Το Ολοκαύτωμα της Κάσου 7-6-1824
Η μάνα κλαίει το παι(δ)ί και το παι(δ)ί τη μάνα….

«Ύδρα και Σπέτσες και Ψαρά, γράφει η ιστορία, την Κάσο ποιος την έσβησε; Έχω μιαν απορία…» σημειώνει ο Κασιώτης συγγραφέας Μανώλης Μαυρολέων στο σημαντικό βιβλίο «Κάσος, από την επανάσταση στον πατημό» που έχει εκδόσει ο Δήμος Κασίων. Και είναι αλήθεια, στη ναυτική ιστορία της επανάστασης του 1821 η Κάσος ελάχιστα αναφέρεται. Θα προσπαθήσουμε να δούμε την αιτία.

Η Κάσος ήταν η πρώτη από τα Δωδεκάνησα που συμμετείχε στην Ελληνική επανάσταση. Απομακρυσμένη, ανέπτυξε μόνη της σημαντική δράση, μετατρέποντας τα εμπορικά πλοία του στόλου της σε πολεμικά και πραγματοποιώντας από τις αρχές Μαΐου του 1821 επιθέσεις εναντίον οθωμανικών πλοίων.
Ο «Θεμιστοκλής», η ναυαρχίδα του Ανδρέα Μιαούλη, ήταν ένα από τα κασιώτικα καράβια που διατέθηκαν στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Η δράση των Κασίων την περίοδο αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική: Οι Κάσιοι πυρπόλησαν τέσσερα εχθρικά πλοία στο λιμάνι της Αττάλειας και πρόσφεραν σημαντικές υπηρεσίες στην εξεγερμένη Κρήτη, από όπου Σφακιανοί πρόσφυγες κατέφυγαν στο νησί.

Η συμβολή της Κάσου ήταν σημαντική κατά τη διάρκεια του ξεσηκωμού της Κρήτης, καθώς όχι μόνο ανεφοδίαζε τους Κρητικούς αγωνιστές, αλλά και συνελάμβανε πλοία, τουρκικά ή ευρωπαϊκά, που μετέφεραν τρόφιμα και πολεμοφόδια στις τουρκικές δυνάμεις του νησιού. Έτσι, η εξουδετέρωση της κασιώτικης ναυτιλίας θεωρήθηκε αναγκαία από τους Αιγυπτίους του Ιμπραήμ και αμέσως μετά την υποταγή της Κρήτης ο αιγυπτιακός στόλος στράφηκε εναντίον του νησιού. Άλλωστε στο νησί είχε καταφύγει και μεγάλος αριθμός ενόπλων κρητικών αγωνιστών υπό τους Δημήτριο Κουρμούλη και Αστρινό Χατζηδάκη. Γράφουν οι Σφακιανοί σε επιστολή τους προς τους Υδραίους στις 15 Ιουνίου 1821 : «…άλλην βοήθειαν δεν έχομεν κατά το παρόν, ειμή μόνον τους φιλογενείς και φιλοθέους ημών αδελφούς εκ της θεοσώστου νήσου Κάσου.»

Εδώ θα πρέπει να ξεχωρίσουμε δύο προσωπικότητες που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στα επαναστατικά γεγονότα, ανάμεσα σε πολλούς άλλους. Ο ένας ήταν ο Θοδωρής Κανταριτζής ή Κανταρτζόγλου, από την Κάσο, γνωστός ως ο «Κανάρης της Δωδεκανήσου». Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και με το πλοίο «Αμαζών» έγινε ο φόβος και τρόμος των Τούρκων, καταδιώκοντάς τους στα παράλια της Κρήτης, της Κύπρου και της Αιγύπτου. Τον Απρίλη του 1822, επικεφαλής έξι κασιώτικων πλοίων, βοήθησε τα επαναστατικά σώματα στην Κρήτη, στη μάχη των Χανίων. Σκοτώθηκε από θραύσμα κανονιού, που έσπασε την ώρα των πανηγυρισμών για τα νικητήρια και θάφτηκε στον Πλατανιά της επαρχίας Κυδωνίας. Ο Κανταρτζής αγαπούσε πολύ την Κρήτη, όχι μονάχα γιατί ήταν Κρητικιά η μάνα του μα και γιατί είχε φίλους και συντέκνους σ΄ όλη την παραλία του Λιβυκού. Αγόραζε τα λάδια τους και τα κρασιά τους και τους έφερνε ρύζι και όσπρια. Τον Απρίλη του εικοσιένα , σημειώνει ο ιστορικός Γρηγόριος Παπαδοπετράκης στην «ιστορία της επαρχίας Σφακίων» ο Κανταρζής περνούσε από τα Σφακιά γυρίζοντας στην Κάσο. Είδε στο Λουτρό συνταγμένους άντρες να βουλεύονται. Έμαθε πως ήρθαν παλληκάρια από όλη την Κρήτη και «ιδών της χαράς, εκανονιοβάλει. Παρέδωκε δε και πεντακόσια κιλά κουκιά και σαράντα ζιμπίλια ρύζι δια τους εκεί ξένους εκ του φορτίου του.»

