Για τον Μίκη .....
ο Μίκης διευθύνει και θα διευθύνει ……

Πολλά τα μηνύματα για τον θάνατο του Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος έφυγε, πλήρης ημερών, το πρωί της Πέμπτης (2/9).

ΚΚΕ

Με βαθιά συγκίνηση κι ένα ακατάπαυστο χειροκρότημα αποχαιρετούμε τον Μίκη Θεοδωράκη, αγωνιστή-δημιουργό, οδηγητή και πρωτεργάτη μιας νέας, μαχόμενης τέχνης στη μουσική.

Ορμητικός, εμπνευσμένος και φλεγόμενος από το πάθος της προσφοράς στο λαό, ο Θεοδωράκης κατόρθωσε να χωρέσει στο μεγαλειώδες έργο του όλο το έπος της λαϊκής πάλης του 20ου αιώνα στη χώρα μας. Άλλωστε, μέρος αυτού του έπους υπήρξε και ο ίδιος.

Από 17 κιόλας χρονών οργανώθηκε στο ΕΑΜ και λίγο μετά στο ΚΚΕ, παίρνοντας μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Τον Δεκέμβρη του ‘44 πολέμησε στη μάχη της Αθήνας, που πνίγηκε στο αίμα και μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού μοιράστηκε με τους συντρόφους του τις άγριες διώξεις του αστικού κράτους ως εξόριστος στην Ικαρία και τη μαρτυρική Μακρόνησο, όπου βασανίστηκε άγρια. Στη συνέχεια, αγωνίστηκε μέσα από την ΕΔΑ και τους Λαμπράκηδες για την πολιτιστική αναγέννηση, ενώ «πλήρωσε» με νέες δοκιμασίες, φυλακές και εξορίες, την παράνομη δράση του ενάντια στη δικτατορία των συνταγματαρχών το 1967. Συγκλονιστικές ήταν οι συναυλίες που έδινε στο εξωτερικό μέχρι την πτώση της δικτατορίας και στη συνέχεια σε όλη την Ελλάδα. Το 1978 ήταν υποψήφιος δήμαρχος του ΚΚΕ στην Αθήνα, ενώ το 1981 και το 1985 εκλέχτηκε βουλευτής του Κόμματος. «Τα πιο δυνατά και όμορφα χρόνια μου τα έζησα στις γραμμές του ΚΚΕ» είχε δηλώσει στην εκδήλωση που διοργάνωσε το Κόμμα για να τιμήσει τα 90 χρόνια της καλλιτεχνικής και κοινωνικής προσφοράς του.

Πράγματι ο Θεοδωράκης δεν ξέχασε ποτέ τα ιδανικά της ελευθερίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, που έμειναν ανεκπλήρωτα. Το έργο του είναι μια διαρκής αναμέτρηση με την αδικία και την ηττοπάθεια, ένα σάλπισμα πάλης, νέων αγώνων, αντίστασης, ανάτασης κι ελπίδας. «Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις… εκεί που πάει να σκύψει… να την πετιέται από ξαρχής» είναι η απάντησή του στην πίκρα και την απογοήτευση ενός λαού, που τα όνειρά του δεν πήραν ακόμα εκδίκηση.

Αυτή η κατάφαση στη ζωή και τον αγώνα δεν είναι ρηχή και πάντα εύκολη. Κάποιες φορές αναδύεται μέσα από βασανιστικό αναστοχασμό. Χωρίς αμφιβολία ο Μίκης, όσο καλά ήξερε να χτυπά κάθε μικρή και μεγάλη αδικία, το ίδιο καλά ήξερε να εδραιώνει την πίστη ότι η αγάπη, η ευτυχία, η ειρήνη και η ελευθερία είναι πράγματα κατορθωτά. Αλλά κι όσο ρωμαλέα και δυνατά χειριζόταν το «δίκοπο μαχαίρι», το «αστραφτερό σπαθί» της μουσικής του, τόσο εύκολα ήξερε να απαλαίνει το τραγούδι του, αγγίζοντας με τρυφερή ευαισθησία κάθε καλό και ωραίο στη ζωή και τον κόσμο.

