Κυκλική πεζοπορία Μόχλος - Σφάκα
η παρέα με θέα το Μόχλος

Μόλις εννέα οι πεζοπόροι (άρχισε η ραστώνη του καλοκαιριού για τους περισσότερους) αυτήν την Κυριακή, 3 του Ιούλη στο τρίστρατο μπροστά από τον οικισμό του Μόχλους, όπου ήταν το προγραμματισμένο ραντεβού μας. 8.30 η ώρα το πρωί και ξεκινάμε… Περπατάμε στον επαρχιακό δρόμο ανάμεσα από παραθεριστικές κατοικίες, άλλοτε καλόγουστες κι άλλοτε too much για τα δεδομένα της περιοχής. Ο καιρός, παρά τον εμφανή κυματισμό στη θάλασσα, είναι πολύ ζεστός στη στεριά, αλλά ελπίζουμε στο μελτέμι, που αναμένεται κατά τις μεσημεριανές ώρες.

Πρώτο μας μέλημα το ανέβασμα μέσα από τους ελαιώνες και τα ξεραμένα χόρτα στο γραφικό εκκλησάκι του Αγίου Πνεύματος, που προσφέρει απρόσκοπτη θέα στην περιοχή. Απαραίτητη η στάση και στην εγκαταλελειμμένη αγροικία κάτω απ’ το εκκλησάκι. Η σκέψη πόση ευτυχία θα ήταν μετά από μια κοπιαστική μέρα στα χωράφια, να κάθεσαι στο πεζούλι κάτω απ’ τη σκιά της χαρουπιάς και ν’ ατενίζεις το πέλαγος, φουρτουνιασμένο κάποτε, όπως και σήμερα, επανέρχεται κάθε φορά, που περνώ!

Ξαναπαίρνουμε την επαρχιακή οδό και σε απόσταση ενός χιλιομέτρου περίπου στρίβουμε δεξιά στη ρεματιά. Μιλάμε για την απόληξη στη θάλασσα του περίφημου κι άγριου φαραγγιού του Τσιγκούνη. Οι ντόπιοι εδώ το λένε «Ποταμό», αν και σπάνια έχει νερό. Από εδώ θα ανηφορίσουμε σιγά-σιγά για τη Σφάκα. Στην αρχή το φαράγγι είναι εξαιρετικά βατό, όσο προχωράμε όμως πυκνή βλάστηση από καλαμιές, πικροδάφνες, σκοίνα κι ελυγιές (λυγαριές, ανθισμένες με μπλε και ροζ ταξιανθίες αυτήν την εποχή) μας φράζει το δρόμο σε πολλά σημεία. Επιβάλλεται μια στάση για ξεκούραση στο πολύ όμορφο μικρό ξωκλήσι των Αγίων Σαράντα. Κάτω απ’ το μικρό στέγαστρο με τα κεραμίδια, βρίσκουμε προσωρινή ανακούφιση απ’ τη ζέστη. Βρίσκουμε το κλειδί κι έτσι μπορούμε να μπούμε μέσα. Η είσοδος είναι μικρή και στενή και οι ψηλοί διπλώνονται, για να μπουν στο ναό. Εντύπωση προκαλεί κι η ονομασία. «Άγιοι Σαράντα, δηλαδή ούτε ένας παραπάνω;», σχολιάζει περιπαικτικά ο Γιάννης. Την ιστορία τους φωτίζουν οι φορητές εικόνες μέσα στο εκκλησάκι: ήταν σύμφωνα με την παράδοση 40 στρατιώτες, που βασανίστηκαν προκειμένου να απαρνηθούν την πίστη τους με παραμονή στα κρύα νερά της λίμνης Σεβάστειας. Απ’ το πολύ κρύο, ο ένας λύγισε και βγήκε. Τη θέση του όμως πήρε ένας απ’ τους φρουρούς, που είδε τα φωτοστέφανα πάνω απ’ τα κεφάλια των Αγίων και πίστεψε. Άντε, Γιάννη, αν έχεις υπομονή, μέτρησε πόσοι απεικονίζονται στο νερό, να ο ένας που αποχωρεί, να κει ο άλλος, που παίρνει τη θέση του!

Βγαίνουμε απ’ το φαράγγι κι ακολουθούμε χωματόδρομο ανάμεσα σε πρίνα, που μας δίνουν λίγη δροσιά, κι αργότερα σε ελαιώνες. Χαζεύουμε τις αγροικίες που συναντάμε στη διαδρομή και συζητάμε για τη ζωή σε αυτές κάποτε. Βασικοί χώροι τους: το υπνοδωμάτιο (ένα για όλους), η αποθήκη-αχυρώνας, ο στάβλος. Απαραίτητα ακόμα μια στέρνα για νερό κι ένας φούρνος για μαγείρεμα. Έξω και γύρω απ’ αυτές συναντούμε πολλές αμυγδαλιές και χαρουπιές. Μετά από μια απότομη ανηφόρα, φτάνουμε το σωζόμενο τμήμα από μινωικό μονοπάτι. Περνάμε το παλιό τοξωτό γεφύρι, ανηφορίζουμε και σταματάμε στο Κάτω Πηγάι (την πηγή απ’ όπου έπαιρνε νερό παλιότερα η Σφάκα). Ρέει ακόμα το νερό και φαίνονται οι γούρνες για τα ζώα, οι πλύστρες για τις νοικοκυρές, η στέρνα για τους κήπους. Εδώ κάτω απ’ το δροσερό υπόστεγο, ενημερώνω τους συνοδοιπόρους μου για τη Σφάκα, το χωριό μου. Ότι πήρε το όνομά της από πηγάδι με μια σφάκα (πικροδάφνη), επειδή οι διαβάτες έλεγαν ‘θα σταματήσουμε στη σφάκα’. Ακόμα ότι το χωριό είναι παλιό, γι’ αυτό και δεν φαίνεται από τη θάλασσα, ότι χωρίζεται σε δύο: το Πάνω και το Κάτω Χωριό κι ήταν μεγάλοι οι τσακωμοί το Πάσχα για το ποιος θα κάνει την πιο μεγάλη φουνάρα. Ακόμα για το παράπονο της μάνας μου, που ανεβοκατέβαινε ολημερίς με το σταμνί ή το λαΐνι, μικρό παιδάκι ακόμα, από το σπίτι της, τέρμα Πάνω Χωριό ως το Κάτω Πηγάι, να φέρει νερό στην πολύτεκνη οικογένεια. «Μόλις έφτανα στο σπίτι, έναν κουνενό ο ένας, έναν κουνενό ο άλλος, τελείωνε κιόλας το νερό κι άντε πάλι απ’ την αρχή. Πίναμε μόνο, που να φτάσει, για να πλυθούμε!».

