πάμε. Την βραδυά αυτή την ονομάσαμε βραδυά Γολγοθά!

14-4-40 μαθαίνουμε ότι η Γερμανία μας κήρυξε τον πόλεμον, όλοι αλλάξαμε χρώμα! Άλλη διάδοσις ότι η Ρωσσία εκήρυξε τον πόλεμον στη Γερμανία. Είναι μεγάλη Δευτέρα και το πρωί κάνουν οι Ιταλοί γενική επίθεση σ΄όλον τον τομέα της Χειμάρρας. Είμαι στο παρατηρητήριο του τάγματος τηλεφωνητής υπηρεσίας, μας βάζουν με χιλιάδες όλμους και πυροβολικό, αρχίζουν και τα δικά μας πυροβόλα, δεν βλέπω τίποτα στον ορίζοντα από τους πολλούς καπνούς. Το απόγευμα σταμάτησε η επίθεσίς των διότι δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτα. Μ.Τρίτη πρωί-πρωί μαθαίνω ότι οι Γερμανοί κατέλαβον την Θεσσαλονίκην και ότι πρόκειται να οπισθοχωρήσουμε. Το βράδυ έρχεται ένας σύνδεσμος από την Διοίκηση και δίδει ένα απόρρητο στον ταγματάρχη, κατάλαβα αμέσως, το βράδυ δεν κοιμήθηκα διόλου…Μ. Τετάρτη από τις 5.30 το πρωί οι Ιταλοί κάνουν και άλλη επίθεση καθ΄όλον το μέτωπο. Το πυροβολικό μας ετοιμάζεται να φύγει και εις το ύψωμα Προφ. Ηλίας είναι ένα τάγμα τσολιάδων του 42ου Συντάγματος το οποίον έχει μείνει απροστάτευτον από πυροβολικό. Η επίθεσης των Ιταλών στρέφεται κυρίως εκεί, έχουμε μεγάλες απώλειες και δη πολλούς σφαγμένους. Η Χειμάρρα φλέγεται, η επίθεση επεκτείνεται και στην Σκουτάρα, αυτήν την στιγμήν βλέπω με την διόπτρα γίνεται πολύ σκληρός αγών. Μ. Πέμπτη το πρωί μαθαίνω ότι το απόγευμα θα φύγουμε. Είμεθα όλοι άνω-κάτω, οργιάζουν αι διαδόσεις, ο καιρός είναι βροχερός κι έχει πολύ ομίχλη. Μας δίνουν μία κουραμάνα και μια κονσέρβα για την πορεία. Ευτυχώς που βρέχει και έχει πολύ ομίχλη και δεν φαινόμεθα από τους Ιταλούς, φεύγομε με πολύ βία και πεζή με τους γυλιούς στην πλάτη. Ώσπου να φθάσω στο δρόμο της Χειμάρρας έχω γίνει χάλια από τις λάσπες, φοβούμαι μήπως πιαστώ αιχμάλωτος, δεν μπορώ να τρέξω περισσότερο, είμαι φορτωμένος. Στο δρόμο δεν βλέπω τίποτε άλλο παρά αυτοκίνητα και στρατό να φεύγει ατάκτως, η βροχή δυναμώνει, όλη την  νύκτα προχωρούμε, έχω κουραστεί υπερβολικά αλλά δεν μπορώ να καθίσω διότι μας έχουν πει να εγκαταλείψουμε το συντομότερο τα Αλβανικά σύνορα, βαδίζω και κοιμούμαι… Κάθε 20 μέτρα του δρόμου βλέπω αυτοκίνητα, πυροβόλα, άλλα μεν καμένα κι άλλα δε κατεστραμμένα δια να μην τα πάρουν οι Ιταλοί. Σε κάθε χωριό που περνώ οι χωριάτες πανικόβλητοι περιμένουν στους δρόμους και μας ρωτούν τι συμβαίνει, όλοι κλαίνε και θέλουν να τους πούμε την αλήθεια, διότι δεν ξέρουν για ποιο λόγο φεύγουμε.

