Γιώργος Σεφέρης, «Επί ασπαλάθων...»
Ο Γιώργος Σεφέρης

(50 χρόνια μετά την εκδημία του ποιητή)

Ήταν ωραίο το Σούνιο τη μέρα εκείνη του Ευαγγελισμού  πάλι με την άνοιξη.

Λιγοστά πράσινα φύλλα γύρω στις σκουριασμένες πέτρες

το κόκκινο χώμα κι ασπάλαθοι

δείχνοντας έτοιμα τα μεγάλα τους βελόνια

και τους κίτρινους ανθούς.

Απόμακρα οι αρχαίες κολόνες, χορδές μιας άρπας αντηχούν ακόμη …

Γαλήνη.

– Τι μπορεί να μου θύμισε τον Αρδιαίο εκείνον;

Μια λέξη στον Πλάτωνα θαρρώ, χαμένη στου μυαλού τ’ αυλάκια·

τ’ όνομα του κίτρινου θάμνου

δεν άλλαξε από εκείνους τους καιρούς.

Το βράδυ βρήκα την περικοπή:

«Τον έδεσαν χειροπόδαρα» μας λέει

«τον έριξαν χάμω και τον έγδαραν

  τον έσυραν παράμερα τον καταξέσκισαν

απάνω στους αγκαθερούς ασπάλαθο

και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο, κουρέλι».

Έτσι στον κάτω κόσμο πλέρωνε τα κρίματά του

ο Παμφύλιος Αρδιαίος ο πανάθλιος Τύραννος.

31 του Μάρτη 1971

Ο Γιώργος Σεφέρης γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1900, εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα το 1914, σπούδασε νομικά και  εργάστηκε ως διπλωμάτης σε πολλές χώρες, πέθανε στην Αθήνα στις 20 Σεπτεμβρίου 1971, μεσούσης της δικτατορίας, την οποία είχε καταγγείλει με τη Δήλωση το 1969 στο BBC, αλλά και με ποιήματα συμβολικά όπως « οι Γάτες του Άη Νικόλα», «Βλακεία» , «Επί ασπαλάθων». Η κηδεία του μετατράπηκε στη μεγαλύτερη αντιδικτατορική διαδήλωση.

Τον Γ. Σεφέρη- όπως και όλους τους σπουδαίους ποιητές- οφείλουμε να τον μνημονεύουμε και να τον τιμούμε μελετώντας το έργο του, γιατί έτσι είναι σα να μην έφυγε, αλλά ως πάντα παρών, με τόλμη και παρρησία μας καθοδηγεί να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα! Με αυτή τη σκέψη, ως αντίδωρο μνημοσύνης, επιλέγω σε τούτο το σημείωμα την ενασχόλησή μου(μας) με  το τελευταίο του ποίημα, που ο ίδιος αναφέρει ως χρόνο γραφής του την 31η Μαρτίου  1971. [Η πρώτη δημοσίευση έγινε στις εφημερίδες «Το Βήμα» και «Τα Νέα» στις

23 Σεπτεμβρίου 1971, 3 ημέρες μετά το θάνατό του. Το 1976 συμπεριελήφθη στο «Τετράδιο Γυμνασμάτων Β΄».]

Για την κατανόησή του σημειώνουμε ότι στο έργο του Σεφέρη το παρελθόν καλλιεργείται  με εργαλεία τη μνήμη, τον μύθο, το τοπίο και τη γλώσσα. Η επικοινωνία με το παρελθόν μπορεί να έχει ως έναυσμα διάφορους λόγους , η αναφορά όμως στον χώρο ή το τοπίο γίνεται με στόχο η προσέγγιση του παρελθόντος να εξυπηρετεί τις συνθήκες του παρόντος.

Το ποίημα χωρίζεται σε τρεις άνισες στροφές που λειτουργούν ως τρία ποιητικά επίπεδα. Στην πρώτη στροφή στ. 1-7 τοπικοί και χρονικοί δείκτες μας τοποθετούν στον ποιητικό χωροχρόνο. Την ημέρα του Ευαγγελισμού¹, ο ποιητής επιλέγει να επισκεφτεί το Σούνιο. Ο παρελθοντικός χρόνος –ήταν- στην αρχή του ποιήματος δημιουργεί χρονική απόσταση από το γεγονός ανακαλώντας την μνήμη. Η συγκεκριμένη ημέρα λειτουργεί ως έμμεση υπενθύμιση της εξέγερσης του 1821 και του συμβολισμού που αυτή φέρει,  ο στίχος «πάλι με την άνοιξη»  φέρνει στο νου τη λαϊκή ρήση «πάλι με χρόνια, με καιρούς…» ως μήνυμα αισιοδοξίας, ενώ τα λιγοστά πράσινα φύλλα, οι σκουριασμένες πέτρες, το κόκκινο χώμα, οι ασπάλαθοι και στο βάθος οι κολόνες του αρχαιοελληνικού ναού του Ποσειδώνα² συνθέτουν  ένα τοπίο λιτό, καθαρά ελληνικό!