Η μουσική του Μίκη είναι ζυμωμένη με όλα εκείνα τα υλικά που φτιάχνουν τη μεγάλη τέχνη, την τέχνη που συλλαμβάνει τον σφυγμό της εποχής της και προαισθάνεται το επερχόμενο. Το αίσθημα, το φρόνημα, η μνήμη και η πείρα του λαού που αγωνίζεται, είναι η πηγή της έμπνευσής του. «Ό,τι φτιάξαμε το πήραμε από το λαό και στο λαό το επιστρέφουμε» έλεγε και αυτό δεν ήταν σεμνοτυφία. Ο Θεοδωράκης είχε βαθιά συνείδηση ότι για το προσωπικό του καλλιτεχνικό κατόρθωμα σπουδαίο ρόλο έπαιξε η εποχή του. Είχε απόλυτη επίγνωση ότι στον ιδιαίτερο τρόπο και τον δυναμισμό της τέχνης του αντανακλούσαν οι πράξεις του λαού κι ότι η δική του συμμετοχή στη λαϊκή δράση, παρότι τον αποσπούσε σε κάποιο βαθμό από τη δημιουργία του, ήταν το οξυγόνο της. «Ο καλλιτέχνης που ζει και δημιουργεί μέσα στην πάλη, εξασφαλίζει ξεχωριστή θέση για το έργο του» δήλωνε. Το έργο του είναι λαμπρή απόδειξη ότι η μεγάλη τέχνη είναι πάντα πολιτική είτε το επιδιώκει είτε δεν το επιδιώκει ο δημιουργός της.

Ο Θεοδωράκης είχε και εμπιστοσύνη στο λαό. Πίστευε ότι ο λαός έχει τη δύναμη να κατακτήσει ό,τι πιο υψηλό και όμορφο δημιουργεί ο άνθρωπος στην ιστορία του. Γι’ αυτό και με ιερή αφοσίωση καλλιέργησε μια τέχνη που ανυψώνει το λαό. Ο Μίκης δεν μελοποίησε μόνο έξοχα τον ποιητικό λόγο χωρίς να τον προδίδει, τον αναδημιούργησε και τον παρέδωσε με εκείνη τη μορφή που μπαίνει κατευθείαν στη λαϊκή καρδιά. «Έφερε την ποίηση στο τραπέζι του λαού, πλάι στο ποτήρι και το ψωμί του», όπως έγραφε γι’ αυτόν ο Ρίτσος. Δεν είναι μόνο η ανεπανάληπτη στην ιστορία συνομιλία της μουσικής του με την ποίηση του Ρίτσου στον «Επιτάφιο», που μέσα και από τις συγκλονιστικές ερμηνείες του Μπιθικώτση και του Χιώτη έγινε ένας διαχρονικός λαϊκός θρήνος και ύμνος μαζί στον θάνατο που γονιμοποιεί το μέλλον. Ο Θεοδωράκης πέτυχε να μιλήσει με την υψιπετή ποίηση στη λαϊκή ψυχή, ακόμα και μέσα από απαιτητικές και ασυνήθιστες στο λαϊκό αυτί μουσικές φόρμες, όπως αυτές στο «Άξιον Εστί» του Ελύτη, στο «Επιφάνεια-Αβέρωφ» του Σεφέρη, στο «Πνευματικό Εμβατήριο» του Άγγελου Σικελιανού κ.ά.

Στον ποταμό του έργου του συνυπάρχουν σχεδόν όλα τα είδη μουσικής: Οι λαϊκοί δρόμοι και το δημοτικό τραγούδι, αλλά και η αρχαία τραγωδία, το βυζαντινό μέλος, το κλασσικό τραγούδι, η συμφωνική μουσική, τα ορατόρια. Πολύπλευρος και πολυτάλαντος, διανοούμενος καθώς ήταν, είχε και ένα πλούσιο συγγραφικό έργο. Στην περίπτωση του Μίκη Θεοδωράκη συναντήθηκε η καλλιτεχνική ιδιοφυΐα με μια προσωπικότητα ανήσυχη, άγρυπνη και δημιουργική, που ένοιωθε πάντα την ανάγκη να ξεπερνά τον εαυτό της. Η μουσική του έσπασε τα σύνορα της χώρας, καθώς η γλώσσα της έχει την οικουμενικότητα από τα κοινά βάσανα, τις ελπίδες, τα οράματα που μοιράζονται όλοι οι λαοί, όλοι οι ταπεινοί της γης. Η παγκόσμια αναγνώριση της καλλιτεχνικής και κοινωνικής προσφοράς του επισφραγίστηκε με το βραβείο Λένιν για την ειρήνη. Και αύριο με τη δική του μουσική θα τραγουδήσουμε μαζί οι λαοί στην Ελλάδα, την Τουρκία, την Κύπρο, τα Βαλκάνια, τη Μέση Ανατολή, παντού στη γη, το τραγούδι της ειρήνης.