Σύντομη στάση για ένα αναψυκτικό στο mini market της κυρίας Κατίνας, που τα έχει όλα, όπως όλα τα μαγαζάκια των χωριών. Θαυμάζουμε την ποικιλία των λουλουδιών στις γλάστρες της, που στολίζουν τις δυο πλευρές του επαρχιακού δρόμου προς το Μόχλος, τον οποίο ακολουθούμε κι εμείς για λίγο, για να συνεχίσουμε από αγροτικό χωματόδρομο, που ελίσσεται μέσα από ελαιώνες, αρκετοί απ’ τους οποίους ….ανήκουν στην οικογένειά μου. «Και πως τους μαζεύετε, βρε Μαρία;» η εύλογη απορία, όταν βλέπουν την κλίση του εδάφους. «Ε με υπομονή», απαντώ γελώντας, ενώ χάνομαι για μια ακόμα φορά στην θέα στο ανοικτό πέλαγος, που σε ανταμείβει τώρα, όπως και το χειμώνα με τις ελιές! Σιγά-σιγά με τις κουβέντες κατηφορίζουμε και βρίσκουμε ξανά τη ρεματιά απ’ την οποία ξεκινήσαμε.

Από δω θα κατευθυνθούμε παραλιακά προς την πετρώδη παραλία Λούτρες. Εδώ θα θαυμάσουμε τα τρία βυζαντινά λουτρά, που ανακαλύφθηκαν πρόσφατα. Πρόκειται για βυζαντινά, λόγω του σταυροειδούς σχήματος τους, δημόσια λουτρά, που πρόσφεραν τόσο κρύο όσο και ζεστό νερό, με κεραμικούς σωλήνες που μετέφεραν τον ζεστό αέρα, χοντρούς τοίχους, θόλο και ανθεκτικό κονίαμα από θρυμματισμένο κεραμίδι, για να μην πιάνουν υγρασία. Όλ’ αυτά δείχνουν μεγάλη ανάπτυξη της περιοχής κι εκτεταμένο οικισμό. Εγώ πάλι δεν ξέρω γι’ αυτές τις πολυτέλειες των βυζαντινών. Εμένα οι παππούδες μου, μόνιμα με την έλλειψη νερού, ερχόταν εδώ μια φορά το χρόνο, τέλη άνοιξης, έπλεναν τις κουβέρτες πετρώνοντάς τις στη θάλασσα και στη συνέχεια ξέβγαζαν το αλάτι στο γλυκό νερό του χείμαρρου, τις άπλωναν στα βράχια να στεγνώσουν κι αργά το βράδυ τις φόρτωναν στο γαϊδούρι και γύριζαν πίσω! Η περιοχή αυτή ανάπτυξε πολιτισμό και πέρασε μεγάλες δόξες από τα μινωικά χρόνια ως την Ενετοκρατία λόγω του εμπορίου δια θαλάσσης, για να περάσει στην ανέχεια στην συνέχεια, καθώς το έδαφος και το νερό, δεν επαρκούσε για τις γεωργικές ενασχολήσεις. Φτώχεια καταραμένη, σ’ όλες τις αφηγήσεις των παλιών.

Στη συνέχεια περπατάμε από μονοπάτι πάνω απ’ την εντυπωσιακή όσο και άγρια ακτογραμμή, ώσπου καταλήγουμε στην αφετηρία μας. Ο επίλογος της πεζοπορίας θα δοθεί μέσα στον όμορφο όσο και τουριστικό οικισμό του Μόχλους, με μια μπύρα στο καναπεδάκι του ‘Οn the rocks’, στην άκρη του κολπίσκου, με καταπληκτική θέα στο νησί και στο αφρισμένο καταγάλανο πέλαγος. Συνολικά περπατήσαμε γύρω στα 13 χιλιόμετρα σε 4 περίπου ώρες!

Πληροφορίες για την πεζοπορία και την περιοχή, φωτογραφίες, βίντεο, χάρτης διαδρομής στο blog του συλλόγου (orsian.blogspot.com)

Κυκλική πεζοπορία ΜΟΧΛΟΣ – ΣΦΑΚΑ

Print Friendly, PDF & Email

Από giorgos