Εξακολουθεί η πορεία με σταθμό την Πρέβεζα για να αφοπλισθούμε. Βαδίζω τρεις μέρες και τρεις νύκτες χωρίς κανένα σταθμό και με το γυλιό στην πλάτη. Στα χωριά που περνώ μας κλέβουν αγρίως οι χωριάτες, ιδίως άλογα και κουβέρτες. Προτού φθάσουμε στην Άρτα το βράδυ μείναμε για λίγο σ΄ένα χωριό στο οποίο μου κλέβουνε το άλογο του ανθυπολοχαγού ο οποίος μου το έδωσε να ιππεύσω λίγο γιατί είμαι πάρα πολύ κουρασμένος. Αυτό το βράδυ μας κλέψανε 4 άλογα. Φθάνω στην Άρτα το βράδυ, κατά τις 8 περνώ την γέφυρα. Η Άρτα είναι τελείως κατεστραμμένη, τα σπίτια όλα βρωμούν από τα πτώματα που είναι πλακωμένα. Μετά διήμερον πορείαν φθάνουμε στην Πρέβεζα. Μας συγκέντρωσαν όλους μαζί σ΄έναν ελαιώνα και μας μίλησε ο Διοικητής Πυροβολικού συνταγματάρχης Ασημακόπουλος ειπών τα εξής: « Ηναγκάσθημεν να οπισθοχωρήσουμε διότι μας κήρυξε η Γερμανία τον πόλεμο. Στα Αλβανικά βουνά επράξαμεν το καθήκον μας, τώρα όμως δεν μπορούμε να πράξωμεν το ίδιο διότι οι Γερμανοί διαθέτουν 250 μεραρχίες, ενώ εμείς διαθέτουμε μόνο τους τραυματίας του Ιταλικού μετώπου και τούτο διότι μας εγκατέλειψαν οι σύμμαχοί μας Άγγλοι.» Ψέλνουμε τον εθνικόν ύμνο και πηγαίνουμε ν΄αφοπλισθούμε. Εγώ το πιστόλι μου δεν το παρέδωσα, το παίρνω μαζί μου παρά τας αυστηράς διαταγάς του ταγματάρχου. Από την Πρέβεζα φεύγω μαζί με τον φίλον μου τον Αντώνη, ήλθαμε στο Αγρίνιον, μείναμε 10 λεπτά έξω από την πόλιν διότι δεν μας επέτρεπαν οι Γερμανοί να μείνουμε μέσα. Περάσαμε μια μεγάλη γέφυρα την οποίαν φρουρούσαν οι Γερμανοί και οι οποίοι έκαναν έρευνα όπως μας έλεγαν οι χωριάτες, γι΄αυτό κι εγώ ηναγκάσθην  και πούλησα το πιστόλι μου με 15 σφαίρες αντί 250 δραχμών. Μετά από το Αγρίνιον φθάσαμε στο Μεσολόγγι στις 10 το πρωί, αγοράσαμε ψωμί και φάγαμε σε μια ταβέρνα ψάρια και στις 12 μπήκαμε στην βενζίνα (μεγάλη λέμβος) για την Πάτρα. Το πρωί στις 4.30 μπήκαμε στο τρένο και φθάσαμε στην Αθήνα στις 12μ.μ. επειδή ήταν κομμένη η γέφυρα του ισθμού. Τέλος και το θεό δόξα που μ΄έφερε πάλι στην Αθήνα.

Σημ. Στο τέλος του ημερολογίου αναφέρει δηλώσεις των Ρούσβελτ, Τσώρτσιλ, στρατηγού Σματς, κ.α. για τον ηρωισμό των Ελλήνων και το έπος του ΄40 και σχολιάζει:

Τότε αυτά μας έλεγαν διότι επολεμήσαμε και νικήσαμε. 6.000.000 λαός άοπλος και ξυπόλυτος. Και η νίκη η δική μας έφερε και την δική τους νίκη. Και τώρα που τελείωσε ο πόλεμος όλα αυτά τα αναίρεσαν και πάλιν αδίκησαν τον ηρωικόν αυτόν λαόν που λέγονται Έλληνες.

24-12-1945 επήγα εις το χωριό μου Δίβρη ορεινής Ηλείας για Χριστούγεννα… 

Ευστάθιος Λαγκαδινός Επιλογή αποσπασμάτων και αντιγραφή Γιώργης Λαγκαδινός

Print Friendly, PDF & Email

Από giorgos