Ο άλλος σημαντικός καπετάνιος από την Κάσο ήταν ο Μάρκος Ιωάννου ή Μαλλιαράκης, γνωστός σαν Διακομάρκος. Από τις πρώτες μέρες της Επανάστασης βρέθηκε στις επάλξεις του Αγώνα. Τον Ιούνιο του 1821, με το «μπεργαντίνον» του «Λεωνίδας» και 59 ναύτες, έσπευσε να βοηθήσει με δικά του εφόδια και έξοδα τους Κρητικούς, που απειλούνταν από τον εχθρό. Στις 6 Ιουνίου του 1821 ξεκινούσε ο στόλος της Κάσου για την Κρήτη. Από τον κόλπο του Μιραμπέλλου άρχισαν να δουλεύουν τα κανόνια τους. Πλησίαζαν στα λιμανάκια, πατούσαν τα καράβια, όχι μόνο τα τουρκικά, αλλά όλα που κουβαλούσαν εμπορεύματα σε τούρκικα λιμάνια. Κανονιοβολούσαν τα κάστρα και τα νησάκια.  Στο ιστορικό αρχείο του γιατρού Ν.Γ. Μαυρή βρίσκουμε επιστολή όπου γράφει «…Συμφωνούντες δε ημείς οι ενταύθα Πρόκριτοι και Έφοροι της νήσου Κάσου μετά των Σφακιανών Προκρίτων ότι να συνδράμωσι και να συντρέξωσι τα ιδικά μας πολεμικά πλοία προς βοήθειαν και δούλευσιν της Κρήτης, ο άνω ειρημένος πλοίαρχος Μάρκος Μαλλιαράκης, φιλελευθερος ων και πιστός Έλλην και ευπειθές τέκνον της Ελλάδος και της ημών Κοινότητος, οικειοθελώς και προθύμως με ψυχήν και καρδίαν και με ουκ ολίγην γενναιότητα συνέδραμε και συνέτρεξε δια τον αυτό πλόκον της Κρήτης δι΄ιδίων εξόδων τόσον εις τα εφόδια τροφής και μονετζιάνων, όσον και εις τας πληρωμάς και πάγας (μισθούς) των ναυτών. Όθεν να έχει το ελευθερον διά να είναι αντίμαχος και πολεμιστής κατά των εχθρών μας, δι΄ο εις ένδειξιν και ασφάλειάν του δίδεται η παρούσα ημών σφραγίς της ημών Κοινότητος.» Ο Μάρκος Μαλλιαράκης αντιπροσώπευσε την Κάσο στη Β’ Εθνοσυνέλευση του Άστρους Κυνουρίας, το 1823. Ηγέτης του ηρωικού αγώνα των Κασιωτών εναντίον του ισχυρότατου στόλου του (Αλγερινού) Ισμαήλ Γιβραλτάρ και των Αλβανών υπό τον Χουσεϊν μπέη, που κατέληξε στη θυσία και στο Ολοκαύτωμα της Κάσου, στις 7 Ιουνίου του 1824. Με τον ηρωισμό του προκάλεσε το θαυμασμό του ίδιου του Χουσεϊν.