Στον Μίκη άρεσε να περπατά, να αναπνέει «στους μεγάλους δρόμους, κάτω απ’ τις αφίσες». Και εκεί η μουσική του θα συνεχίζει να ακούγεται, να εμπνέει, να παρακινεί, να διαπαιδαγωγεί. Με τη μουσική του Μίκη θα συνεχίζουμε να πορευόμαστε ώσπου… «να σημάνουν οι καμπάνες» της κοινωνικής απελευθέρωσης. Αλλά και όταν «τελειώσει ο πόλεμος» δεν θα τον ξεχάσουμε… Θα είναι μαζί μας και όταν «κοκκινίζουν τα όνειρα».

Αθάνατος Μίκη!

Στους οικείους του το ΚΚΕ απευθύνει τα θερμά του συλλυπητήρια και τους εύχεται καλή δύναμη.

Αθήνα 02/09/2021

Φώφη Γεννηματά

«Αποχαιρετούμε με θλίψη, σεβασμό και τιμή τον Μίκη Θεοδωράκη. Τον αστείρευτο συνθέτη, τον Μίκη του πολιτισμού και των αγώνων» αναφέρει η πρόεδρος του Κινήματος Αλλαγής.

«Ο Μίκης Θεοδωράκης δημιούργησε ένα τεράστιο πολιτιστικό κεφάλαιο για τον τόπο, ενώ οι ιδέες του και οι πολιτικοί του αγώνες που ενέπνευσαν περισσότερες από μία γενιά, αποτελούν παρακαταθήκες για τη δημοκρατία, την ελευθερία, την εθνική αξιοπρέπεια» σημείωσε στη δήλωσή της η κ. Γεννηματά και συμπλήρωσε: «Με το έργο του ενέπνευσε και εξέφρασε όλη τη ρωμιοσύνη που θρηνεί σήμερα. Πρόβαλε το όνομα της Ελλάδας, μέσα από τη μουσική του και το κύρος του ονόματός του σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Συνέβαλε στην προβολή της ελληνικής ποίησης, μελοποιώντας Έλληνες ποιητές που ο λόγος τους έφτασε στα πέρατα του κόσμου. Στις δύσκολες στιγμές για τη δημοκρατία, τα τραγούδια του ήταν φάρος ελπίδας που δεν έσβησε ποτέ για εκατομμύρια Έλληνες. Όλοι μεγαλώσαμε, ερωτευτήκαμε, γίναμε ενεργοί πολίτες, πιαστήκαμε χέρι – χέρι σε συγκεντρώσεις και συναυλίες, τραγουδήσαμε, κλάψαμε από συγκίνηση κάτω από τους ήχους της μουσικής του».

Η Φ. Γεννηματά υπογράμμισε: «Ο ίδιος θα μας λείψει. Το έργο του θα είναι εδώ να μας εμπνέει και κυρίως να μας ενώνει όλους, να αγωνιστούμε για την Ελλάδα που ονειρευόμαστε, την Ελλάδα που μπορεί. Γιατί αυτό θα ήθελε κι ο ίδιος ο Μίκης. Ο Μίκης της νιότης μας, των αγώνων μας και της καρδιάς μας!»

Μανώλης Θραψανιώτης, βουλευτής Λασιθίου

Η  είδηση του θανάτου του Μίκη Θεοδωράκη, η φυσική του απώλεια, δεν μπορεί παρά να μας γεμίζει θλίψη.

 Η παρουσία του όμως θα παραμείνει εσαεί  ζωντανή . Ιδιαίτερα σε όσους γαλουχηθήκαν και εμπνεύστηκαν σε δύσκολους καιρούς από την Μουσική του και τους αγώνες του σε δύσκολες εποχές.

