Στρατή Μυριβήλη, Η ΖΩΗ ΕΝ ΤΑΦΩ
Πορτραίτο του συγγραφέα σχεδιασμένο στα χαρακώματα της προκάλυψης του Μοναστηριού το 1918 από τον συμπολεμιστή στρατιώτη Μαλούκη

Την περίοδο αυτή προβάλλεται, κάθε Πέμπτη, στην ΕΡΤ η τηλεοπτική μεταφορά του μυθιστορήματος Η ΖΩΗ ΕΝ ΤΑΦΩ  με την υπογραφή του Τάσου Ψαρρά. Η ΕΡΤ ξαναπιάνει το νήμα της μεταφοράς λογοτεχνικών έργων στις οθόνες μας, που χρόνια πριν είχε επιτρέψει σε ένα πλήθος συγγραφέων να βγει στην τηλεοπτική επιφάνεια. Ραγκαβής, Κονδυλάκης,  Παπαδιαμάντης,  Καζαντζάκης, Καραγάτσης, Τερζάκης, Κοσμάς Πολίτης, Τάσος Αθανασιάδης, Θεοτοκάς, Μαρία Ιορδανίδου, Γρηγόριος  Ξενόπουλος Μάρω Δούκα, Λιλή Ζωγράφου, Άλκη Ζέη, κ.α από την αρχή της Μεταπολίτευσης ως τα χρόνια της κρίσης  αποτέλεσαν τις σταθερές του τηλεοπτικού μας προγράμματος και ένα αντίβαρο στις ξένες σειρές, κυρίως αμερικανικές. Ευελπιστούμε στη συνέχιση αυτής της πορείας!

Το μυθιστόρημα Η ΖΩΗ ΕΝ ΤΑΦΩ του Στρατή Μυριβήλη τοποθετείται στη σειρά των αντιπολεμικών λογοτεχνικών έργων που πήγασαν από τις οδυνηρές συνέπειες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1918),ενός πολέμου που όχι μονάχα στοίχισε εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες, αλλά προστέθηκε και ως  άλλη μια πικρή εμπειρία, στη μακροχρόνια παραμονή των στρατιωτών στα χαρακώματα της πρώτης γραμμής. Ανάλογα βιβλία με αναφορά στον ίδιο πόλεμο είναι η Φωτιά του Γάλλου Ανρί Μπαρμπύς και το Ουδέν νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο του Γερμανού Έριχ Μαρία Ρεμάρκ.

Ο Μυριβήλης έζησε τον πόλεμο των χαρακωμάτων στο Μακεδονικό Μέτωπο (στην περιοχή Μοναστηρίου της Σερβίας) ως εθελοντής. Το βιβλίο είναι γραμμένο με τη μορφή σειράς επιστολών που υποτίθεται ότι έγραψε ο λοχίας Αντώνης Κωστούλας,, χωρίς ποτέ να μπορέσει να τις ταχυδρομήσει. Τα χειρόγραφα, λέει ο συγγραφέας, τα περιμάζεψε, όταν σκοτώθηκε ο συμπολεμιστής του λοχίας, και τα εξέδωσε. Φυσικά πρόκειται για «πλαστοπροσωπία», δηλαδή για συγγραφικό τρόπο που χρησιμοποιεί ο Μυριβήλης, για να εκθέσει τα δικά του βιώματα.

Οι χειρόγραφες αυτές σημειώσεις ενός στρατιώτη μέσα από τα χαρακώματα το 1917 δεν αποτελούν απλώς ένα ημερολόγιο ή κάτι για να περνάει τον καιρό του ανάμεσα στα διαλείμματα των συγκρούσεων. Πρόκειται για γράμματα που απευθύνονται προς την «Αγαπημένη» του, δίχως ημερομηνία και τοποθεσία, γεμάτα νοσταλγία, πόνο, απογοήτευση και απελπισία. Ο λοχίας Αντώνης Κωστούλας δε γράφει μόνο για τον επιθυμητό νόστο του, για το νησί του και την αγαπημένη του, ούτε μόνο για γεγονότα που αντιμετωπίζει στο μέτωπο. Καταγράφει διαχρονικές αξίες, αντιστέκεται στην ιδέα του πολέμου, δίνει τον δικό του ορισμό στη γενναιότητα και την ανδρεία και  κατανοεί πόσο σπουδαία είναι η ανθρώπινη ύπαρξη.

