Κουρασμένοι, ελάτε.....
ΕΓΩ ΕΙΜΙ ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Του Πρωτ. Ευαγγέλου Παχυγιαννάκη

Σε πολλούς ναούς πάνω από την κεντρική είσοδο συνήθως τοποθετείται η εικόνα του  Ιησού Χριστού, που κρατάει το ευαγγέλιο ανοιχτό και πάνω στις άσπρες σελίδες του  ο αγιογράφος γράφει δύο φράσεις του Ίδιου του Χριστού, που προσκαλεί τους περαστικούς να πάνε κοντά Του. Η μια είναι: «ΕΓΩ ΕΙΜΙ ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ». Έτσι είναι σα να λέει στους περαστικούς: πού τρέχετε σαν τα μυρμήγκια βιαστικοί εδώ κι εκεί και σκουντουφλάτε μέσα στα σκοτάδια του κόσμου, ζητώντας κάποιο φως για να συνεχίσετε την πορεία σας; Όσες πηγές ενέργειας κι αν ανακαλύψετε, όσο επιδέξια κι αν χρησιμοποιήσετε τον ηλεκτρισμό με όμορφα φωτιστικά λαμπιόνια, πάντα θα αναζητάτε σαν το σοφό του Μεσαίωνα στην τελευταία πνοή της ζωής του: «φῶς, περισσότερον φῶς».

Ελάτε, λοιπόν σε Μένα, ότι «ΕΓΩ ΕΙΜΙ ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, και ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μή περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ’ ἕξει τό φῶς τῆς ζωῆς» (Ἰωάν.8.12). Κι αυτό το φως προσπάθησαν να το σβήσουν πολλοί στο πέρασμα των αιώνων, το πολέμησαν με λύσσα και με αμέτρητα μέσα, με πλάνες, διαστροφές και μ’ όλο το σκοτάδι της αβύσσου και, όμως, δεν τα κατάφεραν. Απεναντίας, αυτό το φως, που ανέτειλε μέσα από το Κενό Μνημείο, σκορπίστηκε παντού και φώτισε ανθρώπους που ζούσαν μέσα στα τρισκόταδα της αμαρτίας και έλαμψαν ως φωστήρες στο στερέωμα του πνευματικού κάλλους. Και ψυχές κολασμένες, βουτηγμένες στο θλιβερό σκοτάδι της απόγνωσης, τώρα στολίζουν τον θρόνο του Κυρίου Παντοκράτορος.

Άλλες φορές πάλι ο αγιογράφος γράφει τα παρακαλεστικά λόγια του Χριστού: «ΔΕΥΤΕ ΠΡΟΣ ΜΕ ΠΑΝΤΕΣ οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι, κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς» (Ματθ.11.28). Ελάτε κοντά μου όλοι εσείς οι άνθρωποι του μόχθου, που κοπιάζετε, σκυμμένοι κάτω από το βάρος των θλίψεων και των ενοχών, των κόπων και των αναγκών της ζωής κι εγώ θα σας ξεκουράσω. Κι όταν τα λέει αυτά ο Κύριος έχει ζυγίσει τα λόγια Του και  ξέρει τί λέει. Η ζωή δεν είναι παιγνίδι ή παραμύθι. Πολλές φορές, όταν ήμαστε μικροί, η γιαγιά κι η μάνα μας μιλούσαν, όταν μας νανούριζαν στη ζεστή αγκαλιά τους για πρίγκηπες και βασιλοπούλες,  μ’ εκείνα τα αξέχαστα νανουρίσματα, που τα θυμούνται ακόμη όσοι τα έζησαν.

