Λαογραφικά του ΄21
Θεόδωρος Κολοκοντρώνης, πίνακας του Von Hess

Του Γιώργη Λαγκαδινού

Το 1981 εκδόθηκε το μνημειώδες πεντάτομο έργο του Κυριάκου Σιμόπουλου «Πως είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του 1821». Οδοιπορικά, ημερολόγια, εκθέσεις, μελέτες, εντυπώσεις από την προεπαναστατική και επαναστατική Ελλάδα μας δίνουν πληροφορίες και εικόνες, όχι μόνο των πολεμικών και πολιτικών γεγονότων, μα και πληροφορίες που έχουν να κάνουν με την καθημερινότητα των κατοίκων, της υπαίθρου και των πόλεων, τον χαρακτήρα τους, τα ήθη και τα έθιμά τους που συνθέτουν την πολιτιστική ταυτότητα της εποχής, που όπως θα δούμε δεν διαφέρει και πολύ με την ταυτότητα της πρόσφατης Ελλάδας. Προφανώς στις μαρτυρίες που θα αναφερθούμε δεν εξαντλείται το τεράστιο αυτό θέμα, μα είναι ενδεικτικές και χαρακτηριστικές των κινήτρων και της οπτικής γωνίας των ξένων που βλέπουν τα πράγματα. Πέρα από τις κρίσεις τους, αρνητικές τις περισσότερες φορές για τους Έλληνες, οι πληροφορίες που καταγράφουν είναι σημαντικές ώστε να αποτυπωθεί ο λαϊκός πολιτισμός της εποχής.

Οι περισσότεροι που έρχονται είναι μορφωμένοι, λόγιοι της εποχής που περιμένουν να δουν τους Έλληνες με χλαμύδες, επηρεασμένοι από την αρχαία Ελλάδα! Αντί για χλαμύδες συναντούν ανθρώπους με φουστανέλα κι όχι πάντα καθαρή, φτωχούς ανθρώπους, λαϊκούς αγωνιστές που έχουν τους δικούς τους κώδικες συμπεριφοράς. Υπάρχουν και οι επαγγελματίες Ευρωπαίοι στρατιωτικοί που έμειναν άνεργοι μετά τους Ναπολεόντιους πολέμους κι έρχονται για μισθούς κι αξιώματα να συμμετάσχουν στην Ελληνική επανάσταση. Και δεν καταλαβαίνουν την έλλειψη πειθαρχίας των αγωνιστών και τις συνελεύσεις που κάνουν με τους καπεταναίους τους. Μαθημένοι στον τακτικό πόλεμο δεν δέχονται την τακτική των ατάκτων, που ήταν ό μόνος τρόπος να αντιμετωπιστούν τα οργανωμένα Τουρκικά στρατεύματα. Θεωρούν απαράδεκτο, για παράδειγμα, ο καπετάνιος ενός πολεμικού πλοίου να τρώει μαζί με τους ναύτες του! Πως θα απαιτήσει μετά πειθαρχία;

Ακόμη πιο δύσκολο είναι να καταλάβουν οι λόγιοι Ευρωπαίοι την Ελληνική μουσική, τα μουσικά όργανα και τους περίπλοκους γι αυτούς ρυθμούς και χορούς. Ας σκεφτούμε ότι ακόμη και σήμερα οι περισσότεροι ξένοι δυσκολεύονται για παράδειγμα να καταλάβουν το ρυθμό του τσάμικου ή του ζεϊμπέκικου. Λογικό είναι, διότι μιλάμε για μία τοπική, προφορική μουσική, που είναι η δημοτική μας μουσική και αυτοί οι ρυθμοί δεν υπάρχουν στην ευρωπαϊκή μουσική. Παράλογες όμως είναι οι κρίσεις και οι χαρακτηρισμοί των Ευρωπαίων γι΄αυτή τη μουσική. Μία από τις μεγαλύτερες δοκιμασίες του ξένου που ταξιδεύει στην Ελλάδα, γράφει ο αρχαιολόγος Dodwell, είναι η μουσική και τα τραγούδια! «Οι Έλληνες προσφέρουν στους περιηγητές τραγούδια και μουσική για να τους ευχαριστήσουν, με αποτέλεσμα να ταλαιπωρούνται τα αυτιά και τα νεύρα τους από τους ολολυγμούς της λύρας, τους κροταλισμούς του ταμπουρά, τις στριγγλιές της πίπιζας και τους βρόντους του νταουλιού.» Όταν ο Άγγλος περιηγητής ταξίδευε στο Μωριά οι άνθρωποι που τον συνόδευαν άρχισαν να τραγουδούν για τον έρωτα. Οι στίχοι του φάνηκαν υπερβολικοί και φέρνει για παράδειγμα το δίστιχο

Νάταν ο ουρανός χαρτί κι η θάλασσα μελάνι

Για να ΄γραφα τους πόνους μου κι ακόμα δε με φτάνει.