 Η πολεμική δραστηριότητα των Κασίων, εκτός της Κρήτης, είναι πλούσια και αναφέρουμε ενδεικτικά την κατάληψη του Καστελόριζου, την κατάληψη της Αμμοχώστου, τις επιδρομές στην Αλεξάνδρεια και τα παράλια της Συρίας, τη θρυλική επιδρομή στο λιμάνι της Δαμιέτης στην Αίγυπτο, τη μεταφορά αγωνιστών από τη Σάμο και πολεμοφοδίων από την Τήνο και τη Μύκονο στα Σφακιά, τον βομβαρδισμό του κάστρου της Ρόδου κ.α. Παράλληλα με τις πολεμικές αυτές δραστηριότητες, το νησί γίνεται καταφύγιο για Κρητικούς αγωνιστές κι έτσι απομονωμένο που είναι στην εσχατιά του Αιγαίου γίνεται στόχος των Τουρκοαιγυπτίων. Στις αρχές του 1824 η αγωνία του Ελληνισμού κορυφώνεται. Η Κρήτη υποφέρει από τους Αυγυπτίους, στον Μοριά ο εμφύλιος πόλεμος γονατίζει την επαναστατική δύναμη. Διχασμός, πόλεμοι, υπονομεύσεις. Στις 9 Μαρτίου ένας Υδραίος γράφει από την Αλεξάνδρεια στον Ανδρέα Βώκο (όπως ήταν το πραγματικό του επώνυμο), στον Ανδρέα Μιαούλη δηλαδή στην Ύδρα. «Σήμερον μανθάνω ότι ο εδώ στόλος οπού με τα είκοσι ημέρας ετοιμάζεται μετά τον απ΄εδώ μισευμόν του πηγαίνει εις Ρόδον διά να ενωθεί με εκείνον της Κωνσταντινουπόλεως και να τραβήξουν διά Κάσον και προς ρέγουλάν σας…». Ήταν γνωστό δηλαδή πως ο εχθρικός στόλος είχε στο μάτι την Κάσο. Αλλά κανείς απ΄ τους υπεύθυνους δεν κινήθηκε να την βοηθήσει. Παρά τις εκκλήσεις των Κασίων, η κεντρική κυβέρνηση δεν απέστειλε βοήθεια, μονάχα γράμματα έστελνε και οι κάτοικοι του μικρού νησιού έμειναν αβοήθητοι.

 Έτσι φθάνουμε στις 14 του Μάη του 1824 όπου εμφανίζεται μοίρα του αιγυπτιακού στόλου. Τοποθετούνται ισχυρά πυροβόλα στις παραλίες και Κρητικοί και Κασιώτες παίρνουν θέσεις σε μετερίζια, ενώ τα γυναικόπαιδα αποτραβιούνται ψηλότερα. Στις 27 Μάη εμφανίζεται ο υπόλοιπος αιγυπτιακός στόλος μ’ αρχηγό τον Ισμαήλ Γιβλαρτάρ με 25 πολεμικά, ως 40 μεταγωγικά και 4.000 Αλβανούς. Τρεις ημέρες δέχεται το ηρωικό βραχονήσι φωτιά και ατσάλι, αλλά αντιστέκεται. Η παράδοση, που θέλει τον προδότη Ζαχαριά ως μη Κασιώτη, αναφέρει ότι ήταν Ρoδιακής καταγωγής, που τον εξόρισαν από το χωριό του στην Κάσο για κάποιο παράπτωμα, κι αυτός για να εκδικηθεί υπέδειξε στους Αιγυπτίους τρόπους να αποβιβαστούν στον Αντιπέρατο. Χιλιάδες αποβιβάζονται στα νώτα των ηρωικών αγωνιστών. Πολλοί Κρητικοί φυγαδεύονται, οι ψυχές χρειάζονται γι’ άλλους αγώνες. Η Κάσος, το περήφανο ακριτικό νησί, παραδίδεται στις φλόγες και τα γυναικόπαιδα στη θηριωδία των Τουρκαλβανών. Χίλιοι Κασιώτες κείτονται νεκροί, άλλα τόσα γυναικόπαιδα σφαγιάζονται και οι νέες Κασιωτοπούλες αιχμαλωτίζονται. Η Κάσος σωρός αποκαΐδια. Όσοι επιβίωσαν κατέφυγαν σε άλλα νησιά όπως η Νάξος, η Μήλος, η Σαντορίνη και η Αμοργός, και το νησί ερημώθηκε. Το ολοκαύτωμα αποτέλεσε ένα από τα γεγονότα-ορόσημα στην ιστορία του νησιού αλλά και της εξέγερσης του 1821. Η λαϊκή μούσα εκφράζει με τους παρακάτω στίχους το γεγονός.