Όπως σημειώνει η Γ. Φαρίνου – Μαλαματάρη, « η επιστολογραφία αυτή δε διαβάζεται από την πραγματική αποδέκτρια της. Με την επέμβαση του εκδότη η επιστολογραφία αλλάζει αποδέκτη. Η αγαπημένη του Κωστούλα αντικαθίσταται από όλες «τις γυναίκες που άγγισε ο πόλεμος» και στη συνέχεια «από κάθε πλάσμα που γιόμισε με τις απορίες του πολέμου». Έτσι ο αριθμός των αποδεκτών πολλαπλασιάζεται, η ιδιωτική επιστολή μετατρέπεται σε δημόσια, η οικειότητα και η ιδιαιτερότητα μετατρέπονται σε καθολικότητα.»

Για να κατανοήσουμε το πνεύμα που διαπερνά το κείμενο του Μυριβήλη, πρέπει να μεταφερθούμε στο χρόνο  και να αντιληφθούμε πως, μόλις λίγα χρόνια πριν βρεθούν οι στρατιώτες στο μακεδονικό εκείνο βουνό, είχαν πολεμήσει στους Βαλκανικούς Πολέμους. Εκεί, όπως περιγράφει ο αφηγητής, τούς κινούσε η πίστη τους στο σκοπό τους. Ο Πανευρωπαϊκός Πόλεμος, όμως, τους βρίσκει κουρασμένους, ο ενθουσιασμός τους έχει πεθάνει και μόνο συνθήματα όπως «Κάτου ο Βασιλιάς» μπορούν να τους κρατήσουν, έστω και μηχανικά, ζωντανούς. Γράφει: «Δε μοιάζει ο Πόλεμος αυτός με τους βαλκανικούς. Δεν έχει ορμή, μα μηχανική οργάνωση. Επιμονή και υπομονή». Οι στρατιώτες δεν έβλεπαν τους εαυτούς τους ως ήρωες, μα σαν πιόνια για τα συμφέροντα κάποιων άλλων. Το συνεχές περπάτημα έσβηνε τον συλλογισμό τους και τους μετέτρεπε περισσότερο σε κοπάδι άβουλων όντων παρά ομάδα ανθρώπων με πίστη σε μια ανώτερη ιδέα. Σ’ αυτή τη συνθήκη το μόνο που τελικά έμενε ήταν η ανάγκη τους για ζωή. Μια ζωή ειρηνική, δίχως έχθρα και πολέμους, με οικογενειακή ευτυχία και όνειρα.

Για το Μυριβήλη και τον τρόπο γραφής του ο Mario Vitti σχολιάζει «Απέναντι στην τυφλή βιαιότητα του πολέμου και της άθλιας ζωής στα χαρακώματα, διαμαρτύρεται δίνοντας έμφαση με περιγραφές νατουραλιστικής τεχνοτροπίας, ώστε να προκαλέσει τη φρίκη. Άλλοτε εκστασιάζεται απέναντι σε καταστάσεις που ικανοποιούν το πάθος για τη ζωή, όπως στο γνωστό πλέον σημείο, όπου μέσα στον ζόφο του πολέμου, στα χαρακώματα, ανακαλύπτει μια παπαρούνα, υποβάλλοντας μια έντονη λυρική συγκίνηση.», ενώ η Νίκη Λυκούργου καταγράφει την υποδοχή του μυθιστορήματος από τους σύγχρονους του «το έργο έγινε δεκτό με αισθήματα ενθουσιασμού και θαυμασμού και με χαρακτηρισμούς ή εκτιμήσεις όπως «φωτογραφία αληθινή του πολέμου» (Μιχ. Ροδάς), «αληθινό έργο τέχνης» (Louis Roussel), «αληθινή αποκάλυψη» (Ι. Γρυπάρης), έργο που θυμίζει «τις ασύγκριτες εικόνες της Αποκάλυψης και μερικές υπερφυσικές συλλήψεις που ανταμώνεις στη παλιά ασιατική τέχνη» (Η. Βενέζης), «άξιο και υπεράξιο να κυκλοφορήσει παντού και να διαβασθεί απ’ όλους» (Άγγ. Σημηριώτης).

«Φεγγάρι στο χαράκωμα» (απόσπασμα)

«Απόψε κάνει ένα φεγγάρι, χαρά Θεού. Είμαι ολομόναχος μέσα στ’ αμπρί μου…

Σβήνω το φως από ο κουτί της κονσέρβας πόχουμε για λυχνάρι κι αρκουδώντας βγαίνω στο χαράκωμα. Κουρνιάζω σε μιάν αδειανή σκοπιά, να χαρώ τη φεγγαροβραδιά.

Πόση ειρήνη!

Κανένας θόρυβος, μηδέ πολυβόλο. Κανένα ντουφεκίδι, καμιά ρουκέτα.