Ό Άγγλος λοχαγός Leak περιηγήθηκε την Ελλάδα για μια πενταετία. Ερευνητικό πνεύμα συνδύασε την αποστολή με την έρευνα, τον μυστικό πράκτορα της Αγγλικής κυβέρνησης με τον περιηγητή. Ταξιδεύοντας προς τους Καλαρύτες της Ηπείρου έφτασε στο μοναστήρι του Άη-Γιώργη όπου έσπευσαν να τον προϋπαντήσουν οι αρχές και οι πρόκριτοι της κωμόπολης. «Το τραπέζι στρώθηκε αμέσως, οι γύφτοι άρχισαν να παίζουν τα όργανά τους. Ήταν τέσσερα νταούλια, δυο μεγάλα και δυο μικρά, δυο βιολιά, ένα είδος όμποε, ένα άλλο πνευστό και μια φλογέρα. Τα τραγούδια που συνόδευαν τους μουσικούς συναγωνίζονταν τα όργανα σε δυσάρεστους διαπεραστικούς ήχους, γράφει ο Άγγλος περιηγητής. Ύστερα από το γεύμα άρχισαν τα κλέφτικα τραγούδια. Αναφέρονταν στα ηρωικά κατορθώματα των Σουλιωτών και του Κατσαντώνη».

 Από δεκάδες τέτοιες μαρτυρίες προκύπτει ότι το κλαρίνο δεν ήταν σε χρήση ακόμα στην στεριανή Ελλάδα. «Ήρθε» αργότερα, όπως έδειξε και η Δέσποινα Μαζαράκη στην εξαιρετική μελέτη της «Το λαϊκό κλαρίνο στην Ελλάδα» εκδ. 1985. Από τις πληροφορίες των περιηγητών βλέπουμε ότι τα όργανα που κυριαρχούν είναι οι λύρες (με διάφορες μικροδιαφορές) και οι ταμπουράδες. Και σαν μικρά σε μέγεθος όργανα μεταφέρονταν εύκολα από πολλούς αγωνιστές-μουσικούς στις εκστρατείες τους, μαζί και οι φλογέρες. Με τις πίπιζες (ζουρνάδες σε διάφορα μεγέθη) και τα νταούλια ασχολούνται επαγγελματικά μόνο οι Γύφτοι μουσικοί. Ο Ιταλός ζωγράφος Pomardi μας πληροφορεί ότι στην Δαύλεια (αρχαία Δαυλίς) χωριό της Βοιωτίας Β.Δ. της Λιβαδειάς, είχε αναπτυχθεί βιοτεχνία μουσικών οργάνων! Παρακολούθησε μάλιστα πως δούλευαν το ξύλο και δίνει μια απλοϊκή περιγραφή για τα επιμέρους κομμάτια που συγκροτούν τη λύρα και είναι λίγο μικρότερη από βιολί. Εδώ να σημειώσουμε ότι κάποιοι άλλοι την λύρα την λένε βιολί ή ιδιότυπο βιολί και όσοι είναι γνώστες αναφέρονται σε βιολί (όπου υπάρχει) και λύρα. Δεν υπήρχε στρατιωτικό σώμα χωρίς «παιγνίδια και λαλούμενα» όπως έλεγαν τα μουσικά όργανα. Αφηγείται ο αγωνιστής και ιστορικός Ν. Κασομούλης στα «Ενθυμήματά» του: «Εγώ λαλούσα το μπουζούκι, λεγόμενον, ο Χριστόδουλος τον ταμπουράν, με δύο τέλια, ο Σπ. Μήλιου το φλάουτον, άλλοι άλλα όργανα ευμετακόμιστα, καθώς ριμπάπια, μπουλγαριά». Και αλλού «ο Γεωργούλας Παλαιογιάννης λαλούσε πολύ γλυκά τον βαγλαμάν, ο Παπακώστας το βουζούκιν και άλλοι με λιουγκάρια και ικιτελιά, ακολουθούντες αυτούς προξενούσαν την μεγαλυτέραν ηδονήν εις τους Έλληνας». Ας μη ξεχνάμε και τον πιο γνωστό ταμπουρά της εποχής, τον ταμπουρά του Μακρυγιάννη, που βρίσκεται στο ιστορικό μουσείο της Αθήνας.