Κατόρθωσε ακόμα να κάνει γνωστή την ποίηση στο πλατύ Ελληνικό κοινό.

Άφησε μια σπουδαία παρακαταθήκη.  Αιωνία του η Μνήμη

Το Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη

Φτωχότερος από σήμερα ο Ελληνικός Πολιτισμός με την απώλεια του μεγάλου Έλληνα μουσικοσυνθέτη Μίκη Θεοδωράκη, για την οποία το Διοικητικό Συμβούλιο του Μουσείου Νίκου Καζαντζάκη εκφράζει τη βαθιά του θλίψη. Πλούσιος παραμένει όμως από την τέχνη και τη δράση του σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο που τις αφήνει παρακαταθήκη σε όλους τους Έλληνες και στους λαούς της γης.

Το πολυσχιδές μουσικό έργο του πέρασε γρήγορα τα ελληνικά σύνορα κι η μουσική του έφτασε να αντηχεί σε κάθε γωνιά της γης, ενώ οι αγώνες του για την ελευθερία και την κοινωνική δικαιοσύνη τον έχουν καταστήσει διεθνές σύμβολο αγώνων.

Για τον Μίκη .....
Κακογιάννης, Παπά, Θεοδωράκης

Ο Μίκης Θεοδωράκης έχει συνδέσει τη μουσική του δημιουργία και με το έργο του Νίκου Καζαντζάκη. Ακόμη και σήμερα ένας από τους πιο αναγνωρίσιμους ελληνικούς ρυθμούς διεθνώς παραμένει η μουσική με την οποία επένδυσε τον Ζορμπά του Καζαντζάκη και του Κακογιάννη. Βιβλίο, ταινία και μουσική, με τις διαφορετικές απηχήσεις τους, σηματοδότησαν μια ολόκληρη εποχή.

Ο μεγάλος Έλληνας μουσικοσυνθέτης έγραψε ακόμη μουσική και για δύο θεατρικά έργα του μεγάλου Κρητικού συγγραφέα και στοχαστή: τον «Χριστόφορο Κολόμβο» το 1975 και τον «Καποδίστρια» το 1976, παρτιτούρες των οποίων χάρισε ο ίδιος στον ιδρυτή του Μουσείου, Γιώργο Ανεμογιάννη, και σήμερα φιλοξενούνται στη Μόνιμη Έκθεση. Το Μουσείο Καζαντζάκη τον αποχαιρετά με σεβασμό και συγκίνηση και εκφράζει θερμά συλλυπητήρια στους οικείους του.

Ομοσπονδία Λεσβιακών Συλλόγων Αττικής (ΟΛΣΑ)

Μίκη Θεοδωράκη, τώρα μπορείς να πετάξεις στην Αιωνιότητα…

Την εποχή που η οικογένεια έζησε στη Λέσβο, ο μικρούλης Μίκης, όπως πολλά παιδιά άλλωστε, πίστεψε ότι μπορεί να πετάξει και το προσπάθησε ανεπιτυχώς όπως άλλωστε όλα τα πλάσματα που εξαρτώνται από το φυσικό νόμο της βαρύτητας…

Τώρα πια δεν τον συγκρατεί κανένας τέτοιος περιορισμός και θα ταξιδεύει αιώνια “πετώντας” από γενιά σε γενιά, από πολιτισμό, σε πολιτισμό…

Γεννήθηκε στη Χίο στις 29 Ιουλίου 1925, λόγω των μεταθέσεων του πατέρα του Γιώργου ο οποίος ήταν ανώτατος κρατικός υπάλληλος που και λόγω πολιτικών αλλαγών έπαιρνε συχνά μεταθέσεις. Κρητικός στην καταγωγή με DNA τη μεγάλη μουσική παράδοση της μεγαλονήσου και “κληρονομιά” το ταλέντο και το πάθος του παππού του που είχε γράψει το πασίγνωστο σε όλους μας “Πότε θα κάνει ξαστεριά”.