Μαύρο πουλάκι κάθεται στης Κάσου τ’ αγριοβούνι,
βγάλλει φωνίτσα θλιερή και μαύρο μοιρολόι.
-Μάνα, κλαμός και βουγκητός εις το νησί της Κάσου!
Η μάνα κλαίει το παι(δ)ί και το παι(δ)ί τη μάνα
κι ο α(δ)ερφός την α(δ)ερφή κι άουρος την καλή του.
Μπάς και πανούκλα πλάκωσε, μπάς και σεισμός εΐνη;
Μη(δ)έ πανούκλα πλάκωσε, μή(τ)ε σεισμός εΐνη,
Χουσεΐν πασιάς επλάκωσεν από την Αλεξάντρα.
Γίνονται στίβες τα κορμιά, τα αίματα ποτάμια.
Σφάζουν τους γέρους και τις γριές κι όλα τα παλληκάρια
τις κοπελλιές και τα μωρά στη φλότα τους μπαρκάρουν
σκλάβους να τους πουλήσουσι στης Μπαρμπαριάς τα μέρη.
Και μια απ’ τις σκλάβες ήλεγε με θλι(β)ερή φωνίτσα.
Χίλια κι αν κάμεις, Χουσεΐν, χίλια κι αν μας πουλήσεις,
εμείς του Τούρκου το σπαθί (δ)ε θα το φοηθούμε
γιά θα μας κόψεις ούλους μας, για λευτεριά θα (δ)ούμε!

Μόλις έμαθαν τη θλιβερή είδηση, κατόπιν εορτής και φοβούμενοι ότι οι Αιγύπτιοι θα στραφούν εναντίον τους, Υδραίοι και Σπετσιώτες συγκρότησαν στόλο, που κατευθύνθηκε προς την Κάσο. Στις 21 Ιουνίου ο ναύαρχος Γεώργιος Σαχτούρης αποβιβάστηκε στο νησί και αντίκρισε ιδίοις όμμασι τη μεγάλη καταστροφή, με «σπίτια κατακρημνισμένα… κατακαμμένα… ανθρώπους πολλά ολίγους», που «ερρίφθησαν εις τα δάκρυα με γογγυσμούς φωνάς και θρήνον απαρηγόρητον», όπως έγραψε στα απομνημονεύματά του.

Αφού μάταια ο Υδραιοσπετσιώτικος στόλος αναζήτησε τον αιγυπτιακό, στις 24 Ιουνίου, ο ναύαρχος Σαχτούρης πληροφορήθηκε «από πλοίον Σαντοριναίικον με σημαίαν ρωσικήν», την καταστροφή των Ψαρών. Ούτε εκεί πρόλαβαν να πάνε…

Το 1834 οι Κάσιοι έστειλαν μία επιτροπή στο βασιλιά Όθωνα και του ζήτησαν την άδεια να ιδρύσουν οικισμό στο Ναυαρίνο, για να ασχολούνται ελεύθερα με τις ναυτιλιακές δραστηριότητές τους το αίτημά τους όμως δεν έγινε αποδεκτό, με αποτέλεσμα πολλοί από αυτούς να μεταναστεύσουν στην Αίγυπτο. Το ελεύθερο ελληνικό κράτος πρόσφερε στους Κάσιους-θύματα του ολοκαυτώματος τη Μακρόνησο για εγκατάσταση! Οι τελευταίοι απέρριψαν την προσφορά και το 1840 τελικά επέστρεψαν στην πατρίδα τους, όπου και έχτισαν τη σημερινή πρωτεύουσα του νησιού, το Φρυ. Το 1847 ο περιηγητής Ρος αναφέρει ότι έχει 7.500 κατοίκους! Το νησί αν και υπόδουλο ξαναβρίσκει το δρόμο της ανάπτυξης και της προόδου. Το 1912 έχει 5.700 κατοίκους, το 1917 (ιταλοκρατία) 1820 (!) και το 2001 έχουμε 1030 κατοίκους, το νέο ολοκαύτωμα που υπέστησαν πολλές περιοχές της πατρίδας μας που χτυπήθηκαν από την εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση.

Σχεδόν σε όποια «επίσημη» γραπτή πηγή κι αν ανατρέξουμε, όποιον κι αν ρωτήσει κανείς σήμερα, θα του πει ποια νησιά πρωτοστάτησαν στην επανάσταση του ΄21: Η Ύδρα οι Σπέτσες και τα Ψαρά! Χωρίς να μειώνεται η προσφορά και ο αγώνας των τριών νησιών, ωστόσο η Κάσος δεν υπάρχει… Όμως στο τέμενος του Μωχάμετ Άλη, στην Ακρόπολη του Καϊρου ανάμεσα σε άλλες μαρμάρινες πινακίδες, υπάρχει και μία με τα κατορθώματα του θετού γυιού του, του Ιμπραήμ Πασά όπου σε περίοπτη θέση αναφέρεται η Κάσος! Τι ειρωνεία…

