η Ροδάνθη του Αιμίλιου
το μνημείο στη Κουτάραντο

Ένα καθοριστικό κριτήριο αποδοχής των αφηγηματικών ιστορικών τραγουδιών, ανωνύμων και επωνύμων δημιουργών, είναι η διαχρονικότητά τους. Εάν η κοινωνική ομάδα εκφραστεί μέσα από αυτά θα γίνουν αποδεκτά, εάν όχι θα ξεχαστούν. Η επίτευξη κοινωνικής έκφρασης είναι η σύνθεση επιμέρους στοιχείων που δομούν αυτά τα τραγούδια και ο λαϊκός άνθρωπος είχε (έχει;) την καλλιέργεια και το ένστικτο να τα κρίνει. Τα τραγούδια αυτά αποτυπώνουν ένα γεγονός, που συχνά ξεπερνάει τα όρια της περιοχής που συνέβη. Κι αυτό εξαρτάται από την πολεμική κυρίως βαρύτητα που είχαν και τις κοινωνικές επιπτώσεις που προκαλούσαν.  Και ποιος δεν ξέρει το τραγούδι του Δασκαλογιάννη. Άλλα πάλι έμειναν γνωστά σε περιορισμένη τοπική έκταση. Κι άλλα ξεχάστηκαν γιατί δεν μπήκαν στα χείλη του λαού, δεν τραγουδήθηκαν, δεν κατάφεραν εν τέλει να γίνουν κοινωνική έκφραση.

Ένα «σύγχρονο» ιστορικό τραγούδι που στηρίχτηκε σε ένα παλαιότερο είναι και το τραγούδι της Ροδάνθης που δημιούργησε-ανανέωσε ο Κριτσώτης Αιμίλιος Μασσάρος πριν μερικά χρόνια. Στηριζόμενος όπως λέει ο ίδιος στο ποίημα του Διαλυνομιχάλη:

«Σ΄ένα βιβλίο ιστορικό του Διαλυνομιχάλη, επάτησα στα χνάρια ντου με προσοχή μεγάλη.»

Στο τραγούδι αυτό υπάρχουν πολλά στοιχεία που χαρακτηρίζουν τα παλαιότερα ιστορικά τραγούδια. Η είδηση, η περιγραφή της ιστορίας, λεπτομερής σε κάποια γεγονότα, η ανεπιτήδευτη χρήση της ντοπιολαλιάς, λαογραφικά στοιχεία, προβληματισμοί, αναπάντητες απορίες. Είναι χαρακτηριστικός ο «διάλογος» της Ροδάνθης με την Παναγία και τον Χριστό που προκύπτει από την αίσθηση της αδικίας. Απευθυνόμενη στο Χριστό:

«Αφού τον κόσμο βοηθάς κι όλους τσοι αγκαλιάζεις κι όσους σε προσκυνούν πιστά αγάπη τους μοιράζεις, πως ήφηκες τσοι άπιστους τη μάνα μου να σφάξουν, να τση στερήσουν τη ζωή κι ύστερα να μ΄αρπάξουν;» Και στην Παναγία: «Ό,τι μαρτύριο σου΄δωκε η ακριβή σου γέννα, τον ίδιο πόνο μου΄δωκες, Παρθένα μου κι εμένα.»

Κυρίαρχο στοιχείο είναι η ελευθερία, η ζωή που ταυτίζεται με την ελευθερία και διαχρονικές αξίες, που αν πατηθούν, προκαλούν εξέγερση: «Για την πατρίδα την γλυκιά σ΄ ανάθρεψα παιδί μου κι έπεσες για τη λευτεριά, πήγαινε στην ευχή μου» λέει μια μάνα στο σκοτωμένο παιδί της στη μάχη της Κριτσάς. «Το καλυμμαύκι ντου ψηλά κι αντρόπιαστα να βάνει, η κόρη ντου ζει τίμια και τίμια θ΄ αποθάνει», στέλνει μήνυμα στο ιερέα πατέρα της η Ροδάνθη μέσα στην εκκλησία όπου αφιερώνει τις κομμένες πλεξούδες της στη δολοφονημένη από τους Τούρκους μάνα της. Ο διάλογος του χαροκαμένου πατέρα της με την ετοιμοθάνατη Ροδάνθη στην αγκαλιά του είναι συγκλονιστικός. Η συναισθηματική φόρτιση που προκαλεί είναι αναπόφευκτη. Γενικότερα οι εικόνες που δημιουργούνται στον αναγνώστη του βιβλίου από τις περιγραφές του Αιμίλιου είναι ολοζώντανες κι είναι από τα δυνατά στοιχεία του λόγου του.

Διαβάζοντας το βιβλίο φαίνεται ότι ο δημιουργός του δεν έχει μοναδικό στόχο την ανάδειξη κάποιου αόριστου ηρωισμού, μα οι προβληματισμοί του συγκροτούν ένα στοχασμό, μια θέαση του κόσμου όπου η ζωή με ελευθερία είναι η ύψιστη αξία. Η πάλη για την υλοποιησή αυτού του κόσμου προκαλεί ηρωικές συμπεριφορές.  Η περιγραφή της προσωπικότητας της Ροδάνθης δεν αφήνει περιθώριο να χαρακτηριστεί τυχαία η ενέργειά της να ενταχθεί στον ένοπλο αγώνα κατά των Τούρκων. Ήταν συνειδητή επιλογή. Έπεσε μαχόμενη μετά από μια πολεμική πορεία κοντά σ΄ έναν από τους πιο ικανούς καπετάνιους, τον Καζανομανώλη. Δεν την βρήκε τυχαία κάποιο τούρκικο βόλι. Οι πράξεις της την διαμόρφωσαν και την ανέδειξαν ηρωίδα. Δεν χρειάζονται περίσσα εύγε και ζήτω, μόνο να συλλογιστούμε αυτό που σημειώνει στο τέλος ο Αιμίλιος: «Κι αφού εκάμανε για μας αυτοί το πρώτο ζάλο, μπροστά να πάμε την Κριτσά πρέπει το δίχως άλλο.»

Αυτό που κατόρθωσε και αποτύπωσε ο Αιμίλιος για τη μάχη της Κριτσάς και την Ροδάνθη δεν αποτυπώθηκε δυστυχώς στο μνημείο στην Κουτάραντο. Οι αγωνιστές ,οι ήρωες, οι πεσόντες απεικονίζονται όρθιοι, σε κίνηση, κι όχι πεθαμένοι. Έτσι εμπνέουν τις επόμενες γενιές, έτσι οι μαχόμενοι για λευτεριά παραμένουν ζωντανοί στη μνήμη μας και συνδιαλεγόμαστε μαζί τους. Με τα τραγούδια και την εικόνα τους. Ένα μνημείο δεν είναι νεκροταφείο, είναι τόπος έμπνευσης και στοχασμού.

Το βιβλίο έχει εξαντληθεί και θα πρέπει να επανεκδοθεί, με μικρές εκδοτικές βελτιώσεις, και να γίνει κτήμα της κοινωνίας. Και βεβαίως των λαϊκών μουσικών, να τραγουδηθεί, να μπει στα χείλη των νέων. Γιατί είναι μια δημιουργία που όχι μόνο πατά στη μακραίωνη παράδοση των ιστορικών αφηγηματικών τραγουδιών, μα διδάσκει και εμπνέει κι όπως σημειώνει ο Αιμίλιος «τα τιμημένα χώματα σήμερα που πατούμε, έχουμε υποχρέωση πιστά να τα τιμούμε.»

Γιώργης Λαγκαδινός

Print Friendly, PDF & Email

Από giorgos