Πάμπολες οι πληροφορίες των χρονικογράφων της εποχής. Υπάρχουν περιγραφές γάμων, φορεσιών, εθίμων και συμπεριφορών που συγκροτούν  την έντονη και διακριτή πολιτισμική ταυτότητα των Ελλήνων,  που για τους ξένους ωστόσο αποτελούν μέρος της εξωτικής Ανατολής. Ο Άγγλος ιστοριογράφος Waddington δεν διστάζει να γράψει ότι οι Έλληνες πρέπει πρώτα να εξευρωπαϊστούν και ύστερα να εκπολιτιστούν! «Πρέπει να μάθουν να ντύνονται, να ιππεύουν, να κάθονται, να τρώνε, να παίζουν όπως εμείς και ύστερα να συναγωνισθούν σοβαρά τις σπουδές και τους θεσμούς μας». Αυτή όμως η ταυτότητα έπαιξε καθοριστικό ρόλο  στη διατήρηση της συλλογικής μνήμης, μέσο αφύπνισης και εντέλει εμψύχωσης πριν τη μάχη. Μέσα από τα τραγούδια εκφράζεται η αίσθηση της ελευθερίας ως όρος ύπαρξης και το υψηλό φρόνημα. Που τόσο μας λείπει σήμερα…

Γιώργης Λαγκαδινός

Υ.Γ. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας 1967-1974 οι χουντικοί  έκαναν συστηματική προσπάθεια να καπηλευτούν και να εντάξουν  τη δημοτική μουσική στο προπαγανδιστικό τους μηχανισμό. Και ποιος δεν θυμάται Πάσχα στα στρατόπεδα να γελοιοποιούν τους χορούς μας και κυρίως τον Τσάμικο. Έτσι είχε δημιουργηθεί μια απέχθεια της τότε νεολαίας για τη δημοτική μουσική. Θύμα αυτής της προσπάθειας υπήρξε κι ένα κατ΄εξοχήν αντιμοναρχικό τραγούδι που παραποιώντας το το τραγουδούσαν οι φιλομοναρχικοί χουντικοί. Το Γρίβα ΄μ σε θέλει ο βασιλιάς, σε ρυθμό τσάμικου. Οι χουντικοί εννοούσαν τον Γεώργιο Γρίβα που δημιούργησε την φιλομοναρχική οργάνωση Χ στην κατοχή και τραγουδούσαν:

Γρίβα ΄μ σε θέλει ο βασιλιάς όλος ο κόσμος κι ο ντουνιάς

Σαν τι με θέλει ο βασιλιάς ;όλος ο κόσμος κι ο ντουνιάς;

Γρίβα ΄μ σε θέλει για καλό, για να σε κάνει στρατηγό.

Το τραγούδι όμως έχει δημιουργηθεί για τον Θεόδωρο Γρίβα (1797-1862) παλαιό αρματολό και αγωνιστή του ΄21 από την Βόνιτσα Ακαρνανίας, που λόγω ανδρείας έφτασε το βαθμό του στρατηγού. Φύση ανυπόταχτη και ασυγκράτητη ο Γρίβας ηγείται της αντιμοναρχικής εξέγερσης στη Βόνιτσα το 1862, βαδίζει προς την Αθήνα για να διώξει τον Όθωνα, μα στο Μεσολόγγι τον δηλητηριάζουν και πεθαίνει. Παράλληλα σκοτώνεται κι ο ένας του γυιός στην ίδια εξέγερση στο Ναύπλιο, μια εξέγερση που τελικά οδήγησε στο διώξιμο του Όθωνα. Να λοιπόν δύο από τις πολλές παραλλαγές του τραγουδιού που αποτυπώνουν την αλήθεια:

Μας ήρθ’ η άνοιξη πικρή, και καλοκαίρι μαύρο
μας ήρθι κι ο χινόπωρος πικρός φαρμακωμένος.
Μας ήρθι Φράγκους βασιλιάς, Φράγκους και Μπαρβαρέζους
Γρίβα, σε θέλ’ ου βασιλιάς Του τι με θέλ’ ου κιαρατάς;
Ανί με θέλει για καλό, να πάου καθώς είμι.
Κι αμα με θέλει για κακό να ζώσω τ’ άρματα μου.

Η δεύτερη παραλλαγή:

– Γρίβα μ’ σε θέλει ο βασιλιάς, όλος ο κόσμος κι ο ντουνιάς.
– Σαν τι με θέλει ου κιαρατάς, oύλος ο κόσμος κι ο ντουνιάς;

Ωρ’ αν με θέλει για κακό, να ζώσω τ΄ άρματα κι γω.
Ωρ’ αν με θέλει για καλό, ν΄ αλλάξω και να στολιστώ.
Μωρέ σε θελ’ να δώκεις τ’ άρματα, να προσκυνήσεις το βασιλιά.
Γρίβας δε δίνει τ’ άρματα δεν προσκυνάει τον κιαρατά.

Για την οφειλόμενη αποκατάσταση ενός ιστορικού τραγουδιού…

Γ.Λ.

Print Friendly, PDF & Email

Από giorgos