Τώρα στα γεράματα έρχονται πάλι σαν γλυκιά νοσταλγία και μας συντροφεύουν αυτοί οι απαλοί μελωδικοί ήχοι και οι αρχοντικοί όμορφοι δεκαπεντασύλλαβοι, που μας ταξιδεύουν στη Βενετιά με τα φλουριά, στην ξακουσμένη Πόλη, την Αγιά-Σοφιά το μέγα μοναστήρι και γεμίζουν τα όνειρά μας με φλουριά, με Χιώτικα καράβια και προικιά στολισμένα με  δικέφαλους αετούς, παγώνια και χρυσοχελιδόνια. Ας θυμηθούμε μερικά από αυτή την ατίμητη μωρουδιακή μας προίκα:

-Νάνι του Ρήγα το παιδί, του Βασιλιά τ’ αγγόνι,
του Διάκου το βαφτιστικό πούρθεν από την Πόλη.
-Κοιμήσου και παρήγγειλα στην Πόλη τα προυκιά σου,
στη Βενετιά τα ρούχα σου και τα διαμαντικά σου.
-Έλα ύπνε και πάρε το κι άμε στσί μπαξέδες,
γέμισε τα χεράκια του άνθη και μενεξέδες.
-Και γεμισέ του την ποδιά ρόδα και άσπρα κρίνα,
μήλα δροσάτα κόκκινα να λάμπει σαν κι εκείνα.
-Τα μήλα νά ’ναι του κυρού τση μάνας του τα ρόδα
και τ’ άσπρα κρίνα του καλού, σαν έρθ’ εκείν’ η ώρα. 

Ασύλληπτο είναι το μεγαλείο του λαού μας κι ο τρόπος που μεγάλωναν οι παλιές μανάδες τα παιδιά τους με πολύτιμο σύμβουλο τη σοφία της γιαγιάς. Μέσα στη φτώχια ο πλούτος. Μέσα στην απλότητα η αρχοντιά. Έτσι χτιζότανε σιγά-σιγά η ζεστή φωλιά της οικογένειας, απ’ όπου ξεπετάχτηκαν οι αετοί, που κατάχτησαν τις κορυφές της γνώσης και της επιστήμης, γιατί βασικοί ένοικοί της ήταν ο Αφέντης Χριστός και η Κυρά Παναγιά.

Κι όταν μεγαλώναμε πάλι η ελπίδα και η χαρά δεν χανότανε, γιατί το προζύμι κρατούσε και μ’ αυτό ζυμώναμε τη ζωή μας με όνειρα και τη στολίζαμε με ανθούς κι οράματα παραδεισένια. Όμως, προχωρώντας στη ζωή με τα βάρη και τις ευθύνες της, καταλάβαμε πως η ζωή δεν είναι μόνο χαρά, αλλά και μόχθος και πόνος, αγώνας και αγωνία. Δεν είναι μόνο το φως μα και το σκοτάδι, και πίσω από την όμορφη άνοιξη τα πράσινα βουνά και  τους λουλουδιασμένους κάμπους υπάρχουν και οι μαύροι χειμώνες και οι βαθιές και σκοτεινές χαράδρες. Οι πλούσιοι γίνονται ξαφνικά φτωχοί κι αυτοί που μέχρι χθες μπορεί να γλεντούσανε, σήμερα βυθίζονται στον πόνο και στο πένθος και το γλυκό τραγούδι γίνεται θλιβερό μοιρολόι.

Αυτή είναι η αλήθεια της ζωής ένα κράμα από λίγη χαρά και περισσότερο δάκρυ.  Γι’ αυτό μέσα στις αλλαγές και αντιθέσεις που προσπαθούμε να κρατηθούμε όρθιοι πολλές φορές μελαγχολούμε, τα χάνομε και απογοητευόμαστε. Τότε είναι που ακούμε την παρήγορη φωνή του εσταυρωμένου Κυρίου μας: «Κουρασμένοι, ελάτε!» Κι εμείς τρέχομε σαν τα πληγωμένα πουλιά να βρούμε ανάπαυση κοντά Του. Και πάντα βλασταίνουν μέσα μας καινούργιες ελπίδες και χαρές, που μας κερνάει απλόχερα ο ουρανός!  Πώς; Αυτό δεν το ξέρομε. Ξέρομε, όμως, πως μέσα μας γίνεται ένα θαύμα κι αυτό το θαύμα μας δίνει απαντοχή και δύναμη να προχωρήσομε πιο πέρα, ωσότου ξαποστάσομε για πάντα στην αγκαλιά του Αγαπημένου μας!

Από giorgos