Η αναγνώριση της ναυτικής συμβολής της Κάσου στην Επανάσταση του 1821 δεν υπήρξε εξαρχής αυτονόητη για λόγους που, εκτός των άλλων, οφείλονται στην κακή τύχη που είχε η Κάσος, μαζί με τα υπόλοιπα νησιά της Δωδεκανήσου, να μην ενταχθεί στο σύνολο των περιοχών που αποτέλεσε το όριο της ελληνικής επικράτειας, με βάση το Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 3ης Φεβρουαρίου 1830 με το οποίο ιδρύθηκε το Ελληνικό κράτος. Η Κάσος ήταν επίσης μακρυά και έξω από τα κέντρα λήψης των αποφάσεων, με ότι σημαίνει αυτό. Οι περισσότερες αν όχι όλες οι επιστολές των προσωρινών κυβερνήσεων προς τις ναυτικές δυνάμεις των νησιών γράφουν προς την Ύδρα, Σπέτσες και Ψαρά, ποτέ προς την Κάσο, παρ΄όλο που η ναυτική δύναμη της Κάσου έφτασε κάποια στιγμή στα 80 ίσως και περισσότερα καράβια.  Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι οι Κασιώτες κατά τη διάρκεια της επανάστασης, σύμφωνα με την μέχρι τώρα έρευνα, δεν συμμετείχαν στους εμφυλίους πολέμους, ούτε περίμεναν τα δάνεια για να κινήσουν τα καράβια τους. Οι περισσότεροι, αν όχι όλοι οι καραβοκύρηδες χρηματοδοτούσαν οι ίδιοι τα πληρώματά τους.

Θα μπορούσε κανείς να γράφει σελίδες για την ναυτική ιστορία της Κάσου που ξεκινά από την Μινωική περίοδο, την συμμετοχή της στον Τρωικό πόλεμο και να φτάσει στο σήμερα. Και το σήμερα, με αφορμή το ολοκαύτωμα που διδάσκει τρόπο ζωής, δεν είναι ευοίωνο. Πολύ εύστοχα σημειώνει ο συγγραφέας και Κασιώτης Μανώλης Μαυρολέων: «Το Αιγαίο δεν είναι για μας τους Έλληνες απλά ένας «γεωπολιτικός ζωτικός χώρος» όπως τον αντιλαμβάνονται και τον αποκαλούν οι εξ ανατολών γείτονές μας. Για εμάς είναι ο τόπος, η μήτρα μέσα στην οποία γεννήθηκε, αναπτύχθηκε και υπάρχει ακόμη, παρ΄όλες τις αντιξοότητες, η ίδια παράδοση και ο ίδιος πολιτισμός που ξεκίνησε εδώ, πριν από τρεις και πλέον χιλιάδες χρόνια. Τα Δωδεκάνησα  δεν είναι απλά ένα διοικητικό άθροισμα νησιών. Είναι ένας κοινός τόπος με κοινή ρίζα και ιστορία, παρ΄όλες τις από νησί σε νησί πολλές φορές πολιτισμικές ιδιαιτερότητες. Η «νησιωτικότητά» μας και η πολυμορφία μας όχι μόνο δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται σαν προβλήματα αλλά, απεναντίας, είναι τα μεγαλύτερα όπλα μας.»

 Η Κάσος μες΄στο πέλαγος μόνη της αρμενίζει

 κι όποιον εδεί τον χαιρετά κι ας μη τονε γνωρίζει…. Τραγουδά ο λαϊκός ποιητής….

Υ.Γ. Επιθυμητό θα ήταν να ερευνηθεί πλήρως και λεπτομερώς η συμμετοχή της Κάσου στις Κρητικές επαναστάσεις και να γίνουν αδελφοποιήσεις με ιστορικούς Δήμους της Κρήτης και κυρίως με τα Σφακιά.

Γιώργης Λαγκαδινός

Πηγές
«ΚΑΣΟΣ από την επανάσταση στον πατημό» Δήμος Κασίων 2010

«Ημερολόγιον του πολεμικού βεργαντίνου Η ΑΘΗΝΑ» αντιναυάρχου Γεωργίου Σαχτούρη της υπέρ Κάσου εκστρατείας 1824. Εν Αθήναις 1890 ψηφιοποίηση Πανεπιστήμιο Κρήτης

«Ιστορία της Επαρχίας Σφακίων» Γρηγορίου Παπαδοπετράκη. Εν Αθήναις 1888 ψηφιοποίηση Πανεπιστήμιο Κρήτης

http://kassosnews.blogspot.com/2010/06/blog-post_07.html

Print Friendly, PDF & Email

Από giorgos