Λίγο μετά τη γέννησή του, ο πατέρας του παίρνει μετάθεση για τη Μυτιλήνη και κει ο μικρός Μίκης θα ζήσει σε μια βίλα της εποχής, ένα από τα ελάχιστα ξέγνοιαστα διαστήματα της ζωής του καθώς θα είναι τα χρόνια της παιδικής αθωότητας και ανεμελιάς καθώς σύμφωνα και με απόσπασμα από το βιβλίο του Θανάση Νιάρχου (εκδόσεις Καστανιώτη) “Λέσβος για μένα σημαίνει προπαντός Βαρειά, η εξοχή έξω απ’ τη Μυτιλήνη, με το σπίτι πλάι στη θάλασσα, τα δέντρα, τα νερά. Τους κήπους με τα λουλούδια.…».

Στη Βαρειά, είπε σε κάποια συνέντευξή του, τα βράδια του θέρους κοιμόμαστε όλοι μαζί έξω στον κήπο, πλάι στη θάλασσα. Κοιτάζοντας τον ουρανό, ο πατέρας μου άρχισε να μου μιλά για τα άστρα και τους αστερισμούς. Νομίζω ότι αυτό υπήρξε το πρώτο μου βιβλίο: ο ουρανός. Ο παππούς μου, ο Κρητικός, ο Μιχαήλ, καθόταν πάντα με ένα βιβλίο στο χέρι. Αυτό με είχε εντυπωσιάσει. Στο σπίτι το κυρίαρχο έπιπλο ήταν η βιβλιοθήκη. Από πόλη σε πόλη βοηθούσα κι εγώ να βάλουμε τα βιβλία σε κούτες για τη μεταφορά. Μου άρεσαν τα εξώφυλλα, το δέσιμο, η μυρωδιά του χαρτιού…

Εκεί θα γνωρίσει το ζωγράφο Θεόφιλο και τότε είναι που λόγω ενός δώρου του θείου του (αδερφού της μητέρας του, που ήταν πρόξενος στην Αλεξάνδρεια), ήρθε καθημερινά σε επαφή με την μουσική διασκέδαση της οικογένειας…αλλά και τα παγκόσμια ακούσματα καθώς στο δώρο, που ήταν ένα γραμμόφωνο, σπάνιο αντικείμενο για την εποχή, έμπαιναν δίσκοι με τραγούδια απ΄ όλον τον κόσμο (άριες από όπερες, αμερικάνικοι χοροί, μουσική τζαζ και φυσικά πολύ ελληνική μουσική).

Αυτό το “παιχνίδι” έγινε η καθημερινή ασχολία, του μετέπειτα κορυφαίου μας μουσικοσυνθέτη και μέσα σε αυτό το περιβάλλον, έκτισε γερά θεμέλια για την πορεία που θα ακολουθούσε.

Παράλληλα όταν ο πατέρας του, του μιλούσε για τους αστερισμούς, ακόμα και κατά την ώρα της στρωματσάδας το βράδυ, μια συνήθεια της μητέρας του Μίκη, απ΄ όταν μεγάλωνε στη Μ. Ασία και την οποία “πέρασε” και στη δική της οικογένεια, τον επηρέασε τόσο πολύ, που αργότερα τον έκανε να διαμορφώσει τη θεωρία του για το Νόμο της Συμπαντικής Αρμονίας.

Ίσως αυτή η Συμπαντική Αρμονία που φανταζόταν από μικρός, τον έκανε εκείνη την εποχή να θέλει να πετάξει στην κυριολεξία και έτσι μια μέρα πήδηξε από τον τοίχο που χώριζε το κτήμα από το δρόμο. Μαζί του για να τον σώσει έπεσε και ο παππούς του (από τη μεριά της μητέρας του) παθαίνοντας αρκετά κατάγματα τα οποία μαζί με τις τύψεις του για την απροσεξία του σχετικά με τη φύλαξη του μικρού, τον οδήγησαν να απέχει από το φαγητό και σιγά -σιγά να πεθάνει…

Αυτό ήταν και το πρώτο μεγάλο δυσάρεστο συμβάν στη ζωή του Μεγάλου Μίκη Θεοδωράκη που έμεινε στο νησί έως το 1928.

Τα υπόλοιπα πολλά και έντονα, τα γνωρίζουμε όλοι μας, μαζί με τις αμέτρητες μικρές και μεγάλες στιγμές του στη Μουσική, στην Πολιτική, στις Ιδέες, που σημάδεψαν 96 χρόνια γεμάτης ζωής…

Αντίο, Μίκη, υπήρξες Άξιος…

Print Friendly, PDF & Email

Από giorgos