Όλα κείτουνται απόψε εκστατικά κι αναπαμένα κάτου από τον ουρανό, γεμάτα καλοσύνη. Ανασαίνουν ήσυχα το ιλαρό φως που λιώνει μέσα στον ακίνητον αγέρα…

Σε λίγα χρόνια, όλα τούτα τα βουνά θάναι χιονισμένα από τα ζαχαρωμένα κόκαλα των ανθρώπων, που ήρθαν από τις άκριες του κόσμου να πεθάνουν «για τη λευτεριά των λαών»… Μέσα στα ηρωικά καύκαλα που ακόμα και τότες θα χάσκουν από απορία, θάχουνε φωλιάσει λογής ζουζούνια, μολυντήρια και  σαρανταποδαρούσες.  Όλος αυτός ο βρωμόκοσμος θα βολευτεί περίφημα εκεί μέσα που πριν μυρμίδιζαν οι ιδέες και τα ιδανικά. Το φεγγάρι, εννοείται, θα μπαινοβγαίνει με ουράνια αφέλεια στις αδειανές τρύπες των ματιών, ο σάλιαγκος θα παίρνει το φρέσκο του στα καυκαλομπάλκονα του ένδοξου κρανίου. Όλα τα βουνά θα στέκουνται πάλι έτσι ένα γύρω σαν κι απόψε ατάραχα. Και θα περιμένουν τους νέους αιώνες υπομονετικά, δίχως ενδιαφέρο, λούζοντας την καμπούρα τους μέσα στ’ αυγουστιάτικο φεγγάρι.

Ωσαννά!»

Βιβλιογραφία:

Mario Vitti, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2003, 391-392.

Νίκη Λυκούργου, «Επίμετρο». Στράτης Μυριβήλης, Η ζωή εν τάφω. Ιστορίες του πολέμου. Ανατύπωση της β΄ έκδοσης (Αθήνα 1930), Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1993, 550-551.

Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη, No man’s land: Μερικές παρατηρήσεις στη Ζωή εν Τάφω του Στρατή Μυριβήλη, περιδ. ΔΙΑΒΑΖΩ, τ. 309, 1993

Φίλιππος Παππάς: Η νεοελληνική λογοτεχνία στην τηλεόραση,academia.edu

 Στρατής Μυριβήλης (1892-1969):  Έλληνας πεζογράφος της Γενιάς του ΄30 από τη Συκαμιά της Λέσβου. Το πραγματικό του όνομα ήταν Ευστράτιος Σταματόπουλος. Κατατάχθηκε στον στρατό ως εθελοντής και πολέμησε στους Βαλκανικούς πολέμους, στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στη Μικρασιατική εκστρατεία. Μετά την Μικρασιατική καταστροφή  ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνία. Εξέδιδε δύο εφημερίδες, την “Καμπάνα” (1923-1924) και τον “Ταχυδρόμο” στη Λέσβο, ενώ συνεργάστηκε με αθηναϊκές εφημερίδες (“Η Καθημερινή”, “Ακρόπολις”, “Η Πρωία”), περιοδικά (“Νέα Εστία”, “Το Ναυτικό μας”, “Στρατιωτικά Νέα”) και τον Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών. Το 1958 έγινε Ακαδημαϊκός.

Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1915, με τα διηγήματα Κόκκινες ιστορίες. Η πρώτη περίοδος του έργου του είναι εμπνευσμένη από το παρόν ή το άμεσο παρελθόν, τη ζωή στη Μυτιλήνη και κυρίως τις εμπειρίες του από τον πόλεμο. Αποκορύφωση της έκφρασης του αντιπολεμικού πνεύματος είναι το μυθιστόρημα Η ζωή εν τάφω (1924) . Αυτή η περίοδος ολοκληρώνεται το 1932 με το μυθιστόρημα Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια.

  Κατά τη δεύτερη περίοδο στράφηκε στο παρελθόν και τις αναμνήσεις από την παιδική του ηλικία. Τα έργα της περιόδου είναι οι νουβέλες Ο Βασίλης ο Αρβανίτης (1943), Τα παγανά (1945), Ο Παν (1946), το μυθιστόρημα Η Παναγιά η Γοργόνα (1949) και οι συλλογές διηγημάτων Το πράσινο βιβλίο (1935), Το γαλάζιο βιβλίο (1939), Το κόκκινο βιβλίο (1952) και Το βυσσινί βιβλίο (1959).

ΜΑΡΙΑ ΚΩΣΤΑΚΗ

     ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ

Print Friendly, PDF & Email

Από giorgos