Στη δεύτερη στροφή, στ. 8-18, κατά τον  Αντωνίου η λέξη «γαλήνη» με την οποία ξεκινά υποδηλώνει τη γνωστή μέχρι θανάτου πνευματική ένδεια της Ελλάδας του 1967 (στάση σιωπής του ποιητή και άλλων λογοτεχνών, ξεπεσμός της παιδείας, καταστροφή της γλώσσας, ρητορεία χωρίς νόημα, χαφιεδισμός),στοιχεία που δημιουργούν στον ποιητή  ανυπόφορη ασφυξία. Μορφολογικά βέβαια μπορεί να δηλώνει και την ποιητική παύση η οποία θα οδηγήσει στο επόμενο επίπεδο, που είναι δραματικό. Το ρητορικό  ερώτημα που ακολουθεί: «Τι μπορεί να μου θύμισε τον Αρδιαίο εκείνον;» και η απάντηση από τον ίδιο τον ποιητή, «Μια λέξη στον Πλάτωνα θαρρώ, χαμένη στου μυαλού τ’ αυλάκια»με την εξαιρετική μεταφορά, έχει μια συνειρμική ακολουθία, που σχετίζεται με το απαράλλαχτο όνομα του ασπάλαθου από τα αρχαία χρόνια. Το γεγονός αυτό επιτρέπει στον ποιητή να θυμηθεί ένα χωρίο από την Πολιτεία του Πλάτωνα, το οποίο ξαφνικά φαντάζει εξαιρετικά επίκαιρο.³ Η εικόνα του τυράννου που γδέρνεται ζωντανός και κατόπιν ξεσκίζεται πάνω στα αγκάθια των ασπαλάθων, είναι εξαιρετικά βίαιη. Ο πλατωνικός μύθος μεταπλάθεται σε ποιητική αλληγορία και παραπέμπει στο παρόν,  αποκαλύπτοντας την ένταση της οργής που αισθάνεται ο ποιητής. Οι ασπάλαθοι γίνονται όργανο απονομής δικαιοσύνης και ο Τάρταρος το μέλλον των καταπατητών της ελευθερίας.

Στην τρίτη στροφή, στ.19-20, επέρχεται η κάθαρση, όπως στην αρχαία τραγωδία! Ύβρις- Νέμεσις- Τίσις! Ταυτόχρονα ο ποιητής προειδοποιεί και διαβεβαιώνει με σαφήνεια πως παρόμοια τύχη έχουν όλοι οι πανάθλιοι σφετεριστές της εξουσίας, χρησιμοποιώντας μάλιστα παρατατικό χρόνο ενός λαϊκού ρήματος[πλέρωνε⁴], που υποδηλώνει τη διάρκεια της ποινής και τον τιμωρό!

 Ο ποιητικός λόγος του Σεφέρη είναι μια ατέλειωτη αναζήτηση και ο στοχασμός του μια διαρκής αντίσταση. Ο ποιητής αγκαλιάζει, μεταποιεί και γονιμοποιεί τον πολιτισμό του χτες και του σήμερα και συγκροτεί έτσι το δικό του μύθο, αποτελούμενο  από εικόνες απτών πραγμάτων, από αναφορές εγχώριων ή ξένων λογοτεχνών, από έργα λόγιων ή λαϊκών ποιητών, ώστε να γίνει αισθητό με σαφήνεια και ενάργεια το μήνυμα του στον αναγνώστη. Η ποίησή του είναι οδός φωτός και όπως λέει ο Roderick Beaton η “ισχυρή και ωραία φωνή” του Σεφέρη,  αξίζει ν’ ακουστεί, και πρέπει ν’ ακουστεί, στον καινούργιο αιώνα που μπήκαμε”, γιατί « πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε, ο τυραννισμένος από το φόβο και την ανησυχία, τη χρειάζεται την ποίηση. Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα – και τι θα γινόμασταν, αν η πνοή μας λιγόστευε;» κατά τον τρόπο και τον λόγο του ίδιου του ποιητή στην τελετή απονομής του Νόμπελ(1963)!

ΜΑΡΙΑ ΚΩΣΤΑΚΗ

ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ

Σημειώσεις

  1. Ο Σεφέρης δηλώνει με τη φυγή του στο Σούνιο την απέχθειά του στις «γιορτές της Χούντας» κατά τις εθνικές επετείους, οι οποίες εκμηδένιζαν και το νόημά τους
  2. Η αναφορά στις αρχαίες κολώνες συνιστά υπόμνηση των αρχαιοελληνικών ιδεών της ελευθερίας και της δημοκρατίας
  3. Πλάτωνος Πολιτεία, 616a: τὸν δὲ Ἀρδιαῖον καὶ ἄλλους συμποδίσαντες χεῖράς τε καὶ πόδας καὶ κεφαλήν, καταβαλόντες καὶ ἐκδείραντες, εἷλκον παρὰ τὴν ὁδὸν ἐκτὸς ἐπ’ ἀσπαλάθων κνάμπτοντες, καὶ τοῖς ἀεὶ παριοῦσι σημαίνοντες ὧν ἕνεκά τε καὶ ὅτι εἰς τὸν Τάρταρον ἐμπεσούμενοι ἄγοιντο»Μετ.: τον Αρδιαίο όμως και μερικούς άλλους, αφού τους έδεσαν χειροπόδαρα, μαζί και το κεφάλι, τους έβαλαν κατάχαμα και τους έγδαραν, έπειτα τους τράβηξαν έξω από το δρόμο, στο πλάι, σέρνοντάς τους απάνω σε ασπαλάθους, κι εξηγούσαν κάθε φορά στους περαστικούς γιατί το έκαναν αυτό και ότι τους πήγαιναν να τους ρίξουν στον Τάρταρο
  4. Αντί του πλήρωνε
Print Friendly, PDF & Email

Από giorgos